Παρασκευή, Νοεμβρίου 02, 2007

Τίποτα δεν πάει χαμένο

Νιώθω μια αληθινή λύπη για όλες τις διαψεύσεις και τις πλάνες των ανθρώπων.
Για τους μετανάστες που έχουν να δουν τα παιδιά τους πάνω από χρόνο.
Για όσους θυσιάστηκαν για μια ιδέα που ξεπουλήθηκε.
Για τους Αφρικανούς που τους πλασάρουν placebo έναντι πραγματικών φαρμάκων
Για τα σχολεία μας που μοιάζουν με αυτά των γκέτο σε αμερικανικές ταινίες
Για τα παιδιά που είναι ορφανά
Ή ακόμη χειρότερα, άρρωστα
Για τα βασανιστήρια ανθρώπων και ζώων από άρρωστους
Για τα καμένα δάση
Για τα καμένα μυαλά
Για τα κομμένα δάχτυλα ενός οργανοπαίκτη
Για τους γέρους που δεν τους νοιάζεται κανείς
Για όλους τους μόνους
Για όσους ψάχνουν τη λήθη στα βαρβιτουρικά
Για τους αναξιοπρεπείς
Για όσους δεν μπορούν να ευχαριστηθούν καμία καθημερινή χαρά
Για τους έρωτες που προδόθηκαν
Για τους έρωτες που δεν άντεξαν
Για τον οδοστρωτήρα της καθημερινότητας
Για τον αναπόφευκτο θάνατο

Νιώθω όμως μια παράξενη λύπη που λίγο μοιάζει με απελευθέρωση από το μίσος και τον θυμό
Για όσους δεν αξιώθηκαν κανένα φίλο γιατί δεν τον άξιζαν
Κι όπως λέει κι ο Λειβαδίτης
«κάνε λοιπόν Κύριε να 'χει κανείς ένα φίλο…
Δος του ένα σκυλί ή ένα φανάρι του δρόμου»

Μα πιο πολύ λυπάμαι όσους πουλάνε και την ίδια τους τη μάνα
Φίλους που τους εμπιστεύτηκαν κι άλλους που τους στήριξαν
Ανθρώπους με τους οποίους ήπιαν ένα κρασί
με αγνωμοσύνη, ματαιοδοξία, υποκρισία και μισανθρωπία
απλά λόγω δυστυχίας.

Και από την δυστυχία τους αυτή,
Φτάνει ο καιρός που απελευθερώνεσαι απ’ την πλάνη σου που απατήθηκες,
την οργή σου για την ασχήμια της
και τον ανταρτοπόλεμο που διάλεξες.
Όταν σέβεσαι το παρελθόν σου,
Κάποτε, έστω και αργά, μαθαίνεις να θάβεις τους ζωντανούς νεκρούς σου,
γιατί το μόνο που αρμόζει σε τέτοιους θανάτους είναι το κενό και η σιωπή
το μόνο που ταιριάζει στη δυστυχία τους είναι ο πιο βαθύς οίκτος
που με το πλήρωμα του χρόνου δεν γεννά παρά ένα ποίημα.