Πέμπτη, Αυγούστου 13, 2009

Old-fashioned

Εκείνο το απόγευμα είπα να καθίσω λίγο να χαζέψω μαζί της. Ποιος ξέρει τι ιστορίες πάλι θα μου έλεγε, πόσο θα με παρέσυρε σε άλλους κόσμους, πόσο θα γούρλωνα τα μάτια από την έκπληξη ή πόσο θα ξεχείλωνα το στόμα από τα χασμουρητά. Δεν θα ξεχάσω πόσες φορές με είχε κανακέψει, με είχε χαλαρώσει, με είχε ξενυχτήσει κάνοντάς με να ονειρευτώ, να συγκινηθώ, να ξεχαστώ ή και να εκνευριστώ, να θυμώσω, να ψυχοπλακωθώ… Το καρυδί της χρώμα, όποτε είχα στενοχώριες κάπως με ηρεμούσε. Είχε γεράσει βέβαια πια. Δε σου τα έδειχνε πια όλα, μόνο τα μισά, τα χρώματά της είχαν ατονήσει. Που η παλιά ζωντάνια, η ένταση… Την είχα δει για πρώτη φορά όταν ήμουν παιδί κι από τότε δεν την αποχωρίστηκα ποτέ. Σαν μια στοργική γιαγιά μου έλεγε ιστορίες άλλοτε αληθινές και εμψυχωτικές, άλλοτε αποτρόπαιες, παραμύθια άλλοτε πολύτιμα σαν θησαυρούς άλλοτε καταστροφικά σα ναρκωτικά. Μεγάλωσα μαζί της. Και τώρα που γέρασε να την πετάξω στον δρόμο; Να την αφήσω έτσι απλά να στέκεται σαν έπιπλο άψυχο του σπιτιού σε κάποια γωνία στο γραφείο ή στο σαλόνι; Η κατάσταση είχε όμως πια φτάσει στο απροχώρητο. Δεν μπορούσες να παρακολουθήσεις τίποτα από αυτά που έλεγε. Έπιανες μόνο κάτι ασυνάρτητες εικόνες, με αχνά μπερδεμένα χρώματα, οι φράσεις λειψές κι αυτές, με αποκορύφωμα μια ολόμαυρη κορδέλα τεράστια. Ανάλογα με τη διάθεσή μου, κάποτε την έβλεπα σαν πειρατή, κάποτε σαν απεργό πείνας, άλλοτε πάλι σαν γυναίκα βαρυπενθούσα ή σαν εύθυμη χήρα που με περιγελά μα τέλος πάντων διαρκώς δυσλειτουργική και φανερά κουρασμένη. Όσο για την εμφάνισή της, ρετρό, με μια παλιομοδίτικη μουσειακή σχεδόν επένδυση. Οι φίλοι όλοι με κορόιδευαν. Τι την έχεις και την κρατάς; Έχει κλατάρει πια δεν το βλέπεις; Είναι άχρηστη και σου είναι βάρος. Κι όμως μερικά δειλινά, λες και την άκουγα να αγκομαχεί και να βαριανασαίνει. Βαριά, πληθωρική όπως πάντα αλλά με μειωμένες λειτουργίες. Γήρας ου γαρ έρχεται μόνο. Δεν πετάς όμως έτσι εύκολα την ιστορία σου. Φθάρηκε πια το σκαρί της αλλά όχι από μόνο του, από την πολλή χρήση, τη δική μου. Μου έκανε παρέα, απάλαινε τον πόνο μου όταν ήμουν άρρωστη, μελαγχολική, θυμήθηκα πόσα και πόσα βράδια με τηγανιτές πατάτες, με φίλους, με χαρτομάντιλα και με ένρινα χάχανα πέρασα μαζί της. Τρία σπίτια άλλαξα και με ακολούθησε σε όλα. Θυμάμαι τη χαρά μου όταν ο πατέρας την είχε φέρει από μια χώρα μακρινή τότε που ταξίδεψε. Ήταν το δώρο μου για την πολύμηνη απουσία του στο εξωτερικό. Αργότερα, ήταν η γλυκιά μου ανταμοιβή όταν τελείωνα τα μαθήματά μου, η ξεκούρασή μου σε δύσκολες αγχογόνες εξετάσεις, σε ερωτικές απογοητεύσεις, σε αρρώστιες που με καθήλωναν στο σπίτι, σε εμμονικές αναμονές, το καταφύγιο σε θορυβώδεις καβγάδες, το συγχωροχάρτι σε ανελέητες ενοχές, το βάλσαμο σε στιγμές εκκωφαντικής σιωπής και επιβεβλημένης υπομονής. Ή σε στιγμές ανέμελες, σε θεσμικά ιστορικά στιγμιότυπα της Eurovision, των Καλλιστείων, των εκλογών, πανευρωπαϊκών αθλητικών διακρίσεων της χώρας, στα Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, σε ντέρμπυ χουλιγκανικά, σε πυρκαγιές που έκαιγαν τη χώρα, σε σεισμούς και καταποντισμούς, σε εκρηκτικές διαδηλώσεις, σε πολέμους αληθινούς ή κατασκευασμένους. Μεγαλώσαμε μαζί. Μελαγχολήσαμε μαζί. Ζήσαμε μαζί. Εκείνο το απόγευμα, είχα πραγματικά διχαστεί. Να την πετάξω, να πάει στο καλό; Ούτως ή άλλως σε ένα δυο χρόνια θα μου είναι άχρηστη με τη νέα ψηφιακή τεχνολογία. Από την άλλη, αυτός ο πολιτισμός που έχει διαπρέψει στην υπερκατανάλωση και στη δημιουργία απορριμάτων κάνει τα υπερκινητικά μου έντερα να γυρίζουν ολοένα και περισσότερο. Όλοι πια είμαστε αναλώσιμοι. Ουδείς αναντικατάστατος. Και πάει λέγοντας. Η ιδιοσυγκρασία μου και η μούσα της Μνημοσύνης με νουθέτησαν ευτυχώς. Παρά την κατακραυγή του περίγυρου, τις επιταγές του φενγκ σούι που επιβάλλει ενέργεια από καινούργια αντικείμενα, την αισθητική αστυνομία που θα ενοχοποιούσε πάραυτα το καθιστικό μου, πήρα τη μεγάλη απόφαση. Τη φόρτωσα σε ένα αναπηρικό καροτσάκι και την πήγα στο γιατρό. Εκείνος άφησε ένα μειδίαμα. Θα είχε συναντήσει κι άλλους παλιομοδίτες. «Θα με ταλαιπωρήσει λίγο αλλά θα δω τι μπορώ να κάνω». «Δεν θέλω να την αποχωριστώ, έχει μεγάλη συναισθηματική αξία, καταλαβαίνετε»; ρώτησα εναγωνίως. «Θα βάλω τα δυνατά μου» με καθησύχασε. Σήμερα, βγήκε από το νοσοκομείο. Είναι αγνώριστη! Δεν έχει βέβαια το ίδιο σφρίγος και την ίδια ζωντάνια στα χρώματα. Είναι γιαγιούλα, δεν περιμένω και θαύματα. Το ραδιόφωνο παίζει το “ancora vivo” και είναι σα να το τραγουδάει εκείνη. Γελάω πονηρά κάτω από τα μουστάκια μου. Έφτιαξα ποπ κορν, κάθισα αναπαυτικά στον καναπέ κι απόλαυσα το μεταλλικό ήχο από το άνοιγμα μιας μπίρας. Πάτησα το κουμπί στο τηλεκοντρόλ. Γρήγορα αντανακλαστικά, ευκρινής εικόνα απλώς πιο θαμπή σαν τα μαλλιά μου μετά τις τόσες βαφές. Πετυχαίνω ταινία εποχής απ’ τις αγαπημένες μου. Της κλείνω συνομωτικά το μάτι. Απόψε θα το κάψουμε!