Τετάρτη, Οκτωβρίου 17, 2007

Φλερτάροντας με το ανέφικτο.

Να γράψω, να γράψω, να γράψω. Κάτι που να βγαίνει από την ψυχή, από τα κατάβαθα του είναι μου δυνατό σαν στρόβιλος να παρασύρει τη βρωμιά και να την βγάλει έξω. Αυτό όμως έχω ανάγκη; Δεν λέω, αυτό θα ήταν αληθινό, αυτό θα ήταν δύναμη ικανή να σπάσει το φράγμα του ήχου και να φτάσει κατευθείαν στην καρδιά, να δημιουργήσει έστω μια ανατριχίλα. Γιατί αυτό είναι το νόημα. Όπου αλλού φτάσει είναι περιττό.
ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΟΜΩΣ ΝΑ ΜΠΩ ΣΤΟ ΒΟΘΡΟ ΚΑΙ ΣΤΑ ΣΚΑΤΑ. ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΕΤΑΞΩ ΚΑΙ ΝΑ ΦΥΓΩ ΜΑΚΡΙΑ βγάζοντας τις λασπωμένες μου αρβύλες από τις βόλτες τον υπόνομο. Θέλω να επινοήσω ένα νέο σύμπαν. Να νιώθω άνετα σαν στο σπίτι μου, όπου η φαντασία θα παίζει τον πρώτο ρόλο. Θέλω να ισοπεδώσω κάθετί που μού θυμίζει όλα τα ήδη γνωστά. Αυτά που βιώνεις ως ήδη γνωστά στα οποία κυριαρχεί η λύπη, η συμπόνια και η μαύρη πελώρια θάλασσα των λυγμών. Θέλω να φτιάξω ένα νέο σύμπαν να μου είναι πειστικό. Κι εκεί, σε αυτό το θέλω, ξεμυτίζουν οι εχθροί μου. Ένας ένας αρχικά αναγνωριστικά. Μετά ολόκληρες ορδές. Επιστρατεύω τα τανκ μου, τους παρανοϊκούς γενναίους της πρώτης γραμμής, επιχειρώ ανταρτοπόλεμο. Κάποτε πετυχαίνει. Για λίγο. Μετά πάλι από την αρχή. Θέλω να γράφω και να νιώθω όμορφα. Θέλω να γράφω και να χαίρομαι, όχι να χαζοχαίρομαι όμως, ούτε να διακωμωδώ, ούτε να λυπάμαι. Δεν θέλω να γράφω και να με διαπερνούν ξυραφιές. Δεν θέλω να γράφω και να κλαίω. Το έχω χεσμένο το αληθινό, το πραγματικό, το βιωματικό, αν δεν με γαληνεύει. Θέλω μια φυγή, ένα διαστημόπλοιο ικανό να με χωρέσει. Να είναι όμως δικό μου. Βαρέθηκα να πίνω τσάι με το Φιοντόρ και να ροκανίζω βουτήματα με τον Μπέκετ. Θέλω να μου φτιάξω ένα σπίτι να πάψω να είμαι φιλοξενούμενη στην φαντασία των άλλων.
Κάποτε οι μνήμες πονούν πολύ. Το θρόισμα της εφημερίδας του πατέρα τα μεσημέρια. Ήταν νέος και επέστρεφε από τη δουλειά με ένα πάθος αλλόκοτο και μια παράξενη σκληρότητα από τον μόχθο της μέρας. Η σκηνή από την ταινία Άγγελος με τη μάνα του που τη βίαζε ο πατέρας του και που διέγειρε στη μνήμη του DNA μου ενδεχόμενους βιασμούς της γιαγιάς, της προγιαγιάς μου, και όλων των γυναικών της ιστορίας. Ο εμετός που σου έρχεται όταν παρακολουθείς Μπέργκμαν, ο φακός του παιδικού ματιού στο Φάννυ και Αλέξανδρος, οι δεσποινίδες της Αβινιόν του Πικάσο με τη χαοτική έλλειψη περιγράμματος, η χορευτική χάρη μιας τσιγγάνας και η οσμή του βρεγμένου προαύλιου κάποιου σχολείου που σου θυμίζει τον πρώτο σου έρωτα.
Θα μπορούσα να γυρίσω τα άντερά μου ανάποδα και να γράψω αν όχι με ταλέντο, με αλήθεια και απλότητα. Άλλωστε κανείς δεν μου ζητάει να γράψω ούτως ή άλλως.
Είμαι απολύτως ελεύθερη. Κακώς κάκιστα. Τα μεταξωτά βρακιά είναι για επιδέξιους κώλους.
Δεν πασχίζω βρε αδελφέ να θυμηθώ τίποτα. Τα θυμάμαι όλα συνέχεια. Θέλω να ξεχάσω. Να με χάσω και να με ξαναβρώ σε ένα νέο τόπο. Σέβομαι την κούραση της μνήμης μου και θα την προστατέψω όσο μπορώ από πόνο περιττό. Σέβομαι τα δάκρυα που τιθάσευσα με τόσο κόπο για να μην δημιουργώ πόνο σε άλλους. Θέλω να ξεχάσω. Θέλω η τέχνη μου να μπορεί να με κάνει να ξεχνώ χωρίς να ξεχνιέμαι. Θέλω να ξεχάσω τον παλιό τρόπο θέασης και συναίσθησης και να μάθω να κοιτάζω αλλιώς, να νιώθω αλλιώς, να μυρίζω αλλιώς…