Παρασκευή, Αυγούστου 31, 2007

Decadence

Για τους μεταμφιεσμένους αλήτες σε ψιττακούς δεν αξίζει ούτε ένα quark σάλιου
Η οιαδήποτε επαφή τους με οιοδήποτε φορέα στοιχειώδους νοημοσύνης επιφέρει τα ίδια αποτελέσματα με τρόφιμο κονσέρβας όταν έρχεται σε επαφή με τον αέρα
Μούχλα και δυσωδία
Για τα πάνελ τα ομοιάζοντα με επιδείξεις τάπερ επίσης
Γύρω στα σαράντα οι επίδοξοι ωστόσο ατάλαντοι καλλιτέχνες, μοντέλα, γλεντηστάδες τι να πω, παραμένουν άνεργοι
Να αρκεστούν στο επίδομα ανεργίας;
(Ένας επιπλέον λόγος να αυξηθεί
δεν αντέχω άλλους άνεργους και άεργους να μετοικούν στην πολιτική)
όλα έχουν ειπωθεί,
Θριάμβευσε ξανά η βλακεία και το ψέμα
όταν δε εκστομίζεται από βλάκες χάνει και τις ιδιότητές του
η οργή με αφήνει ξέπνοη
έχω εξοντωθεί από την κούραση
κι ας μην ξαπόστασα μόνο ένα τρίωρο σε 4 εικοσιτετράωρα δίπλα στο φρεσκοκαμένο μου χωράφι
ας μην έστησα καραούλι για τις φλόγες
ας μην έπαιξα διελκυστίνδα με τους πυροσβέστες για μια μάνικα
ας μην αντίκρισα από κοντά το καπνισμένο Κρόνιο
ας μην ανάσανα καθαρό μαζούτ
ας μην στάθηκα στην ουρά σα ζητιάνος για προεκλογικά ψηφοθηρικά ευρώπουλα
-σε κοντέινερ θα τη βγάλετε παιδιά, όπως κι οι άλλοι, μέχρι τις 16 ό,τι εξαγοράσουν-
ας μην καταδέχτηκα συσσίτιο γουρουνοπούλας από τους φαταούλες της μητρόπολης
ας μην αντάλλαξα χειραψία με τον πρώην εκ Λονδίνου
ας μην βρέθηκα άμεσα στην ανάγκη τους για να σώσω τα παιδιά μου
-μόνο το τομάρι μου, καθώς πριν 3 χρόνια κάηκε το σπίτι μου και πήδηξα στη στέγη!-
και βέβαια ας μην ψήφισα ποτέ τους επαγγελματίες καρεκλοκένταυρους
πανηγύρι οι εταιρείες δημοσκοπήσεων (όχι ότι τους έχω εμπιστοσύνη αλλά κάπου εκεί κυμαίνονται τα ποσοστά ούτως ή άλλως)
οι υπάλληλοι σηκώνουν τα χέρια ψηλά
τέτοια βλακεία δεν έχει παγκόσμιο προηγούμενο
η φαντασία μου πάλι ακάματη
πριν καιρό το υβριστικό σχολιάκι ήταν να αποκαλέσεις τους κυβερνήτες διαχειριστές
τώρα το λιγότερο θα ήταν να τους φανταστείς ως ζογκλέρ, διασκεδαστές γ’ διαλογής σε μια σάλα γεμάτη διεφθαρμένους και άβουλους να απλώνουν τα ξύγκια τους σε ανάκλιντρα κραδαίνοντας βεντάλια αντί τηλεκοντρόλ
(είμαι περίεργη για τους πατσοκοιλιάδες που μόνο ξέρουν να ψηφίζουν και να ψηφίζονται -δεν με ενοχλούν οι χοντροί όταν δεν είναι χοντρόπετσοι-, σεξ πώς κάνουν; Με τηλεκοντρόλ κι αυτό;)
πόσο να τεμπελιάσει ρε παιδιά κανείς;
Πόσο και πόσα να φάει;
Πόσο ρεμάλι μπορεί να καταντήσει;
Είπαμε είμαστε τεμπέλικος λαός. Τόσο πολύ όμως;
Κοντεύουμε να φτάσουμε τα όρια ακινησίας των γιόγκι!
Μόνο που αυτοί δεν κινούν ούτε τις μασέλες τους!
Μόνο τσιπούρες κι αστακούς ξέρουμε να τρώμε αγόρια και κορίτσια μου;
Μόνο να νοικιάζουμε limo με το χρήμα φορολογούμενων και να προξενούμε λίμο (λιμός= και σιτοδεία)
το αστειάκι είναι πασσέ παιδιάάάάάάάά
πόσο ταιριάζει το καζαντζίδιο Αχ σε αυτό το λαό το ζούμε όλοι
έχουμε ταλέντο στην κακομοιριά, στη ραγιάδικη σκολίωση
δεν περιμένω τίποτα από ρεζίληδες είναι σαφές
θεωρώ δεδομένη -κι αυτό είναι ελάττωμά μου- την ολοσχερή καταστροφή που προξενεί βαθμηδόν η ενασχόληση νηπίων και μωρών με τα κοινά
ποιοι ψηφίζουν τα μωρά τα γαλάζια και τα πράσινα δεν ξέρω αν και φαντάζομαι ότι είναι πολλοί από αυτούς που είδαν τα σπίτια τους να καίγονται που δεν είχαν συνειδητοποιήσει ότι καίγεται ο κώλος τους
αυτοί που ψηφίζουν και τα άλλα μωρά στα fame story φαντάζομαι
μ’ αρέσει που σχολιάστηκε περιγελαστικά το γεγονός ότι πολιτεύτηκε η Σαρρή
αυτή μας εκφράζει παιδιάάάάάάά
αυτή θα μας εκπροσωπήσει με ειλικρίνεια
ας αυτοκαταστραφούμε τουλάχιστον με τσίπα
σου χαλάει τη μόστρα;
δεν είναι και για σοκ
παρεμπιπτόντως μου άρεσε πολύ όπως τα είπε ο Στάθης στην εκπομπή του Ιωάννου
γιατί δεν προσκαλούν 10 Στάθηδες (σε οξυδέρκεια και ήθος, δεν εννοώ την ιδιότητα αν και φρονώ ότι πλέον τον πρώτο λόγο για να μην σαλτάρουμε πρέπει να έχουν οι γελοιογράφοι) στα πάνελ και προτιμούν τις θείτσες ΑΡΑΓΕ, τα ευτραφή πανφάγα και τις σιλικονάτες άσχετες;
ο χείμαρρος ενός νοήμονος όντος, ενός από τους τελευταίους των μοϊκανών, που παρατηρεί το είδος του να εκλείπει
που όμως δεν αρκεί για να σβήσει τόσα πυρπολημένα μυαλά ούτε να αναζωογονήσει άλλα τόσα καμένα
Mad Max (θυμάσαι την ταινία; Χάος, Εξαθλίωση, «Γλοιώδικα Χέλια» και Χόλιγουντ).
Όχι δεν είμαι καλύτερη από πολλούς.
Δεν θα πολιτευτώ όμως κιόλας γαμούν τη ζωή μας (η βρισιά υπέστη διόρθωση).
(Τς τς τς – τι επίπεδο!)

Παρασκευή, Αυγούστου 03, 2007

Μια και το 'φερε η κουβέντα...

Θα έρθει μια μέρα που θα πρέπει να γράψω για τα παράπονα όλων. Κύματα φουσκωμένα που δεν βρήκαν το δρόμο προς την ακτή. Ανομολόγητες πίκρες εκ πρώτης όψεως ήσσονος σημασίας σαν τα δίχτυα των ψαράδων που είναι άδεια από ψάρια μα γραπώνονται σε μια πέτρα του βυθού και γίνονται βαριά, μολύβια. Θα γράψω και για τις χαρές τους. Αυτό είναι πολύ δυσκολότερο. Τις μικρές στιγμές, τις καθημερινές χοντρές σόλες που αντέχουν σε κακοτράχαλες διαδρομές, το ποτήρι με το νερό που ξεδιψά τον πεζοπόρο. Θα τις ξετρυπώσω σαν νεαρά χταπόδια από τις τρύπες του βράχου. Πώς ένα πρόσωπο μουντό ροδοκοκκινίζει και πώς ένα ανάποδο χαμόγελο φοριέται από την καλή; Πώς η ψυχή φωλιάζει πάνω από το διάφραγμα και πώς ανεβαίνει κάποτε στο στόμα; Αληθεύει ότι χρειάζεται διαχωρισμό το πώς από το γιατί. Από τη φυσικότητα του πώς να περάσεις στο νυστέρι του γιατί είναι καμιά τριανταριά και κάτι αιώνες που οφείλεις να συμπτύξεις σε τριάντα και κάτι χρόνια. Θέλω να κάνω ένα δώρο σε προγονικά, φίλους, γνωστούς, αγνώστους έστω και εκπρόθεσμα. Κι εν πάση περιπτώσει μην το πάμε μόνο στη γραφή. Θέλω να κλάψω, να γελάσω, να χορέψω, να τραγουδήσω, να καβγαδίσω, να κάνω όσα και όπως δεν έκαναν αυτοί. Όχι ότι όλα θα ήταν καλύτερα. Για την ακρίβεια, τίποτα δεν είναι χειρότερο ή καλύτερο απ’ αυτό που μπορούσε να είναι. Βέβαια θα είχε ενδιαφέρον η απουσία παραθετικών. Μα αυτό δεν μπορεί να γίνει. Κάτι περιγράφεται και χαρακτηρίζεται και άρα και η σκέψη που απορρέει από αυτό σε σχέση και σε σύγκριση με κάτι άλλο. Ας μην αρχίσουμε την κουβέντα για τα νήματα της μαριονέτας, δεν μίλησε κανείς για μοιρολάτρες. Ίσως πάλι -εάν και εφόσον το κατάφερνε κάποιος ειδικός-, θα μπορούσε να γίνει κουβέντα περί δυναμικής. Το αστειάκι περί ανεξάντλητου το έχουμε εξαντλήσει. Τα αποθέματα και τα όρια είναι εξαιρετικά συγκεκριμένα. Γι’ αυτό ίσως διαιωνίζεται το ανθρώπινο είδος. Αίτιο η ανάγκη λύτρωσης. Λίγο απασχολεί το υποκείμενο. Όπως στη μεταμοντέρνα λογοτεχνία. Μας ενδιαφέρει ότι κάποιος σκέφτεται και δρα. Το αίτιο και το αιτιατό. Το ποιος δεν μας αφορά. Λες να αλλάξει κάποια στιγμή και το συντακτικό της γλώσσας;
Ας αφεθούμε νωχελικά σε ένα αυθαίρετο παράδειγμα. Μπορεί π.χ. το βάρος ενός ανθρώπου, βάρος που κουβαλάει χρόνια να έχει να κάνει με μια σκουριασμένη υδρορροή. Μπορεί ας πούμε κάποιος επί έτη πολλά έξω από το παράθυρο να έχει πάντα την ίδια εικόνα. Μια σκουριασμένη υδρορροή ανάμεσα σε άλλα. Όχι ότι απαραίτητα εστιάζει συνέχεια σε αυτή. Η επαναλαμβανόμενη άσχημη εικόνα ενός αντικειμένου έχει τη λειτουργία μιας φάλτσας νότας. Σου εντυπώνεται στο πίσω μέρος του εγκεφάλου και την αναπαράγεις χωρίς να ξέρεις καθόλου το γιατί. Μπορεί να στάζει στον νου σου σταγόνα σταγόνα σκουριασμένο νερό. Να ξεπηδά ένας υδάτινος πίδακας σκουρόχρωμος σε κάθε πιθανή κι απίθανη ευκαιρία και να μην ξέρεις την πηγή του. Και φτάνει ο καιρός που κάποιος άλλος, άγνωστος εστιάζει ακριβώς σε αυτήν τη σκουριασμένη υδρορροή που έχει σμιλέψει το είναι σου ή ένα κομμάτι του. Έπειτα υφίστασαι πολλές βδομάδες εμμονών. Αν τις ξεπεράσεις ανατέλλει μια νέα μέρα με καθαρό πόσιμο νερό. Ακούγεται εξαιρετικά απλό. Όχι; Κι όμως για να ΔΕΙΣ αυτή και μόνο την υδρορροή στη σκηνοθεσία της ζωής σου και να την αφήσεις πίσω μαζί με όλα ουσιώδη που κάποτε αφόδευσες, όλα αυτά δηλαδή που έχουν λεκέδες από το ξεραμένο σου αίμα, τα κλειδωμένα σε ένα παλιό μπαούλο, σαν το παλιό σου ημερολόγιο με στιγμές που κάποτε σε τσάκισαν μα που ούτε θυμάσαι πια, ούτε πια σε επηρεάζουν, χρειάζεται περισσότερος χρόνος κι από την ίδια σου τη ζωή. Το κορυφαίο και πιο μακροχρόνιο είναι να ΔΕΙΣ μικρά φάλτσα που μπερδεύονται στην ενορχήστρωση της ζωής σου και έχουν κάνει άλλοι πολύ πριν γεννηθείς εσύ. Άντε εσύ να έχεις παρατηρήσει μόνο μια μικρούλα κορυφή πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας σε κάποια γκριμάτσα, σε κάποια φράση. Αν κάνεις μια βουτιά όμως underneath θα διαπιστώσεις ότι καταλήγει σε ένα τεράστιο παγόβουνο που άπαξ και το είδες δεν μπορείς παρά να το εξερευνήσεις. Αν κάνεις ότι δεν το είδες, θα υποστείς το δριμύ του ψύχος που θα παγώσει το αίμα σου. Θυμάστε ένα παιχνίδι που παίζαμε παιδιά; Κάποιος έκρυβε ένα αντικείμενο κι εσύ έψαχνες να το βρεις. Όσο πλησίαζες στην κρυψώνα ο άλλος σου έλεγε «ζεστό», κι όσο απομακρυνόσουν σου φώναζε «κρύο».
Ηθικό δίδαγμα: οι ακραίες θερμοκρασίες οδηγούν σε ανακαλύψεις.

Έχω ένα καφενέ...

Το παλιό καφενείο ανακαινίστηκε. Κόκκινοι τοίχοι, μεταλλικές καρέκλες, καθρέφτες στους τοίχους. Ο παππούς στη γωνία κοίταξε μια το δρόμο, μια το είδωλό του. Κουνούσε μηχανικά το πόδι του. Ψάρι έξω απ’ το νερό. Τι άβολες αυτές οι μοντέρνες καρέκλες. Δεν έχεις που να ακουμπήσεις τα πόδια. Άλλαξαν μέχρι και τα τραπουλόχαρτα. Έφεραν πλαστικά. Του τα έδειξε μια κοπέλα λιγνή. Η νέα γκαρσόνα. «Τι στο διάτανο, γέρασα ξαφνικά;». Το παλιό καφενείο του Μανόλη, το ανέλαβε ο γιος του. Μοντέρνος, κοσμογυρισμενος με επιχείρηση στη Μύκονο. Το χειμώνα θα λειτουργεί το καφενείο. Το καλοκαίρι δεν έχει αποφασίσει ακόμη. Ούτως ή άλλως το Κουκάκι δεν μαζεύει κόσμο με τη ζέστη. Ο γέρος ένιωσε να τον λούζει κρύος ιδρώτας. Εκεί μέσα ένιωθε πολύ γέρος. Το καλοκαίρι τι θα απογίνει; Που θα πίνει τις λεμονάδες και τα ουζάκια του; Και σήμερα; Τρίτη πρωί και ήταν μόνος μες το μαγαζί. Πού πήγαν οι άλλοι; Έλειψε βέβαια καμιά βδομάδα τότε που έκανε εγχείρηση χολής στον Ευαγγελισμό. Στο θάλαμο δεν τον επισκέφτηκε παρά μόνο ο Βαγγέλης με μια χαρτοσακούλα αχλάδια. Τόσες αλλαγές σε μια βδομάδα. Τον έπιασε ξανά το τρέμουλο. Έβγαλε τα γυαλιά του και τα σκούπισε με τη χρωματιστή χαρτοπετσέτα που του έφερε η σερβιτόρα. Ψαχούλεψε τις τσέπες του κι έκανε ένα γύρο με το κεφάλι του να δει μπας και μπήκε κανένας γνωστός. Μια περιστροφή σαν τη γη γύρω από τον ήλιο. Κανείς… Άφησε δυο κέρματα στο τραπέζι. Ρούφηξε φιλήδονα και αργά το κατακάθι του καφέ. «Δεύτε τελευταίον ασπασμό». Όσο για τους άλλους αν θέλουν να του πουν για το νέο τους στέκι ξέρουν που θα τον βρουν. Είκοσι χρόνια το ίδιο τηλέφωνο, οι ίδιοι συμπαίκτες στο τάβλι. Το ίδιο καφενείο. Ξεφύσηξε δυνατά. Από αύριο θα πηγαίνει στην αγορά της Καλλιθέας να βλέπει τον Αργύρη. Τι κι αν μυρίζει ψαρίλα; Ο Αργύρης είναι καλό φιλαράκι και φτιάχνει και καλό γαύρο παστό. Άφησε να του ξεφύγει ένα στραβό χαμόγελο. Σκούπισε με τη χαρτοπετσέτα τα χείλη του. Έκοψε ένα γαρύφαλλο από το βαζάκι και το έβαλε στο πέτο. Βγήκε στον πολύβουο δρόμο. Στερέωσε την τραγιάσκα στο κεφάλι του και την κρατούσε πολλή ώρα σαν πυξίδα περιμένοντας να σταθεροποιηθεί ο δείκτης της για να βρει τον προσανατολισμό του. Χαιρέτησε την κυρία Μαρίκα που πέρασε το δρόμο. Εδώ λίγο πολύ τους ήξερε όλους. Έστριψε δεξιά. Το καφενείο έμεινε πάλι μόνο…