Δευτέρα, Ιουλίου 31, 2006

Μποτέρο

Ο μικρός Φερδινάνδος Μποτέρο ήξερε καλά από φουσκωμένα μάγουλα...

Ήταν γύρω στα πέντε όταν η γιαγιά του μασουλώντας φύλλα κόκας του διηγήθηκε πως ο καλός θεούλης φούσκωσε τα μάγουλα και φύσηξε την πνοή του πάνω στους πρωτόπλαστους αναπαριστώντας τον με τον πιο αστείο τρόπο. Μεσολάβησαν εκατοντάδες φουσκωμένα μπαλόνια, δεκάδες κεράκια σε τούρτες γενεθλίων και χιλιάδες μπουρμπουλήθρες με σαπουνόνερο κάθε φορά που η μάνα του έβαζε μπουγάδα. Στα 10 του, πάνω στις πιο σαχλές γυμναστικές επιδείξεις στο τέλος της χρονιάς και πάνω που ήθελε να πετάξει μακριά σαν τον Πήτερ Παν για να αποφύγει το ρεζίλεμα, ο καλός θεούλης που ήξερε από παλιά το μυστικό, του έστειλε τη σωτηρία. Μαγουλάδες! Σίγουρα δεν ήταν ό,τι πιο ευχάριστο να μην πίνει παγωμένη λεμονάδα και να μη βγαίνει στον κήπο να σφεντονίζει πουλιά για μέρες αλλά σίγουρα γλίτωσε από μια μεγάλη ντροπή! Αργότερα, σε ένα ταξίδι στις Άνδεις με τους γονείς του παρατήρησε το ίδιο φούσκωμα σε ένα Ινδιάνο που έπαιζε αυλό του Πανός και στη μικρή του εξαδέλφη που για να μάθει αν την αγαπούσε φύσηξε τον «κλέφτη» και προσπαθώντας να πιάσει όσα περισσότερα ανθάκια μπορούσε για μια πιο έγκυρη απάντηση. Από τότε που άλλαξε όλα του τα δόντια τα οποία πετούσε ανελλιπώς στα κεραμίδια, μασουλούσε πολύχρωμες τσιχλόφουσκες και τις έσκαγε στ’ αυτιά των πιο όμορφων κοριτσιών. Στα 15, συνδύασε τα φουσκωμένα μάγουλα με το Ουρί του Παραδείσου όταν για πρώτη φορά συνευρέθηκε με την Ανγκουίλα που καταβρόχθιζε αχόρταγα το ζουμερό του μόριο σα μπανάνα Τσικίτα. Στη σχολή ταυρομάχων έμαθε ότι τα φουσκωμένα μάγουλα συνδέονται και με τη μάχη για επιβίωση, πράγμα που εμπέδωσε με τα μελανιασμένα του οπίσθια όταν τον κυνήγησε ο δύστυχος ταύρος. Παράτησε τότε την ταυρομαχία διά παντός αλλά αν δε δούλευε ως αχθοφόρος στα στενάκια στη Μπογκοτά μάλλον δε θα κατάφερνε ποτέ να αγοράσει τα πρώτα του κανσόν. Τα χρωστάει αναμφισβήτητα στα αναψοκοκκινισμένα από το αγκομαχητό του μάγουλα!

Λίγα χρόνια μετά, φοιτητής πια σε ένα πανηγύρι στο Μουράνο της Ιταλίας είδε πως ζωντάνευε το φυσητό γυαλί και μαγεύτηκε για πάντα. «Η ζωή είναι φουσκωτή!» αναφώνησε όπως ο Αρχιμήδης το «Εύρηκα». «Η τέχνη μου δε θα αξίζει ούτε πέσο αν δε φουσκώνει από ζωή τόσο που να κοντεύει να σκάσει!» είπε κι αφού φούσκωσε από χαρά, άρπαξε τα πινέλα από ουρά καμήλας και ζωγράφισε την πρώτη του φουσκωτή αρένα…

Κυριακή, Ιουλίου 30, 2006

Εν Κανά...

Σήκωσε τα γερακίσια μάτια του πάνω απ΄το μεγάλο κέδρο και βρυχήθηκε, σύνθημα να πλησιάσει ο λακές. Εκείνος έβαλε το αυτί του στο στόμα που διέταζε. Μαύρο, χαώδες, σαν άνοιγμα σπηλιάς. Βρωμοκοπούσε μούχλα, ψοφίμι κι αλκόολ όπως ο πατέρας όταν έδερνε τη μάνα του.
Τον έπιασε τρέμουλο. Απ’ το φόβο; Απ’ το κρύο; Το θηριώδες στόμα εκσφενδόνιζε σάλια. Απ’ το ψύχος της ανάσας ένας σταλακτίτης σμιλεύτηκε στο λοβό του.
Οι εντολές στριμώχτηκαν στο γλοιώδικο στόμα του, έχιδνες που μύρισαν το γάλα..
"Ξαμολήστε τα τσακάλια στο πιο φτωχό χωριό. Σε όσους δεν κατάφεραν να φύγουν. Σε όσους τους πήγε κόντρα η σοδειά, ο αέρας, το χαλάζι, το λιοπύρι, σε όσους σταφίδιασαν να θρέψουν πέντε και δέκα στόματα. Σε όσους δεν έχουν αμάξι, κάρο, μηχανές και άλογα. Σε όσους δεν είχαν που να πάνε. Θέλω να ρέει κόκκινο το αίμα τους σαν κρασί γαμήλιο. Να μπήξουν τα δόντια στις σάρκες τις καρβουνιασμένες σα σε ψωμί σταρένιο. Να σπαρταρίσουν τα κορμιά τους σαν ολόφρεσκες πέστροφες. Να παίζουν τα πολυβόλα χωρίς παύση σαν μπάντα σε πανήγυρη. Να τους αποσβολώσουν οι κάνες σα μάννα εξ ουρανού σβώλο το σβώλο. Κυρίως όμως τα νήπια που καταχώνιασαν στα υπόγεια καμίνια…να τα σφάξουν όλα σαν αρνιά σε Ανάσταση. Όσα και να ’ναι. Σαράντα, πενήντα, εκατό…".

Είπε και το γέλιο του αντήχησε παντού σα σήμαντρο μητρόπολης. Αίφνης, εγένετο φως. Λες και πυροτεχνήματα γέμισαν τον ουρανό ντάλα μεσημέρι και βεγγαλικά στραφτάλιζαν πάνω απ’ το χωριό σα δρέπανα θεριστάδων. Ρουκέτες σούριζαν κι ερπύστριες γλεντοκοπούσαν σαν όρνια που βρήκαν κατακόμβη.

Και σφαγή εγένετο εν Κανά…Και μόνο ένα κοριτσάκι απέμεινε. Το ψάχνουν ακόμη...

Σάββατο, Ιουλίου 29, 2006

Σάββατο

Περήφανο Σάββατο. Σαν κοκόρι, σαν αρσενικό άλογο που χρεμετίζει μονάχο σε κάμπο μετά από μάχη. Σάββατο σα χέρι τρεμάμενο. Μελωδός από ασήμι, σε τεντωμένο σχοινί που ξέρει να αντιδρά στη μέσα μου κίνηση. Σε κάθε αναστεναγμό κελαηδά σαν κλάμα ξωτικού, σα φθινοπωρινή μπόρα.

Η γάτα με κοιτά με βλέμμα ανήξερο Σαββάτου. Δεν την αφορά σε τίποτα το υπόλοιπο της διαίρεσης της βδομάδας. Γουργουρίζει αδιάφορη. Μήπως έτσι δεν επιβιώσαν αναλλοίωτα ανά τους αιώνες τα λιθάρια; Αδιαφορία της αδιαφορίας! Τη φθονώ; Δεν τη φθονώ; Κάποτε πάντως τη μιμούμαι σε γλυκείς ρεμβασμούς αμνησίας, σε αλκοολούχες μανίες. Και τότε ξυπνά το θηρίο. Με κοιτά κατάματα, συνομωτικά, το αναγνωρίζω και απαιτώ. Δεν απαιτώ ποτέ τη ζωή σε κάτι ξένο. Τι κλεψιά! Με τάσεις κανθαριδίνης εκτοξεύομαι έξω απ’ το χρόνο. Πόσο μου αρέσει!

Και τότε μου αφηγούνται τις πιο παράφορες ιστορίες! Θυμάμαι τους Χιλιανούς πολεμιστάδες στο Μόρρο δε Αρίκα πως σκαρφάλωσαν στα απάτητα βράχια με δόσεις αγουαρδιέντε και μπαρούτι, το «μαύρο σκυλί» που δάγκωσε τον Κέρβερο. Βαρυποινίτες στη Νότιο Αμερική να φτάνουνε στην τρέλα με το «πράσινο πουλί» από αλκόολ και διαλυτικό βαφής. Στη Σιβηρία να καταπίνουν με χοντρές γουλιές οδοντόπαστα με κολόνια. Κάποτε έδωσα τον ώμο μου στο χωλό Λωτρέκ για να ξεράσει κι άλλοτε φίλησα τα μάτια του Ρεμπώ τα γυαλισμένα από το αψέντι…

Με επιστρέφουν δυο νότες και μια οικεία φωνή. Η τέχνη της γείωσης… Της πτώσης… Της σύγκρουσης… Της τριβής… σκοτώνει τους γύπες στην αρένα της αδράνειας.

Άλλωστε, το Σάββατο δεν είναι παρά μια απόφαση…

Παρασκευή, Ιουλίου 28, 2006

Θέλω θέλω θέλωωω

Και μετά από ένα δροσιστικό δοκιμαστικό, φύγαμε για την ψυχρολουσία...

Πριν μπει ο Αύγουστος θέλω όλα να είναι τακτοποιημένα και τέλεια! Απεχθάνομαι το χάος αν και του έχω αδυναμία. Του έχω και μου έχω. Αν ήμουν μάγκας θα του δινόμουν ολόψυχα κι όχι με μικροαστικές κουτσουλιές. Απλά φοβάμαι. Κι αδιαφορώ. Κι όταν φοβάμαι και αδιαφορώ μαζί τι μας κάνει; Το θέλω. Κυρίαρχος του σύμπαντος. Της κίνησης. Μερικές φορές χωρίς λόγο. Μερικές φορές ηροστράτια μανία. Σάμπως ο Νέρων; Λίγο θέλει να γίνεις Νέρων αν δεν είσαι λίγος; Ουδόλως! Όοσ για μένα παραμένω στην τάξη μου των εκλεκτών αγανακτισμένων χέστηδων. Θέλω θέλω θέλωωω!!!!! που λέει κι η θείτσα στο Γαργαληστή του Μπασλάμ!

Αν ήμουν παιδί θα ήταν πιο εύκολα! Μερικές χρωματιστές μπομπονέλες, μερικά μπαλόνια που θα τρυπήσω με καρφίτσα στη μούρη μερικών-μερικών, μερικές μπουρμπουλήθρες με το άβα της μαμάς και καμιά πορτοκαλάδα ΕΨΑ σε καφενείο κυκλαδίτικου νησιού. Θα 'θελα πυργάκια, κουβαδάκια κι αστερίες. Παγωτό γρανίτα σε σινεμά με κινούμενα σχέδια και κανένα καπέλο ή αντηλιακό την ώρα που διασκεδάζω μαζεύοντας κοχύλια...

Ας πέσουμε με τα γεμάτα κυτταρίτιδα οπίσθια. Πάλι καλά! Μαλακά μαλακά σαν καπιτονέ μαξιλάρα φοιτητικού δώματος, λίγο προς το ζαχαρί ελλείψη τανίνης!
Δεν έχω τίποτα. Μια μικρή θερινή αμφιθυμία. Μια ζογκλερίστικη διάθεση ατάλαντου ήρωα τραγωδίας. Η αστυνομία των μπλόγκερς μόλις με έπιασε επ' αυτοφόρω την ώρα που θα έγραφα ένα περιποιημένο μου ψέμα. Ας είναι. Μπορώ να τα καταφέρω και χωρίς αυτό. Προς το παρόν!

Και συνεχίζω ειλικρινής και απτόητη... Το πανδαιμόνιο στο Λίβανο μου θυμίζει μια φίλη που είχα μικρή και μια νοσταλγία καλοκαιριού νεότητας τότε που τραγουδούσα το "Φειρούζ" "...του Λιβάνου οι μαύροι κέδροι...". Γενικώς, όσα έφυγαν ανεπιστρεπτί. Η νιότη, η αθωότητα, η τσίπα.
Η μικρή μου φίλη που τώρα όχι μόνο μεγάλωσε αλλά μετοίκησε στην Ελλάδα γιατί βομβάρδισαν τη γειτονιά της, ήταν μια σοκολατένια μικρή καλλονή, με λακάκια στα μάγουλα, πάντα γελαστή και γαλαντόμα -μου είχε χαρίσει μερικές κούκλες κι άλλα παιχνιδάκια κι ο μπαμπάς της είχε φέρει δώρο στη μαμά μου ένα κεχριμπαρένιο κολλιέ που ακόμη φοράω- είχε πολλά καλούδια μικρή στο Λίβανο, μια τεράστια αυλή με τριαντάφυλλα, δυο γονείς ευτυχισμένους που την είχαν σαν πριγκηπέσσα και μια χώρα από τις ομορφότερες της Μεσογείου.

Έπειτα ήρθαν οι χαλεποί καιροί...Εκτός από την εφηβεία, τον εμφύλιο και την πρώτη ερωτική απογοήτευση, της έλαχε ο σύριος "φερετζές" σε ό,τι έκανε. Στις δουλειές, στις σχέσεις, στις κουβέντες, στις παρέες της που μπήκε μέσα ο χαφιές -καλά λέει η Βιτάλη" κάθε σπίτι οχυρό κι ένας μπράβος στην πόρτα και οι φίλοι κι αυτοί μακρινοί"... Προτεκτοράτο μιας άλλης, ο Λίβανος είχε αρχίσει καιρό να ρημαδιάζεται, να σαρακοτρώγεται σαν το τελευταίο ζων μηλαράκι του δέντρου της Μεγαλομηλιάς της Μέσης Ανατολής. Η φίλη μου δεν άλλαξε. Δεν πονήρεψε. Δε σκάβει λάκκους. Αυτά τα κάνει το εβραιοθρεμμένο πιθηκάκι της Αμερικής με τη φιλενάδα του την Κοντολίζα. Η φίλη μου περιμένει. Συνήθως τον πάτο όπως οι περισσότεροι. Τώρα περιμένει ένα μωρό. Στη χειρότερη θα γίνει ελληνάκι. Αμερικανάκι θα γίνει ούτως ή άλλως. Όπως και όλη η λεκάνη. Προς το παρόν παραμένει μεσογειακή. Στο μέλλον λεκάνη πως λέμε moda bagno...χέστρα πολυτελείας.
Δεν έχει άδικο ο Νασράλα. Είναι όμως λίγος. Έχει δίκιο η Λουκία. Δεν υπάρχουν ηγέτες. Μέγα κενό. Από τα ολότελα, όμως... Από την άλλη, το τρομολαγνικό σούσουρο δίνει και παίρνει. Οι ντόμπροι πολεμιστάδες...παλιά... που λεν και τα φαντάρια... Αυτό το ΧΗΜΑ το ρημάδι κανείς δεν ξέρει και όλοι θα ήθελαν ως ισραηλινών συμφερόντων κάποιος να άναψε το φιτίλι, έτσι για να εκτονωθεί το γαμώτο της παράνοιας κι η ανάπηρη στα σημεία ιστορία που μας θέλει στην μπάντα των αδικημένων. Κατά τα άλλα, προς το παρόν ας αναπνεύσουμε τις αζωτούχες στάχτες των καμμένων σημαιών και ελαχίστων λαστιχένιων παπουτσιών που βημάτισαν μέχρι τη Μαραθωνοδρόμων κι ας βουλιάξουμε στο habitat καναπέ μας... Φοβάμαι ότι οι υπογραφές και οι πορείες είναι ένα τίποτα μπροστά στον έλεγχο των πετρελαίων και στις συμφωνίες που κλείνουν οι μεγαλοκαρχαρίες μας με τη Συρία -βλέπε Ασπροφος κι Ελληνικά πετρέλαια- όχι για να μην κοροιδευόμαστε τελείως. Μου αρέσει που ενδέχεται να στείλουμε και ειρηνευτική δύναμη "υπό προυποθέσεις". Όσο για τα διπλανά τουρκάκια πρωθυπουργάκια, πατάνε επί λιβανοπτωμάτων για να ροκανίσουν τα τελευταία ξυπόλητα κουρδάκια. Τα υποκοριστικά χρέωσέ τα στα πιόνια του στρατέγκο, της σκακιέρας. Εσύ τι είσαι; Πιονάκι; Εσύ; Τρελός; Ο άλλος εκεί; Άλογο; Και για να επανέλθω στη λεκάνη, γενικώς αφοδεύστε εσωτερικώς -για να παραμείνω και κόσμια-. Τώρα που δεν έχω πιει ακόμη μου είναι πιο εύκολο να ελέγξω τις βωμολοχίες μου!
Βραδιάζει! Λέω να αρχίσω τα ταχυδακτυλουργικά μπας και πιάσει το γνωστό κολπάκι του Κόπερφιλντ. Να κλείσω τα μάτια, να φυσήξω και να μην υπάρχει παρά ένα λευκό μαντήλι ανακωχής να κυματίζει μέσα κι έξω. Malo porque quieres που λέει κι η Bebe κι είναι φιλοσοφικά ό,τι λιγότερο μπεμπέ έχω ακούσει. Πολεμόχαρα τα θέλω. Πολεμόχαρα και "άδωνα" -απ' τον Άδωνη και Άδη μαζί, βλέπε Blake και το Μπλάνα το μεταφραστή του.

Μαϊντανός χλωρός!



Επιτέλους, ένα ολόφρεσκο σα χυμός αγγουριού μπλογκ ολόδικό μου! Πράσινο σαν τη φλούδα καρπουζιού και το φρεσκοκομμένο γρασίδι! Έχεις παρατηρήσει ότι μυρίζουν ολόιδια; Κάθε φορά που βγαίνω από το σπίτι και ο δήμος κουρεύει το γκαζόν της απέναντι νησίδας, είναι η καλύτερή μου! Για ντάλα καλοκαίρι ό,τι πρέπει!