Τρίτη, Μαΐου 06, 2014

Το απολίθωμα

Κοιμάσαι και ξυπνάς κάθε μέρα με την ίδια μονοτονία. Δεν μπορείς και να τεντωθείς. Δεν έχεις χώρο να απλώσεις τα άκρα σου. Είσαι γέρος πολύ. Περνούν οι εποχές κι εσύ εκεί στην ίδια στάση. Είσαι εξαντλημένος από την ξεκούραση. Άπραγος τώρα πια, σα σαπιοκάραβο παρατημένο σε καρνάγιο, να βλέπεις τα άλλα πλοία στο λιμάνι να κάνουν ταξίδια και να σε κυριεύει η ζήλια. Μια ζήλια νοσηρή και τόσο έντονη που στο τέλος καταλήγει σε ηδονή. Την ηδονή του πόνου. Του πόνου του άλλου. Αφού βλέπεις μια μύγα, ας πούμε, να πιάνεται στον ιστό της αράχνης και αντί να τη συμπονέσεις, χαίρεσαι με την κατάντια της. «Τα ’φαγες κι εσύ τα ψωμιά σου», σκέφτεσαι.
 Ή πάλι αν κανένας γλάρος σπάσει τη φτερούγα του κι αρχίσει αυτό τον κυκλικό χορό λίγο πριν ξεψυχήσει, χορεύεις κι εσύ από τη χαρά σου. Είσαι χαιρέκακος και δεν ντρέπεσαι καθόλου γι’ αυτό. Αν είχες ζήσει όμως τόσο όσο εγώ, θα καταλάβαινες ότι η ηθική είναι ένα σάπιο κατασκεύασμα του ανθρώπου. Την κόβει και τη ράβει στα μέτρα του κατά πώς τον βολεύει. Όχι, δεν ήσουν πάντα έτσι. Όταν είσαι νέος, έχεις όλη τη ζωή μπροστά σου, θέλεις να ρουφήξεις όλο το νέκταρ του κόσμου. Ανοίγεις τα φτερά σου και ξανοίγεσαι σε χίλιους δυο κινδύνους, σε γαργαλάει μια γλυκιά αγωνία για το τι θα συναντήσεις εκεί έξω, ένας ανελέητος τρόμος μην σε κατασπαράξουν. Όσο να πεις, γεράκια και αετονύχηδες γέμισε ο τόπος. Κάνεις τα πρώτα σου βήματα εσύ ένα τόσο δα πλασματάκι σε ένα πελώριο σύμπαν που δονείται και βουίζει ακατάπαυστα και σε πιάνει μια αχόρταγη δίψα για ζωή. Θέλεις να γευτείς τους χυμούς της νιότης, να αγγίξεις όλα τα λουλούδια, να ξεδιψάσεις με τις δροσοσταλίδες, να νιώσεις ανατριχίλα με την πρωινή πάχνη, να παίξεις με τα χώματα, να τσαλαβουτήσεις στα ρυάκια που σχηματίζει η βροχή, να μυρίσεις το βρεγμένο χώμα, να αναμετρηθείς με το απέραντο. Όλα τα έβλεπες αλλιώς τότε. Ήσουν καλός, ευγενικός, συμπονούσες τα άλλα πλάσματα. Τόσος πόνος σου φαινόταν παράλογος. Ολοένα μεγάλωνες και μεγάλωνες. Όλοι οι δρόμοι ξανοίγονταν μπροστά σου να τους κατακτήσεις. Έπαψες πια να αισθάνεσαι πλάσμα ανυπεράσπιστο. Είχες πια κι εσύ κρυμμένο το κεντρί σου. Ήσουν ο κυρίαρχος του σύμπαντος. Πήρες μέρος σε πολέμους, σε επιδρομές από ξηράς και από αέρος, νίκησες, ηττήθηκες, επέζησες. Σκλήρυναν τα φτερά σου, τα μέλη σου, το μέσα σου. Μα να, κάπου-κάπου γλύκαινες λίγο, σα μέλι από πεύκο. Ιδίως, τα καλοκαίρια, τι ηδονή ήταν αυτή! Όλα τα θηλυκά πετάριζαν, ζουζούνιζαν τριγύρω μέσα στα χρώματα και τις ευωδιές. Υπήρξες άσωτος, παραδέξου το. Αχ, τα καλοκαίρια, όλο αγάπες και λουλούδια. Το χειμώνα πάλι, δεν τον συμπάθησες ποτέ. Όλο κάπου έπρεπε να στριμώχνεσαι για να μην ξεπαγιάζεις, για να βρεις φαί έπρεπε να κάνεις το ζητιάνο σε διάφορες σπηλιές. Όχι, εσένα δεν του ταίριαζε η ζωή σε χώρους κλειστούς. Σου ταίριαζε η ανοιχτοσύνη. Ήταν στη φύση σου. Αυτό όμως που δεν θα ξεχάσεις ποτέ και που θα σκότωνες για να το έχεις τώρα είναι η άπλα. Τα ανοιχτά λιβάδια, τα ψηλά βουνά, ο ήλιος ο λαμπρός με τις αχτίδες του τις πηχτές που λες και θα τις έκοβες με μαχαίρι σε ροδέλες. Αυτή ήταν ζωή! Κι όσο για εργασία; Ούτε αυτή σου ταίριαζε. Γι’ αυτό είχες διαχωρίσει τη θέση σου από τους άλλους στην κοινότητα. «Εγώ σκλάβος δεν γίνομαι. Εγώ είμαι πολεμιστής και άμα σας αρέσει» έλεγες και ξανάλεγες επαναστατικά. Και δεν τους άρεσε. Ούτε που γύρισαν να σε κοιτάξουν. Αντί να γίνεις ήρωας, έγινες και παρίας. Είχες πάρει τον δυσκολότερο δρόμο. Και σιγά μην καθόσουν να τους παρακαλέσεις. Εσύ, ο ξακουστός πολεμιστής, ο καρδιοκατακτητής, ο πιο ατίθασος από όλους, θα καθόσουν να παρακαλέσεις αυτούς τους άθλιους! Κάτι μίζερους συμβιβασμένους που η ζωή τους ολόκληρη δεν ήταν παρά δουλειά και σπίτι, σπίτι και δουλειά. Ποτέ σου δεν τους ζήλεψες. Κι ας σεργιάνιζες μόνος άσκοπα να κρυώνεις, να πεινάς. Την ελευθερία σου δεν την αντάλλαξες ποτέ με τίποτα. Μόνο αργότερα, εκείνη την αναθεματισμένη μέρα που σε βρήκε το κακό, τότε μόνο πέρασαν όλοι για να σε χλευάσουν. Τους πλημμύριζε η χαρά, βλέπεις, γιατί πάντα σε φθονούσαν. «Τώρα πια θα γίνεις αθάνατος». «Εσύ δάμασες ακόμη και τον πανδαμάτορα». Αυτά σου έλεγαν οι αλήτες, καγχάζοντας και γελώντας. Μόνο ένας στα είπε σταράτα, «τα ρούφηξες πια αυτά τα έρημα τα πεύκα, σε ρούφηξαν κι αυτά». Και σε ρούφηξαν κυριολεκτικά. Θα σου μείνει αλησμόνητο εκείνο το πρωινό. Λουζόσουν στον ήλιο που έσταζε από τις πευκοβελόνες. Είχαν χαράξει τα πεύκα για να βγάλουν ρετσίνι και παρά τις πληγές τους αυτά μοσχομύριζαν. Είχες μεθύσει λίγο από την ευωδιά λίγο από το φως και ένιωθες την υπέρτατη ευφορία. Ξαφνικά, αισθάνθηκες να σε τυλίγει μια ζεστή, υγρή αγκαλιά. Βούρκωσες από ευτυχία που σε αγκάλιαζαν ξανά μετά από τόση μοναξιά. Ακόμη το θυμάσαι και ανατριχιάζεις. Και δεν ξέρεις αν υπάρχει θεός κι αν είναι αρμόδιος για κάτι τέτοιο, αλλά δεν υπάρχει χειρότερο είδος κακίας, από το να προσφέρεις σε κάποιον συμπυκνωμένη όλη την ευτυχία του κόσμου για μερικά δευτερόλεπτα και αμέσως μετά να τον οδηγείς σε μια δυστυχία που θα διαρκέσει αιώνες. Έκανες να κουνηθείς, αλλά κολλούσες και βούλιαζες περισσότερο όπως σε κινούμενη άμμο. Σιγά-σιγά σε κατάπινε μια γλοιώδης μάζα με την πιο σαγηνευτική για σένα οσμή.

Δεν ωφελεί να τα θυμάσαι πια… Δεν έχεις όμως και πολλά να κάνεις πέρα από το να παρατηρείς τον κόσμο γύρω σου. Θλίψη και γκρίνια ως επί το πλείστον. Αλλά ακόμη κι όταν πέσει στην αντίληψή σου κάτι αληθινά όμορφο, ένα αθώο βλέμμα παιδιού ή μια εξαίσια μελωδία, μελαγχολείς ανυπόφορα. Το καλύτερο είναι να γεμίζεις δυο δάχτυλα σκόνη και να μη βλέπεις τίποτα εκεί έξω. Πάντως, δεν έχεις παράπονο. Σκύβουν πάνω από την προθήκη που σε έχουν τοποθετήσει και σε χαζεύουν για ώρα. Οι άνθρωποι σου συμπεριφέρονται λες κι είσαι πολύτιμος. Πολύτιμος εσύ, ένα απολίθωμα εντόμου σε κεχριμπάρι! 

Κυριακή, Μαΐου 04, 2014

Η νίκη ενός δειλού

Υπήρξε όλη του τη ζωή δειλός. Ήταν ένα χαρακτηριστικό που κραύγαζε πάνω του από τη θαμπάδα που απέπνεε, από το διόλου προικισμένο σουλούπι του, από τη χαμηλόφωνη ομιλία του, πάντα λες και φοβόταν μην τον ακούσουν, από το χαμηλωμένο του βλέμμα κι αν τον γνώριζες καλύτερα κι από το χαμηλό του ανάστημα που δεν όρθωνε ποτέ, ούτε στους γονείς του ούτε στη γυναίκα του ούτε στα παιδιά του ούτε στη δουλειά του ούτε σε μια απλή διαφωνία μεταξύ φίλων. Το μόνο που είχε στητό ήταν τα αυτιά του σαν λαγωνικό που προσπαθεί να ακούσει πού θα πέσει το θήραμα για να πάει να το φέρει. Ένιωθε λες και διαρκώς κινδύνευε μην τον καταδώσουν. Το μόνο ποιητικό που είχε πάνω του, τρόπον τινά, ήταν οι γυρτοί του ώμοι και κυρίως ο αριστερός που ο πολύς ο κόσμος απέδιδε σε φυσικό ελάττωμα. Όχι όμως δεν ήταν αυτό. Ο άνδρας είχε γεννηθεί τα χρόνια της Κατοχής σε ορεινό χωριό και είχε δει με τα φιλύποπτα μάτια του όλες τις μελανές σελίδες της ελληνικής Ιστορίας. Ήταν ο μικρότερος και τελικά μοναδικός επιζών από μια πολυπληθή οικογένεια. Η μάνα του κι ο πατέρας του έχοντας χάσει πολλά παιδιά προφύλασσαν τον γιο τους ως κόρη οφθαλμού. Τι τον έκρυβαν μέσα στα άχυρα για να μην τον βρουν οι αντάρτες, τι τον φυγάδευαν σε διπλανά χωριά, τι τον έκρυβαν σε πηγάδια μέσα στο σκοτάδι χωρίς κερί, ώσπου στο τέλος τον έδιωξαν στην Αθήνα για να σπουδάσει αντί να μείνει και να ασχοληθεί με τις αγροτικές δουλειές όπως θα συνέβαινε κανονικά. Ποιος μπορεί να ξέρει άραγε τι διεργασίες συντελέστηκαν στην ψυχή του αγοριού σε ώρες τρόμου; Πώς η ρόδινη πρώτη ύλη της ψυχής του αναμίχθηκε με τόσες ακαθαρσίες κι έβγαλε μια πλαστελίνη γκρι; Τι μάχες αδυσώπητες έδωσε τότε εκεί κάτω στα σκοτεινά πηγάδια, πώς τις έχασε και πότε ο φόβος τον κατάπιε εντέλει ολόκληρο; Αδιευκρίνιστα όλα. Μόνο οι γυρτοί του ώμοι απέμειναν να δείχνουν τους ελιγμούς που έκανε σε τόσες κακοτοπιές σα μελλοθάνατος που επιδίδεται σε χορευτικές κινήσεις για να αποφύγει τη λάμα που θα τον αποτελειώσει.
Παντρεύτηκε από χρέος. Μεγάλωσε τα παιδιά του ομοίως. Δούλεψε σαν το σκυλί χωρίς ποτέ να αναζητήσει μια καλύτερη τύχη. Σε μια δουλειά μπήκε στα δεκαοκτώ, από την ίδια συνταξιοδοτήθηκε. Δούλευε σε κατάστημα με ρούχα. Από εκεί γνώρισε κι ένα σωρό ράφτες όπου έραβε τις καλές εποχές όλα του τα κουστούμια έτσι ώστε να καλύπτουν το ελάττωμα των ώμων του. Το βλέμμα του, όμως, φοβισμένου πουλιού δεν κατάφερε να το κρύψει ποτέ. Όπως όμως συμβαίνει ακόμη και στις πιο γκρίζες ζωές, κάποια στιγμή, όταν ήταν ακόμη νέος, συνέβη το μοιραίο. Ερωτεύθηκε. Ερωτεύθηκε ένα λουλουδάτο φλύαρο κορίτσι, σαν την Άνοιξη τότε, μια συνεπιβάτισσά του καθημερινά στο λεωφορείο από και προς τη δουλειά. Το κορίτσι το γνώρισε έγκυο και παντρεμένο με κάποιον από έρωτα. Ήταν η μόνη φορά που τόλμησε κάτι. Τόλμησε να μπει σε αυτό το πάθος και να δείξει τα συναισθήματά του με την ανάλογη ήττα που συνήθως συνοδεύει τις γκρίζες υπάρξεις. Το κορίτσι τον απέρριψε ως εραστή αλλά τον εμπιστεύθηκε ως φίλο. Χρόνια ολόκληρα. Εκείνος που φοβόταν τη σκιά του, έγινε η σκιά της, ο φύλακας άγγελός της. Συχνά σε βαθμό τρομακτικό. Την παρακολουθούσε από μακριά και από κοντά, δροσιζόταν από τις σταγόνες του δηλητηρίου που έσταζε στην ψυχή του η ευτυχία της ή καιγόταν από τη θέρμη των δακρύων της σε καιρούς δυστυχίας της. Εκείνη μια φορά πάντως ήταν ο διαβήτης που χάραζε τους κύκλους της ζωής του. Δεν ήταν τόσο ότι την είχε αγαπήσει όσο ότι η κοπέλα ήταν ο μοναδικός του σύνδεσμος με αυτό που αποκαλούμε ζωή.
Τα χρόνια πέρασαν, το κορίτσι είχε γεννήσει μια κόρη, είχε ατυχήσει στο γάμο της, χώρισε. Εκείνου η γυναίκα πέθανε και τα παιδιά του τον είχαν ξεγράψει. Έπειτα από μισό αιώνα, τα έφερε έτσι η ζωή και ο γκρίζος άνδρας πήγε να συζήσει με την μοναδική του αγάπη. Για εκείνον ήταν όνειρο ζωής. Για εκείνη λύση ανάγκης. Η γυναίκα ήταν επιβαρυμένη πια με την ευθύνη της γιαγιάς που φροντίζει την εγγονή της, ένα παιδάκι όπως όλα που η αθώα του ομορφιά ξυπνάει την ψυχή από ύπνο βαθύ με τον πιο γλυκό και οξύ πόνο. Ο άνδρας είχε μπει πια στο ρόλο του παππού με τέτοια ζέση και αφοσίωση που κανείς από όσους τον γνώριζαν δεν πίστευε στην μεταστροφή του. Δεν θα ήταν υπερβολή αν σκεφτόταν κανείς ότι το μωρό αυτό ήταν το μόνο πλάσμα που ποτέ του αγάπησε άδολα. Και το είχε αγαπήσει ακριβώς ίσως γι’ αυτό. Γιατί αγάπησε σε αυτό την τελική πτώση, την παταγώδη ήττα της καχυποψίας του. Ήταν το μοναδικό πλάσμα που ακριβώς επειδή ήταν μωρό και ακριβώς επειδή εκείνος ήταν πια χαλαρός από υποχρεώσεις του είχε δώσει πίσω τη χαμένη του πίστη. Κι ήταν κάτι μέρες που το φως παίζει με τη θνητότητά μας και μας γλυκαίνει την ύπαρξη που ο ηλικιωμένος άνδρας παρατηρώντας το παιδί να παίζει με τη γιαγιά του φαντασίωνε πως ήταν πάλι νέος και πως είχε παντρευτεί εκείνη τη λουλουδάτη κοπέλα και πως αυτό ήταν το παιδί του έρωτά τους. Φαντασίωνε πως ο Θεός του είχε χαρίσει την ευτυχία όλη, όση ευτυχία δεν αξίζει ίσως σε ένα πλάσμα σαν τον άνθρωπο και του ανέβαιναν από την ψυχή τώρα πια τη ζώσα δάκρυα χαράς και μιας αγάπης τόσο βαθιάς για τα πάντα γύρω του.
Ίσως μια από αυτές τις στιγμές και να συνέβη το κακό. Ίσως ο άνδρας να ήταν σε μια παρόμοια ρέμβη βυθισμένος και να ένιωθε ότι για μια τέτοια ευτυχία αξίζει κανείς να θυσιαστεί. Το ζωηρό παιδί ξέφυγε από την εποπτεία της γιαγιάς και βγήκε στο δρόμο την ώρα ακριβώς που περνούσε μια νταλίκα γεμάτη αμνοερίφια. Η ζωή βλέπεις, συχνά υπερβαίνει και τον πιο λεπτολόγο σκηνοθέτη. Ο άνδρας που έπασχε πια από αστάθεια και οι κινήσεις του ήταν περιορισμένες και επώδυνες από το γήρας και την ασθένεια, επανήλθε στην πραγματικότητα από το θόρυβο των φρένων του οχήματος. Δίνοντας ένα σάλτο υπεράνθρωπο και αντλώντας ποιος ξέρει από ποιες άγνωστες δεξαμενές του είναι του όσο κουράγιο δεν είχε δείξει μια ολόκληρη ζωή, βρέθηκε μπροστά στις ρόδες του φορτηγού σπρώχνοντας το παιδί εκτός της πορείας της νταλίκας. Ακαριαία από τη σύγκρουση ο άνδρας εκτός από την τελευταία του πνοή άφησε και ένα χαμόγελο ευτυχίας που τον συνόδεψε μέχρι την τελευταία του κατοικία. Ο δειλός άντρας είχε χάσει όλες τις μάχες με το φόβο στη ζωή του για να κερδίσει τον πόλεμο στο θάνατό του.      

Εν αναμονή

Όποτε περνούσα από εκεί τον έβλεπα γερμένο πάνω από το τραπέζι της αυλής κάτι να γράφει, να μουτζουρώνει, στην αρχή δεν καταλάβαινα καλά. Το σπίτι του ήταν κάτι σαν παράπηγμα, δίπλα στα υπόλοιπα προσφυγικά της γειτονιάς, πάντα καθαρό αλλά εξαιρετικά λιτό. Αυτό μου έκανε ανέκαθεν εντύπωση. Ένας μεσήλικας με ψαρά μαλλιά να κάθεται στη μοναδική καρέκλα της αδειανής αυλής ούτε γλάστρα ούτε τίποτα και σε ένα αδειανό τραπέζι κάτι να γράφει. Κάθε μέρα το ίδιο. Κάπου κάπου σήκωνε το χέρι σα να σκούπιζε τον ιδρώτα του και μετά σα να χάιδευε τα μαλλιά του με τον άξεστο τρόπο μεγάλων ανδρών που έχουν συνηθίσει σε μια ζωή δύσκολη και τραχιά. Στην αρχή νόμιζα ότι είναι άρρωστος ή συνταξιούχος.
Έπειτα με την κρίση πίστεψα ότι είναι άλλος ένας απελπισμένος άνεργος. Κάποια φεγγάρια έλεγα μήπως ήταν απλά ένας ιδιόρρυθμος καλλιτέχνης που για να γράψει, ποιος ξέρει τι; Ήθελε ο χώρος να είναι εντελώς άδειος για να συγκεντρώνεται καλύτερα. Από την άλλη, λίγο οι κινήσεις του, λίγο η φυσιογνωμία του δεν με πολυέπειθαν ότι πρόκειται για λογοτέχνη. Ο λιτός χώρος και η συχνή παρατήρηση με είχαν πλέον πείσει ότι ο άνθρωπος δεν είχε οικογένεια. Δεν υπήρχε τίποτα που να μαρτυρά ότι εκεί έμεναν και άλλοι άνθρωποι. Ποτέ δεν είχε απλωμένα ρούχα (ενώ δεν είχε πίσω αυλή το είχα ερευνήσει από περιέργεια), δεν είχε άμμο για γάτα, αν και μερικές φορές οι γάτες της γειτονιάς γουργούριζαν στα πόδια του χωρίς αυτός να φαίνεται να διαδρά, δεν είχε ούτε ποδηλατάκι παιδιού ή έστω ένα δεύτερο ποτήρι στο τραπέζι. Δεν υπήρχε καν ένα ποτήρι που να φαίνεται ότι ο άνθρωπος έπινε καφέ. Τι παράξενο σκεφτόμουν. Όπως όμως με θρέφει το μυστήριο επί τούτου δεν είχα ρωτήσει ποτέ να μάθω ποιος ήταν αυτός ο παράξενος άνθρωπος. Ήθελα να ξετυλίξω μόνη μου το νήμα. Μια – δυο φορές τόλμησα να ψελλίσω ένα καλημέρα κάνοντας ένα νεύμα του κεφαλιού όσο πιο προσεκτικά μπορούσα για να μην γίνω ενοχλητική. Δεν πήρα καμία απόκριση, μόνο μια φορά το γκρίζο κεφάλι στράφηκε προς το μέρος μου με ένα βλέμμα αλλόκοτο, παθιασμένο και αγριωπό τόσο που δεν ξανατόλμησα να καλημερίσω άλλη φορά. Είχα πια καταλήξει στο μελοδραματικό συμπέρασμα ότι κάποτε είχε οικογένεια και την έχασε. Σε δυστύχημα; Τον παράτησε η γυναίκα και τα παιδιά του; Για να ξεχάσει από τη βαθιά του θλίψη ξεφορτώθηκε ό,τι μπορούσε να του το θυμίζει; Έκαψε τα αντικείμενα της κοινής ζωής και χάρισε τα παιχνίδια; Πέταξε μέχρι και τους βασιλικούς ή τα γιασεμιά που φρόντιζε η γυναίκα του άλλοτε από ζήλια και λύπη; Ποιος ξέρει; Πάντως κάθε μέρα ό,τι ώρα και να περνούσα από εκεί καθόταν σταυροπόδι στην καρέκλα κάνοντας το ίδιο πράγμα. Κουνούσε ενίοτε νευρικά το πόδι του και σκούπιζε το δήθεν ιδρώτα του. Ο σωματότυπος του άνδρα δεν παρέπεμπε σε κάποιον οκνηρό που απολαμβάνει το ραχάτι. Είχε πολύ αδύνατη φιγούρα σχεδόν κοκαλιάρικη. Οι κινήσεις του πρόδιδαν έναν άνθρωπο αρκετά νευρώδη που ενδεχομένως να κατανάλωνε τροφή και να μην ασκείτο αλλά που έκαιγε τις θερμίδες από την εσωτερική του ένταση και μόνο. Έτσι θα ήταν το σκαρί του. Μια άλλη φορά που ατένιζε το κενό κάμποση ώρα μέχρι να στρίψω  στη γωνία, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι θα είναι άρρωστος είτε ψυχικά είτε σωματικά πάντως ανίατα. Είναι πολύ αστείο αλλά αν κάποιος, ο οποιοσδήποτε παρακολουθούσε αυτόν τον άνθρωπο κάθε μέρα τόσο καιρό δεν θα μπορούσε να διανοηθεί ότι υπάρχει κάποιος που τον παρατηρεί ανελλιπώς και με περισσό ενδιαφέρον. Σε οποιονδήποτε φυσιολογικό άνθρωπο θα φαινόταν τόσο βαρετό το θέαμα και η όλη διαδικασία να παρακολουθείς με τόση ζέση έναν άνθρωπο που σαν στατική και άψυχη εικόνα κάνει κάθε μέρα το ίδιο ακριβώς στην ίδια θέση χειμώνα καλοκαίρι σε ένα χώρο που δεν μαρτυρά την παραμικρή αλλαγή. Κι όμως. Το συγκεκριμένο άτομο αποτελούσε για μένα το δέλεαρ για ένα μικρό περίπατο στην περιοχή και συχνά με έκανε από περιέργεια να αλλάξω τη διαδρομή μου. Μου φαινόταν απίστευτο να ζει κάποιος έτσι. Ακόμη και τα βράδια αργά που τύχαινε να περάσω από εκεί, έβλεπα ένα αχνό φως στο παράθυρο σαν κάποιος να έχει ανοιχτή την τηλεόραση. Ποτέ παρά την κατασκοπεία μου δεν κατάφερα να δω τι παρακολουθούσε ο άνδρας. Πριν κάποιες μέρες πέρασα από το μικρό σπίτι. Κανείς στην αυλή. Η πρώτη μου αντίδραση ήταν να χαμογελάσω πιστεύοντας ότι ο άνθρωπος θα είχε βρει εκείνο το πρωινό κάποια ενασχόληση. Επιτέλους! Την επομένη πάλι κανείς. Την μεθεπομένη κανείς. Σκέφτηκα ότι μπορεί τελικά να βρήκε μια δουλειά και να εργάζεται τις ώρες που έτυχε να περάσω. Κάτι όμως απροσδιόριστο δεν με άφηνε στην ησυχία μου. Ξαναπέρναγα και ξαναπέρναγα από το σπίτι του και ώρες άσχετες. Κανείς. Απόλυτο σκοτάδι. Υπήρχε μόνο το τραπέζι και η καρέκλα τακτοποιημένα τα δυο τους σε μια αδειανή αυλή η οποία φαινόταν ότι έχει να σκουπιστεί καιρό. Δεν χρειάστηκε να το ερευνήσω το θέμα περισσότερο καιρό. «Τα μάθατε τα νέα; Πέθανε ο Ανδρέας». Ποιος Ανδρέας; Λέω εγώ που δεν γνωρίζω παρά ελάχιστους στη νέα μου γειτονιά. «Α το φουκαρά. Μεγάλος τζογαδόρος. Ξόδεψε μια ζωή στο τζόγο. Στη αρχή ήταν ο ιππόδρομος. Μόλις έφυγε ο ιππόδρομος από την περιοχή, κόντευε να πεθάνει. Μετά άρχισε να παίζει λόττο. Όλη μέρα κάθε μέρα. Περίμενε να πιάσει την καλή. Ούτε γυναίκα ούτε παιδιά ούτε οικογένεια. Του είχε αφήσει μια μικρή σύνταξη η μάνα του και με αυτή την έβγαζε. Κάποια στιγμή μεγάλος έπιασε το λόττο. Σου λέει κέρδισε εκατομμύρια. Όλοι λέγαμε τυχερός ο Αντρίκος επιτέλους τα κατάφερε, χαλάλι τόσα δελτία, τόσα χρόνια. Θα πάρει άλλο σπίτι, θα ανοίξει κανένα μαγαζί. Μπαα! Χάρισε τα λεφτά στους γειτόνους και σε ιδρύματα. Δεν κράτησε τίποτα για κείνον. Ούτε για τα γεράματά του ούτε τίποτα. Και άρχιζε πάλι να παίζει μανιωδώς. Δεν είχε άλλο νόημα η ζωή του του δόλιου. Μια ζωή αυτό έμαθε να κάνει, αυτό έκανε. Τώρα στα πίσω –πίσω θα άλλαζε; Ξόδεψε όλο του το βιος. Ξόδεψε τη ζωή του περιμένοντας την τύχη. Και όταν η τύχη του χτύπησε την πόρτα είχε ξεμάθει πια τι να την κάνει… Τον ρώταγες τι κάνεις Αντρέα; Την πουτάνα την τύχη ψάχνω, θα την πιάσω δεν θα την πιάσω. Κι όταν σου λέει είχε κερδίσει τα λεφτά είχε κάτσει ώρες μπροστά στο δελτίο και το κοίταγε ανέκφραστος. Τι να πεις; Άρρωστος άνθρωπος με τον τζόγο, μίζερος και μονόχνωτος μια ζωή. Τι να την κάνεις την τύχη όταν έχεις επιλέξει τη δυστυχία; Θεός σχωρέστον». Έμεινα στήλη άλατος. Ο άνθρωπος που παρακολουθούσα επί μακρόν και μου είχε κινήσει τόσο το ενδιαφέρον ήταν ένας τζογαδόρος. Δεν ήταν κοινός τζογαδόρος αυτό είναι βέβαιο. Μήπως όμως δεν ήταν παρά ο κοινός τζογαδόρος που ζει και αναπνέει μόνο για τη στιγμή μιας κλήρωσης ή της αδρεναλίνης που εκκρίνεται την ώρα του παιχνιδιού; Με τη δωρεά που έκανε βέβαια του έμεινε η ρετσινιά του φιλάνθρωπου αυτού που από όσα έμαθα δεν έλεγε ποτέ σε κανέναν ούτε καλημέρα. Εξακολουθώ να περνάω από το σπίτι του Ανδρέα. Τώρα μένει εκεί μια οικογένεια προσφύγων. Η αυλή είναι γεμάτη γλάστρες, παιδικά παιχνίδια και μαντίλες απλωμένες μαζί με πολύχρωμα καφτάνια. Η ζωή επέστρεψε σκέφτηκα και χαμογέλασα σε ένα παιδάκι που μόλις είδε ότι ήμουν φιλική μίλησε στην άγνωστη γλώσσα του κουνώντας τα βρώμικα χεράκια του. Πριν στρίψω στη γωνία όμως σα να πήρε το μάτι μου σε μια γωνιά της αυλής τον Αντρέα σκυμμένο στο τραπεζάκι του. Τώρα δεν έχει λόγο να περιμένει την τύχη αλλά ποιος ξέρει; Ίσως να περιμένει τη Δευτέρα Παρουσία.