Τετάρτη, Δεκεμβρίου 20, 2006

Λαζαρίνες

Οι μέρες ανεβοκατεβαίνουν με κυλιόμενες σκάλες
σε πολυκαταστήματα με λαμπιόνια
Άλλοτε ιερόδουλες στη Σόλωνος
Δεν εκπορνεύονται
Τις εκπορνεύουν
Λίγοι βαθμοί πάνω λίγοι κάτω
Το Ουίσκι του εικοσιτετραώρου είναι ένα όπως και να έχει
Διαφεύγει της υλοφροσύνης
Όπως η πραγματικότητα της προσοχής μου
η χιονόκοτα της αλεπούς
ο βιαστικός το ανεμοβρόχι
Βέβαια ήμουν εκεί, θα λέω
αυτό είναι αδιαμφισβήτητο
οι μέρες
χαράχτηκαν στα πέλματά μου
όπως τα ονόματα των κοριτσιών στον Κλήδωνα
για να ξαναδιαβαστούν θα τις αλείψω στάχτη
νυχτερινή σα σονέτο του Chopin
κι έπειτα λαλίστατες θα μιλούν για όσα λησμονήθηκαν
γηραιές σοπράνο στις τελευταίες των ημερών τους
οι μέρες βρέχουν μπαρμπούνια
σε ορεινά λιθόστρωτα
σπαρταριστές και σπάνιες
παιδίσκες Λαζαρίνες
με ροδοπέταλα και κάλαντα
γαργαλούν τον αγερμό της κάθε Άνοιξης
και παίζοντας κουτσό,
παράπονο ουδέν,
μετρούν τη μοναξιά τους
στην αμεριμνησία μας.

Τρίτη, Δεκεμβρίου 19, 2006

Γενέθλιο

Υψιπετής και συναχωμένη
Έχει υγρασία στα νέφη
Κεραυνοί και άγρια ζώα
Πότε στο νεφέλωμα πότε στα σπήλαια
Κάπου εκεί κρύβομαι
Από λασπόνερα, ονειρώξεις και γιαταγάνια
Φτιάχνω το δόρυ μου από κυνόδοντες
Το θέλω μικρό μικρούτσικο
Να χωρά στις κόγχες
Βηματισμοί αμέριμνοι σε σχήμα Γ
Μιας αλογόκουρσας σε μονόχρωμη σκακιέρα
Ποιος είπε πως το παιχνίδι δεν είναι σικέ;
Ο Βαγιέχο πάντως όχι.
Διαφανίζονται οι ιστορίες και οι μύθοι
Περνώ από μέσα τους
Όπως από την πύλη των λεόντων
Νυχοπατώντας κι ασθμαίνοντας
Μην τυχόν και ξυπνήσουν
Όσες αναμετρήσεις με το άπειρο
ήττες τόσες
που έγινε παιχνίδι
κι αν δεν τραμπαλιστείς κάθε βράδυ
το έρεβος το πρωί δεν σου τη χαρίζει
τώρα τα θυμάμαι όλα
Χαροκόπια στις αυλές
Περνά περνά η μέλισσα
Γέλια πνιγμένα κάτω από σεντόνια
Και μπουγέλα στις στέρνες
γόνατα ματωμένα
και πισινά μπλαβί
η Χούντα του παγωτού
Μυρμηγκοφωλιές χαλάσματα
Μόνο από περιέργεια
Και μύγες άπτερες
Σαν νίκες
Να ψελλίζουν το veni vidi vici μας
Έπειτα έμαθα πώς
Τα πυροφάνια νικιούνται από τρικυμίες
Και τα καϊμάν απ’ την ξηρασία
Κάποια πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ
Παρά τα ληξιαρχεία και τις σαφείς ενδείξεις
Κι όσο για τη σαφήνεια ποτέ δε με ξελόγιασε
Ούτε σαν τον Ασουάν, ούτε σαν τα ψέματα του Πινόκιο
Ούτε σαν τα καπέλα των δανδήδων
Μπωντλαίρ και Φλωμπέρ γωνία
Βρήκα τη λύση όμως
Κι ας μην πήρα τους δρόμους γυμνή με σαπουνάδες
Στοιχίζω μολύβια στο γραφείο μου
Τα δαγκώνω στην άκρη, δεν τα αφήνω να ψηλώσουν ούτε πήχη
Σαν ολυμπιονίκες της ρυθμικής,
Έπειτα είναι έτοιμα για φονικά και βραδινά λάφυρα
Κι ακόμη τη σφαγή
του κατεργάρη που τρύπωνει απ’ τη γρίλια
κάθε σούρουπο
αυτόν που σηκώνει το φρύδι του σε κάθε γιορτή
Κι ας κάνω ότι δεν τον βλέπω
Τον οσφραίνομαι
Σαν την κολόνια που φόραγε η γιαγιά
Σαν το πελεκημένο δάχτυλο του ξυλοκόπου
Σαν τα μαύρα νύχια του ανθρακωρύχου από το Γκντανσκ.