Σάββατο, Μαΐου 11, 2013

Το παγκάκι μου


Έχω ένα παγκάκι αγαπημένο. Είναι σε ένα παρκάκι στη γειτονιά του πατρικού μου σπιτιού, δίπλα σε ένα περίπτερο από όπου παίρναμε τσιγάρα πριν τις νεανικές μας συναντήσεις, πίσω από μια στάση από όπου πήρα τα πρώτα μου λεωφορεία για το πανεπιστήμιο, για την πρώτη μου δουλειά, μπροστά από ένα σινεμά που τώρα έχει κλείσει όπου είδα την πρώτη μου ταινια με τον πατέρα μου όταν ήμουν δέκα χρονών με ένα παιδάκι που χάνεται στη ζούγκλα με έναν ετοιμοθάνατο ο οποίος προσπαθεί να του μάθει να επιβιώνει μόνο του. Είναι ένα παγκάκι όπου καθόμουν σκαστή από τους γονείς μου με το μεγάλο μου έρωτα. Εκεί φλερτάραμε με ποίηση, ανταλλάσσαμε ερωτικά λόγια σε χαρτάκια από πακέτα τσιγάρων, φιλιά, καβγαδάκια λόγω ζήλιας. Εκεί ήπιαμε τις πρώτες μας μπύρες. Ίσως και να σκάλισα τα αρχικά μας μηχανικά κάποτε στο ξύλο του. Δεν θυμάμαι. Τα παντοτινά τα φοβόμουν ανέκαθεν. Θα σ’ αγαπώ για πάντα, θα είμαστε μαζί για πάντα. Δεν τα έπιανα ποτέ στο στόμα μου από δέος και σεβασμό στην αντοχή όλων όσων διαρκούν πολύ. Κι εκείνα σαν συνένοχα με άφησαν στην ησυχία μου. Τα παντοτινά λοιπόν ανέκαθεν τα φοβόμουν γιατί είναι αναντίρρητα τα πιο επικίνδυνα. Βλέπεις δεν χαράσσονται απλώς σε ένα παγκάκι. Χαράζουν εσένα τον ίδιο. Το παγκάκι λοιπόν αυτό κάτω από τα δέντρα του πάρκου από πράσινο που ήταν έχει γίνει λευκό από τις κουτσουλιές. Είναι όμως πολύ συμπονετικό το παγκάκι μου. Επιτελεί έργο σημαντικότερο από το να φιλοξενεί ερωτευμένα ζευγαράκια. Έχει πάρει προαγωγή στον τομέα της φιλοξενίας. Στο παγκάκι μου πια κοιμούνται άστεγοι. Πριν γείρουν να κοιμηθούν οι άστεγοι στρώνουν μια νάιλον σακούλα με τα αποκτήματα της μέρας από τα σκουπίδια ή τους φιλεύσπλαχνους περίοικους για να φάνε. Απλώνουν τα ρούχα που πλένουν στη διπλανή βρυσούλα στο παγκάκι για να στεγνώσουν. Και το πρωί όταν η βουή της πόλης και οι κουτσουλιές δε αφήνουν πολλά περιθώρια για ύπνο, το παρκάκι γεμίζει από άστεγους, άνεργους παλινοστούντες και αλλοδαπούς που παίζουν πρέφα, κάνουν αγώνες στο σκάκι, τότε το παγκάκι γίνεται το άρμα τους που πολεμούν στρατούς ολάκερους. Τα στρατιωτάκια, ο πύργος, οι ίπποι κι οι τρελλοί μάχονται αδυσώπητα την ιδέα των τραπεζιτών που λυμαίνονται το αύριο, του ΔΝΤ που μας απομυζά, των διεφθαρμένων κυβερνήσεων, της ουράς στον ΟΑΕΔ, της πρέζας, των καταναγκασμένων ιεροδούλων, των ανασφάλιστων παιδιών, των άπορων καρκινοπαθών, του ωχαδελφισμού μας. Και οι μάχες αυτές εκτονώνουν τόσους θυμωμένους ανθρώπους που ο θυμός τους μάλλον θα κατέληγε στις γυναίκες και τα παιδιά τους ή σε κάνενα τυχόντα που θα εισέπραττε καμιά αδέσποτη. Το παγκάκι μου ξέρει να απορροφά τους κραδασμούς αυτού του θυμού, του πόνου, της μιζέριας και να αναδίδει τη μυρωδιά του μαζί που σκεπάζει τη μυρωδιά από κάτουρο, ιδρώτα και φτηνό αλκοόλ. Γιατί μαζί κάθονται οι κώλοι στο παγκάκι αυτό. Σήμερα είναι ο δικός τους, αύριο ο δικός σου, μεθαύριο ο δικός μου. Οι κώλοι αυτοί που κάθονται σε αναμμένα κάρβουνα όμως δεν το καίνε το παγκάκι μου. Το ξύλο του ξέρει από τραχείς ανθρώπους. Γιατί η κακουχία γεννάει τραχύτητα. Η κακουχία γεννά αγρίμια. Η κακουχία γεννά βία. Αυτά όλα το παγκάκι μου τα μεταμορφώνει σε τρυφερότητα, σε στοργή. Φαίνεται θα έχουν καθίσει πολλοί ερωτευμένοι που απήγγειλαν ποιητικά ερωτόλογα και του έχουν αφήσει κληρονομιά. Έχει αποθηκεύσει φαίνεται πολλή αγάπη και πολλή ποίηση. Ποτέ δεν πάνε χαμένα αυτά. Πάντα όλο και κάπου θα χρειαστούν. Το παγκάκι μου ξέρει από ποίηση. Και γι’ αυτό είναι γενναιόδωρο. Και το παγκάκι μου δίνει σκιά, δίνει καταφύγιο, δίνει ξεκούραση, δίνει εναύσματα για κουβέντα, για καβγά, για επικοινωνία, για εξομολόγηση, δίνει το παράδειγμα του τι σημαίνει άνθρωπος και πώς γίνεται καλύτερος. Είμαι περήφανη για το παγκάκι μου. Γιατί δεν ‘πα να είναι φθαρμένο, χαραγμένο, άβαφο, βρώμικο, κουτσουλημένο και να κάνει ύποπτες συναναστροφές, έχει αγάπη και τη μοιράζει απλόχερα. Γιατί το παγκάκι μου δεν είναι από ξύλο. Είναι φτιαγμένο με μνήμες. Δικές μου, δικές σου, μνήμες αυτής της γειτονιάς, αυτού του τόπου που ξέρει τι θα πει φτώχεια, τι θα πει ξεριζωμός, τι θα πει πόνος, τι θα πει νοσταλγία, τι θα πει αλληλεγγύη, τι θα πει συμπόνοια, τι θα πει φιλοξενία, τι θα πει ευαισθησία, τι θα πει ποίηση. Το παγκάκι μου είναι παράδειγμα προς μίμηση. Το παγκάκι μου τελικά είναι ποιητής το ίδιο.