Κυριακή, Μαρτίου 30, 2008

Πρόσωπα, ζώα, πράγματα (new edition).

Ξύπνησε άνευ καλημέρας
Πάτησε το on και πήγε να φτιάξει τον καφέ του
Τον καλημέρισε μια ηλεκτρονική μελωδία από πέντε νότες
Η οθόνη άστραψε στον ήλιο
Έκλεισε το ρολό για να μην θολώνει
Είχε αλλάξει η ώρα στο tool bar, Άνοιξη
Διαδίκτυο, ειδήσεις, gmail, forum, blogόσφαιρα, polanoid, σκάκι και facebook
Του έστειλαν καλημέρες σε ηλεκτρονική μορφή
Άλλες σε greeklish,
άλλες με κεφαλαία,
άλλες με πεζά,
άλλες ανορθόγραφες,
άλλες συγκοπτόμενες,
άλλες με πολλά θαυμαστικά,
άλλες με φατσούλες από σημεία στίξης
Όλες ομοιόμορφα arial
Ένα ζώο γουργούρισε στα πόδια του
Του έβαλε friskies σε ένα μπολ
Να τον αφήσει ήσυχο
-«το pc μου είναι παράθυρο στον κόσμο»
-«δεν έχει όμως πρόσωπο
Σε οβάλ περίγραμμα
Φλέβες να πετάνε στο λαιμό
Ρυτίδες από τη σύσπαση στο μέτωπο
Πόδι της χήνας στα μάτια
Μορφασμούς δυσαρέσκειας
Νευρικά τικ
Κίτρινα δόντια από τη νικοτίνη
Δυσώδη ανάσα από τις νυχτερινές καταχρήσεις
Ανακατεμένα μαλλιά
Ελιές και στίγματα
Τσίμπλες στα μάτια
Χροιά φωνής
Τσιγαρόβηχα…
Δεν μυρίζει, δεν αγγίζει, δεν κοιτά.
Δεν έχει μάτια
αίμα
ή σωματικό πόνο».

Άφησε τον υπολογιστή για λίγο
-Δεν άντεχε πολύ τη γκρίνια-
Κατέβαζε άλλωστε και κάποια mp3…
Πάτησε το τηλεκοντρόλ
Η συσκευή ανταποκρίθηκε αγόγγυστα
Όπως πάντα
Βολικότερη από τον άνθρωπο
δίχως ανάγκη επανατροφοδότησης.
Zapping και χασμουρητό
Διαφημίσεις και άγνωστες στάρλετ
Πολιτικοί και δημοσιογράφοι
Γραφήματα των γκάλοπ
Λαϊκή αγανάκτηση
Σποτ με τα προσεχώς
Σήριαλ
Ατελείωτα σήριαλ σε εκατομμύρια καρέ…

Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε στο ψυγείο
Ζαμπόν με τυρί και μπίρα
«Η καθιστική ζωή ευνοεί την κατανάλωση λιπαρών και αλκόολ
Γιατί το σώμα δεν έχει άλλη ευχαρίστηση»
γράφει το popular science.

Η γάτα δεν παρατηρεί καμία κινητικότητα
Κοιμάται και πλήττει
Πλήττει και κοιμάται
Τέλος, βγαίνει στη βεράντα να στήσει καρτέρι στα πουλιά

Άρχισε να νυχτώνει
Ακούγεται μια μελωδία από τον υπολογιστή
Του ήρθε μια αναλαμπή
Να την έπαιζε στο πιάνο
Μα το άφησε στο πατρικό του
Χώρο έχει μα που να το μεταφέρει
Η νοσταλγία είναι βαριά…
Κάποια στιγμή σαν να μελαγχόλησε
Σηκώθηκε και στάθηκε μπροστά στη μπαλκονόπορτα
Τράβηξε μια φωτογραφία
τούτο το δειλινό έκανε ψύχρα
Μπήκε μέσα κι έκλεισε το τζάμι.

Πήρε το μάτι του την αντανάκλασή του στο γυαλί
Μα ούτε και τότε σάστισε
Το κεφάλι του, το πρόσωπό του
Είχαν το ίδιο σχήμα με το παράθυρο
Ορθογώνιο.
Άγγιξε για λίγο τα τετράγωνα μάγουλα
Κοίταξε κατάματα τα ορθογώνια μάτια του
Συγύρισε την τετράγωνη κόμμωση
Έσκασε ένα χαμόγελο για τα τετράγωνα ρουθούνια του
Του φάνηκαν αστεία
Η γάτα γρατζούνισε το τζάμι να μπει μέσα
Της άφησε ένα άνοιγμα
Αν κι ήταν σίγουρος ότι θα ήθελε να παίξουν
Πήρε τα τσιγάρα του από το τραπεζάκι του σαλονιού
Και κατευθύνθηκε στο pc του
Να ενημερωθεί για τα αθλητικά…

«Μη μου τα ορθογώνια τάραττε»…

Τρόμαξα με ένα τρόμο ολοστρόγγυλο.
Έτρεξα στον οβάλ καθρέφτη.
Το πρόσωπό μου είχε κιόλας αρχίσει να χάνει το περίγραμμα
Τετραγωνοποίηση του κύκλου!
Έκλεισα το laptop
Την τηλεόραση
το ραδιόφωνο
Επιχείρηση στρογγυλοποίησης
Να ξορκίσω το κακό
Όχι δεν είμαι λογίστρια
Απλά πανικόβλητη
Έφτιαξα μπαλάκι στη γάτα μου να παίξουμε
Αγόρασα ημικύκλιους καναπέδες
Πήρα την κιθάρα μου αγκαλιά
Άναψα ένα κυλινδρικό τσιγάρο
Καθάρισα ένα μήλο
Φούσκωσα ένα μπαλόνι
Πήγα στις εκθέσεις του Μποτέρο
Έστρωσα το οβάλ τραπέζι
Κάλεσα φίλους με στρογγυλά πρόσωπα
Άγγιζα σαν χαζή
Τους καμπυλόγραμμους ώμους τους
Κοίταζα κατάματα
Τα αμυγδαλωτά τους μάτια
Παρατηρούσα τις φλέβες να διαγράφονται στο λαιμό τους
Τόνισα όπως όπως τις καμπύλες μου
Ήπια κρασί από στρογγυλές ρώγες μοσχάτου
Πρόφερα όλα τα φωνήεντα,
Με έμφαση στο ω
Στα μάτια σχηματίστηκαν δάκρυα
Πήρα μια ομπρέλα
Και βγήκα στη βροχή
Να εμπεδώσω το σχήμα της σταγόνας
Να μυρίσω το χώμα…
Να αφουγκραστώ τα καμπυλόγραμμα ερωτηματικά..
Η γη είναι άραγε ακόμη στρογγυλή;
Η ζωή διαγράφει ακόμη κύκλο;

Πέμπτη, Μαρτίου 27, 2008

Embargo

I wonder, where are my dreams hiding?
I miss their precious comate as I wash my face in the morning
Their reflection on the mirror
Their cloud I step on barefoot jumping out of bed
The colors and the signs
No, I am not complaining
I was left my cat’s charm
Her flossy cuddling
cat is ignorant of poetry, though
like all poems
I behold the shapes in my coffee-froth
Composing omens
First, dreams have gone
Then what?
on the steaming cup
Dance my tiny wishes
I wish I had cat’s seven souls
Octopus’ three hearts
Horowitz’s ten fingers
However,
wishes are not dreams anyhow
and words are not a poem.
Finally, my keyboard found the key
Refusing to write in Greek
balking my last resort
I feel the panic of embargo
I am Cuba of writers
Hemingway’s coffee break
At last,
my coffee’s fume is sketching me a query
screaming desperately like a torch singer
bounding me like an innocent child
“no native language, no memory of dreams
Will you carry on writing by all means?”

Κυριακή, Μαρτίου 23, 2008

Pie in the sky

Η μοναξιά μερικές φορές
Κρύβει κάτι το θεσπέσιο
Η δόνηση του πλυντηρίου
Το νιαούρισμα της γάτας
Ο ήχος από το πληκτρολόγιο
Το σούρσιμο του φεγγαριού στην ουράνια καμπύλη
Βγαίνω πότε πότε στην βεράντα
Παρατηρώ το κυριακάτικο ηλεκτρικό φως στις μπαλκονόπορτες
Μετρώ μελαγχολίες
Εν όψει της πρωινής εκτέλεσης των 7.00
Η ψύχρα του Μάρτη
Η λάμπα του δρόμου που φωτίζει τον απέναντι κήπο
Σε κάνει κάτι να περιμένεις
Στη σκηνή κάτω απ’ τον προβολέα
Ένας αόρατος θίασος θα περάσει όπου να’ ναι
Σήμερα αύριο χθες
Δεν έχει σημασία
Τα φώτα σβήνουν ένα ένα
Σε πλημμυρίζει μια ευγνωμοσύνη για αυτή τη λάμπα που μένει αναμμένη
Κάθε νύχτα ως το ξημέρωμα
Αυτοκίνητα παρκαρισμένα
Κουρασμένα από την κυριακάτικη εκδρομή
Ή άπραγα λόγω του κουρασμένου οδηγού τους
Μου είπες έλα να πάμε μια βόλτα μέχρι τη θάλασσα
Για όμορφη μουσική
Ένα καλό κρασί
Για μια περιήγηση στα αστέρια
Η θάλασσα κι η νύχτα μαζί
Αυξάνουν την επικινδυνότητα
Να βγεις για ένα πακέτο τσιγάρα
Και να μην γυρίσεις ποτέ
Κι εμένα που μάτωσαν τα μάτια μου απ’ τα παιχνίδια
Και τα χρώματα
Απ΄τις αιχμές και τα δόρατα
Θέλω που και που να γυρίζω
Σε αυτή τη βεράντα
Σ’ αυτό τον δρόμο
Που με οδήγησε για πρώτη φορά στην αρένα
Των υπέργειων επίγειων και υπόγειων αναμετρήσεων.

Θα πάμε μια νύχτα στη θάλασσα
Το υπόσχομαι
Όταν η επιστροφή μου θα είναι πια περιττή

Μέχρι τότε έλα να σου πετάξω ένα γιασεμί απ’ τη γλάστρα
Όπως πετάω κέρματα στον πλανόδιο ακορντεονίστα
Που μου τραγουδά το «σ’ αγαπώ γιατί είσ’ ωραία»
Χωρίς να έχει κρυφοκοιτάξει ποτέ την ασχήμια μου.

Allons enfants...

Καιρός να αποφορτίσουμε τις σημαίες από τα σημαινόμενα
Από όσα κονσερβοκούτια σέρνουν από πίσω τους σε ένα δίχτυ
Ιδέες, μεγαλοστομίες, αίματα, εθνικιστικά κρεσέντο, τερατουργήματα στον βωμό της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας, τη Μπουμπουλίνα στητή στο άλμπουρο,
Αγγαρείες γερμανικής σκοπιάς, προσευχή και πρόβες για την παρέλαση,
Βαριά κοντάρια σε παιδικά κοριτσίστικα χέρια,
Τον Παπαφλέσσα, την άλωση της Τριπολιτσάς, τον Παλαιών Πατρών Γερμανό,
τη φυλακή του Κολοκοτρώνη,
τον μπακαλιάρο σκορδαλιά
τη γιορτή του θείου Βαγγέλη
όσα πονούν, αηδιάζουν κι όσα ακόμη συγκινούν.

Ας απολαύσουμε απλά το σημαίνον μιας γαλανόλευκης
Σε φα μείζονα
Ανεπηρέαστοι από τον εθνικό μας ύμνο
Όμορφα χρώματα
Μακρύ φίνο ύφασμα
Που θροΐζει στο βοριαδάκι
Λίκνισμα αέρινου χαιρετισμού
Αποχαιρετισμού στα όπλα πιο συγκεκριμένα
Και ξεκάθαρου φιλειρηνικού νεύματος
Μικροί παίζαμε τον πόλεμο στις γειτονιές
Υπό αυτή την έννοια μέχρι κι εγώ υπηρέτησα ως λοχίας
Γόνατα μαβιά από τις άτσαλες πτώσεις
Αγκώνες με μπαλώματα ξεραμένου αίματος
Κανένα καρούμπαλο με συνοδεία πάγου
Χώμα και λάσπη στα ρούχα
Νυχτερινές διηγήσεις ανδραγαθημάτων
Ψιθυριστά στον φανταστικό μας φίλο
Έκκριση αδρεναλίνης να μην μπορείς να κοιμηθείς
Όνειρα με πλοία και με άλογα
«όλοι σε φωνάζαμ’ αρχηγό»
Εποχές ένδοξα αθώες…

Γι’ αυτό σου λέω οι σημαίες
(Όλες οι αφηρημένες έννοιες είναι γένους θηλυκού)
Σαν λυγερόκορμες γυναίκες που στροβιλίζονται με χάρη
Σε κατάμεστες σάλες
Υψωμένες στα βάθρα τους
Από γενναίους πολεμιστές
Και δειλούς καλλιτέχνες
Μου δίδαξαν τον πόλεμο από το νηπιαγωγείο
Και τα παιδιά μαθαίνουν τόσο εύκολα…

Έτσι όμως όπως θροΐζουν στα διπλανά μπαλκόνια
Είναι σα να κουνούν μπροστά στα μάτια μου το χέρι τους
Σε υπενθύμιση μιας μικρούλας παλιάς μας εκκρεμότητας
Ρωτώντας αδιάκοπα και νανουριστικά:
«Πότε θα μάθεις την τέχνη της ειρήνης»;

«Πότε θα μάθεις την τέχνη της ειρήνης»;

Φαφλατοσύνες περί afflatus

Από πού να πηγάζει αυτή η ρετρό διάθεση;
Όσο να πεις η νοσταλγία παρέχει μια ασφάλεια
Προτιμότερη από την κινούμενη άμμο του παρόντος
Παίρνω τη γομολάστιχα να σβήσω
Οποιοδήποτε πνιγηρό περίγραμμα
Θα είχε ενδιαφέρον να ζήσω μια μέρα
Με πάσα απουσίας μνήμης
Σαν χρυσόψαρο
Ως άλλη tabula rasa να επιτρέψω όλες τις εγγραφές
Με ένα παιδικό ενθουσιασμό
Με ανόθευτη μέθη
Με τα μάτια του Προυστ
Ποιος ξέρει τι δώρα επιφυλάσσει ένα τέτοιο γκράφιτι;
Σκοπός σαφέστατα δεν είναι η πληροφορία
αλλά η συγκίνηση
Το νιώθω κι εγώ
η κάθε φράση που γράφεται
Πρέπει να ουρλιάζει σαν νεογέννητο
Κι όχι να ψελλίζει σαν υπερήλιξ
Να εκλιπαρείς τη μούσα σου
Για ένα έπος
Έχει μια αξιοπρέπεια
Αλλά να βηματίζεις πάνω κάτω
Για μια τόση δα ενδιαφέρουσα φρασούλα
Τι ξεπεσμός!
Το ξέρεις ότι δεν θα φερόσουν ποτέ έτσι σε έναν εραστή
Προσευχές. παρακλήσεις, τακτικές «Θυσίας» του Ταρκόφσκι
Απονέκρωση κατά την αναμονή
Δεν θα ήταν αποτελεσματικό
-αδίστακτη λέξη!-
Φόρεσε λοιπόν τα καλά σου,
Βάλε μουσική στη διαπασών
Move your ass
Λούσου με το πιο ακριβό άρωμα
ξεφορτώσου επιτέλους τις σκουπιδοσακούλες
κατάπιε γρήγορα κανένα placebo
τύπου
it’s the first day of the rest of your life
κλείσε το κινητό
και προπάντων
δείξε ότι την αγνοείς όταν θα κάνει την εμφάνισή της.

Αλάνθαστη τακτική για ατίθασες γκόμενες.

Recovery


Μεσημέρι Κυριακής σε απόχρωση σέπια
Ένα κίτρινο αρρωστιάρικο τούλι σκεπάζει απαλά την πόλη
Σαν χρυσόσκονη
Το απέναντι υπερήλικο ζευγάρι
διαισθάνεται βιβλική καταστροφή
Προβάλλει εναλλάξ ο άνδρας και η γυναίκα
Στο παράθυρο σε στάση ελαφρώς πλάγια καθιστή
Μυρίζουν σαν αιλουροειδή τον αέρα
Οσμίζονται τον μαύρο τοξότη να πλησιάζει
Μέρα με τη μέρα
Ποιον θα στοχεύσει πρώτο
Κι εκείνος δεν ξέρει
Α μπε μπα μπλομ
Του κείθε μπλομ
Στην πίσω αυλή οι λεμονιές
Έχασαν την αίγλη τους
Ωχριούν μέσα σ’ αυτό το κίτρινο φως
Από άμυνα παύουν και να μυρίζουν
Μέχρι κι ο οξύς πόνος δεν διαρκεί πολύ
Γιατί να κρατήσει αυτό το άρρωστο φως;
Δεν είναι ότι αυτοί οι υπερήλικες
Θα μου λείψουν
Είναι που η αγωνία τους για το αναπότρεπτο
Αλλάζει κρυφά θέση στις προτεραιότητες
Δημιουργεί ανατροπές
Κεντά παραστάσεις στον καμβά της σπλήνας μου
Το παίρνω απόφαση να φυσήξω τη χρυσόσκονη
Πάνω απ’ την πόλη
Τότε ερεθίζει τα ρουθούνια μου
Το ψητό της Κυριακής
Τα αυτιά μου
Τα παιδικά χάχανα
Τα γρυλίσματα των σκύλων
Το κελάηδημα των πουλιών
Το τέντωμα της αζαλέας που μεγαλώνει
Είναι αναμφισβήτητο ότι πάντα κάτι μένει
Κι ότι η αθανασία διοργανώνει νυχτερινά πάρτι
Με επικίνδυνες καταχρήσεις
Μάρτυράς μου η ωραία κοιμωμένη
Που χτενίζει τα μαλλιά της κόμπο κόμπο
Με φορά προς τη μάνα γη
Παιχνιδίζοντας ανέμελα με το σκύλο της
Όπως ο φωτογράφος με τη γυναίκα
Που του διδάσκει στιγμιότυπο το στιγμιότυπο
Πώς να αψηφά τον τελικό του προορισμό.

Φωτογραφία από το εξώφυλλο του άλμπουμ «loss» του Steven Wilson (Bass Communion.)

Σάββατο, Μαρτίου 22, 2008

Ανία και προκατάληψη 2

Το απόγευμα έχει μια βροχερή διάθεση
Αυτό είναι φανερό κι όχι μόνο απ’ τον καιρό
Εντάξει, να βγεις να ρουφήξεις τη ζωή του παλμού του Σαββάτου
Δεν λέει όμως να φοβάσαι να πιτσιλιστείς
Ο γρανίτης δεν διαβρώνεται έτσι εύκολα
Εκτός κι αν ακόμη φοράς χάρτινα καπέλα
Θα ρίξω ας πούμε ένα μπουφάν πάνω μου
Κλειδιά τσιγάρα λεφτά
Ένα ταξί με πελάτη
Ολιγόλεπτη αναμονή φίλου-ης σε μέρος κεντρικό
Ασφυκτικό αίσθημα εισόδου σε μικροσκοπικό οικείο μπαρ
Μουσική υπόκρουση που είναι περισσότερο υπόκρουση παρά μουσική
Βαρυθυμία στα πρώτα τρία ποτά
Λογοδιάρροια και πονεμένα γόνατα απ’ την ορθοστασία στα επόμενα
Ανά μισάωρο μια αύρα ερωτική ψηλού γεροδεμένου που κατευθύνεται προς την τουαλέτα σκουντώντας ανυποψίαστους θαμώνες και υποψιασμένες θαμώνισσες
Ψόφιες συζητήσεις με αίτιο και αιτιατό
Τι εννοείς τι εννοώ
(αυτό λέγεται σοβαρή επικοινωνία)
Γκριμάτσα ξινίλας στο πρόσωπο
Και σκυταλοδρομία αστείων χαζών προς εκτόνωση
Καθόλου χορός, καθόλου τραγούδι.
Σιωπηλά στιγμιότυπα με συννεφάκι «τι κάνω εγώ τώρα εδώ;»
Μελαγχολία και λίγος πονοκέφαλος
Ξαφνικό στήσιμο στη μπάρα
Ενστικτωδώς μόλις δεις αρρενωπό, μπλαζέ να σε κοιτάζει αλλήθωρα απ’ τα ποτά
Προσπάθεια ύστατη να ζωντανέψεις
Πας να ζητήσεις νερό ή άλλο ηδύποτο από τον μπάρμπαν για να απλώσεις το σχεδόν άοσμο εσάνς σου στο χώρο
Κρυφακούς τη στιχομυθία του ψηλού αρρενωπού που σε κάρφωνε
-από μυωπία ή μέθης ένεκεν-
Καλά να πάθεις για να έχεις ευαίσθητη ακοή παλιοωτακουστή!
Και προσγειώνεσαι ανώμαλα σε κρεβάτι φακίρη ή σε μια ντουζίνα αχινούς
Μνημονεύεις την ερμηνεία του Νταλάρα στο «Πώς τα ‘χεις έτσι μοιρασμέ-»
Πας να σώσεις την κατάσταση ζητώντας ένα άσμα δυνατό από τον dj
Που χατιρικά το παίζει
Παθαίνεις με ευγνωμοσύνη καμιά εκατοστή αστραπιαίους οργασμούς
Χωρίς να αποφύγεις να αναρωτιέσαι «γιατί πας σε μπαρ με αδιάφορη μουσική»;
Για να ξαναπέσεις στο κρεβάτι με τα καρφιά και τους αχινούς
Και να καταφεύγεις στην κολλητή σου να σου βγάλει τ’ αγκάθια απ’ τον κώλο
Όταν η αλλαγή στέφεται με παταγώδη αποτυχία
Έχει έρθει η ώρα να αναλωθείς στη συζήτηση περί λογαριασμού
Πόσα ποτά πήρες εσύ; Κτλ
Και να αποζημιωθείς με το σκυλάδικο που ακούει κατά πάσα πιθανότητα ο ταρίφας που σε γυρίζει σπίτι
Ομολογουμένως η Αγκάθα Κρίστι φαντάζει σαν το πλέον θεσπέσιο που μπορείς να επιδοθείς πριν σε αγκαλιάσει ο Μορφέας
Αν δεν δεις βέβαια ότι τελειώνει το βιβλίο για να σε πιάσει το στομάχι απ’ τον πανικό.

"Περηφάνια" και προκατάληψη

Κι εγώ καλά καλά ακόμη δεν ξέρω τι περιμένω από ένα ανοιξιάτικο σαββατόβραδο
Τι εννοώ όταν προτείνω σε φίλους να κάνουμε κάτι μαγικό
Κάτι διαφορετικό…

Βέβαια, αν με αφήσεις θα φανταστώ χρώματα
Κόσμο, όχι πολύ, να περπατάει σε πλατείες
Προς αναζήτηση μιας ταχυδακτυλουργικής εμφάνισης του Κούνελου της Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων
Μυρωδιές από νωπό γρασίδι, ποτισμένο χώμα, χλωροφύλλης, γιασεμιού και άλλου νυχτολούλουδου,
Πότε πότε και αφρόλουτρου, κολώνιας, γυναικείας πούδρας (αυτή τη μυρωδιά έχουν διαχρονικά όλα τα θέατρα)
Λακ, ζελέ, αφρού και άλλων καλλωπιστικών ειδών που ξορκίζουν το γήρας
Και προσελκύουν –φευ- συχνά όχι τα αντικείμενα του πόθου
Θα ήθελα να είμαι καλοντυμένη και καλοχτενισμένη
«εκεί μετράω εγώ την περηφάνια φαρμάκι όταν στάζει η οροφή»
Με μια έκπτωση προφανούς άνεσης
Να διασχίσεις με τα πόδια αν ξεχαστείς όλη την απόσταση θησείο-τζιτζιφιές-φάληρο
Μουσική αυτοσχέδια
Α καπέλα εκτέλεση μετά μέθης παλιών λαϊκών ασμάτων
Με κράτημα χεριών από τον ώμο κολλητών
Με σπασμένη φωνή από τη συγκίνηση
Με δάκρυα που αυλακώνουν τα μάγουλα
Και πασαλείβουν τις οιεσδήποτες εξωραϊστικές απόπειρες
Στα μέσα της διαδρομής εξομολογητική διάθεση μυστικών που δεν θα θυμάσαι την επομένη
Χορευτικά ινσταντανέ με μικρά μπουκάλια κονιάκ και ανοιξιάτικες ψιχάλες
Και προπαντός ανάγλυφη όραση
Μαγική
Διαυγή
Υπερευαίσθητη στα αόρατα
Συγκαταβατική με τα ορατά
Προς το τέλος της διαδρομής
Λίγη αλμύρα
Οπίσθια σε νωπή άμμο
Τσιγάρα
Γκόρντον σπέις και παγωτά
Στα τσακίρ κέφια τσίτσιδη κολύμβηση
Αγωνιώδη προσδοκία τυχαίας συνάντησης
-τα τυχαία έχουν διαχρονική αξία-
Του αντικειμένου του πόθου
Με προσμονή να σε κοιτάξει κατάματα
όπως Εκείνος Τότε
απογοήτευση τύπου λιωμένης μαργαρίνης σε αντικολλητικό σκεύος
και απαλή επάλειψη στη φέτα ψωμιού του κολλητού
αμπελοφιλοσοφία, ασυνάρτητα λόγια αυτόματης προφοράς
σουρρεάλ –λέω ό,τι θέλω και ακούς ό,τι θέλεις-
μικρά ποιητικά διαμαντάκια
κρεσέντο θαυμασμού για μεγάλους καλλιτέχνες
κλάματα και γέλια ηχηρά χορτασμένα ζωής

Τελικά μάλλον ξέρω τι εννοώ
Όπως ξέρω ότι η σύμπτυξή μιας ζωής σε ένα ανοιξιάτικο σαββατόβραδο
Θα χωρούσε μόνο σε μια χολιγουντιανή δίωρη νεανική ταινία.

Μήπως να πάω σινεμά;

Τετάρτη, Μαρτίου 19, 2008

Κρύψου

Πάλι η Άνοιξη;
Να της ανοίξω;
Εδώ καλά καλά δεν θέλω να βγω να απλώσω τα ρούχα.
Να κρυφτώ γρήγορα…
Πού;
Στην ντουλάπα με τις παλιές εσάρπες;
Στο πατάρι με τα δερματόδετα βιβλία της μαμάς;
Στο ράφι πίσω από τη μαρμελάδα πορτοκάλι;
Μήπως στον φούρνο σαν την Σύλβια Πλαθ;
Κι αυτή η βεράντα…
Τόσο χαμηλή…
Ένα σχεδόν με τον δρόμο
Σου έρχεται να τη δρασκελίσεις και να βρεθείς μπλεγμένος σε μια περιπέτεια
Σαν τον Κάπταιν Χουκ,
Σαν τον Άρθουρ Μίλλερ,
Σαν τον Φερδινάντο Πεσσόα.
Γιατί κακά τα ψέματα
Κάθε άνθρωπος είναι μια περιπέτεια
Κάθε άνθρωπος έχει περίπου
Για την κατάντια του κάποια αίτια…

Επιτέλους αυτή η επιμονή της…
Ας δείξω ότι δεν τη φοβάμαι να φύγει…
Ας δείξω ότι δεν φεύγω να φοβηθεί…
Με μένα τον χειμώνα να της κάνω αντιπολίτευση
Τι μέλλον να ’χει κι αυτή;

Κι όμως δεν μπορεί...

Μπορεί ο Χορν να υποδυθεί καλά τον γέρο;
Μπορεί μια μπασαβιόλα να γίνει σωτήρια λέμβος;
Μπορείς να ψαλιδίσεις στον ξύπνιο σου την μακριά κώμη του ονείρου σου;
Μπορεί μια δαγκωνιά της νιότης να αποβεί μοιραία για ένα βρικόλακα;
Μπορεί ένα σταυρόλεξο να αντικαταστήσει το μέτρημα μέχρι το δέκα όταν θυμώνεις;
Μπορεί η ζωή να μην είναι θέμα πιθανοτήτων;
Μπορεί η πίστη να είναι απλά θέμα επιλογής;
Μπορεί ο εφιάλτης του Δαρβίνου να είναι το όνειρο του μέλλοντος;
Μπορείς να νοσταλγήσεις τον αλλοτινό σου πανικό;

Returning

Δεν είναι παράξενο ένα ανοιξιάτικο βράδυ με οσμής υγρασίας και φωτοσύνθεσης
Να αναγνωρίσεις θαρραλέα τις απώλειες
Να αναπολήσεις δυο ελαφίσια μάτια ή και τον θηρευτή εαυτό σου
η τηλεοπτική οθόνη να θυμίσει εξωγήινο έντομο αντί παυσίπονο
Η ανάγνωση αράδων περί ευρωπαϊκής οικονομικής συγχώνευσης κωπηλασία αιχμαλώτου σε τριήρη
(Κάποιος κλείνει λίγο την κουρτίνα)
Δεν είναι παράξενο
Το ξινό κρασί να γίνεται γλυκόπιοτο
η ανεργία να μοιάζει ασήμαντη
η μελιστάλαχτη μουσική να σε ευχαριστεί σαν τις 4 εποχές του Βιβάλντι
να εκτιμάς την κάθε ρουφηξιά του τσιγάρου σου
να γίνεσαι ευγνώμων για μια ευγενική χειρονομία που κοστίζει
(παρακαλώ μην κλείνετε άλλο την κουρτίνα)
να φανταστείς ότι δυο αγαπημένα σου πρόσωπα σμίγουν ξανά σαν ζευγάρι
όπως άλλοτε παιδί φαντασίωνες ότι οι γονείς σου αγαπιούνται ό,τι κι αν γίνει
να σε κάνει αισιόδοξο που άνθρωποι μεθούν σε ένα συνοικιακό στενόχωρο μπαρ
σκαρώνοντας ανέφικτα όνειρα
(εντάξει αφήστε τη μόνο λίγο ανοιχτή να φαίνεται το φεγγάρι)
δεν είναι παράξενο
να θέλεις να γράψεις κάτι αυθόρμητο σαν παιχνίδι
να σου θυμώνουν οι λέξεις που τις παράτησες κι εσύ να γελάς
(μια χαραμάδα έστω μόνο να μπαίνει λίγος αέρας)
να εξοικειώνεται η μελαγχολία με την ανεμελιά
η έσω γριά με το μέσα σου παιδί
ο κόσμος άλλωστε μπορεί να γίνει ωραίος αφού μπορείς έτσι να τον φαντάζεσαι
(κλείστε τη λοιπόν να τελειώνουμε)

αυτό ήταν….
Σιωπή…

Δεν είναι παράξενο
που θέλεις να πέσεις πάλι να κοιμηθείς
Που βηματίζεις μεταξύ νεροχύτη και καναπέ ανόρεκτα
Που ξεφυλλίζεις ξανά τη χιλιοδιαβασμένη φυλλάδα αγγελιών
Που λες να δεις πάλι κανένα ντοκιμαντέρ με άγρια φύση
Που φλερτάρεις με τη γάτα σου όπως με τ’ αγχολυτικά
Που θλίβεσαι με τους χαροκόπους
Που ενοχλείσαι εξίσου από τις γλυκανάλατες μελωδίες, τις αδιάφορες όσο και από τις συγκινητικές
Που το δημόσιο σου φαίνεται μια κάποια λύση
Που θέλεις να χτυπήσεις δυνατά όλους τους άπλυτους τζεντζερέδες
Να ξυπνήσει ο κόσμος
Να γίνει επανάσταση
Να ανατραπεί η έξω και η μέσα σου κυβέρνηση…


Οι αναλαμπές δεν κάνουν τον κόσμο καλύτερο
μόνο υποφερτό
σαν την ανάσα που παίρνεις με βουλιμία όταν αναδύεσαι από το βυθό
όταν δεν είσαι αμφίβιο…

Όταν δεν είσαι αμφίβιο,
Χρέος σου είναι να γίνεις.