Παρασκευή, Αυγούστου 03, 2007

Έχω ένα καφενέ...

Το παλιό καφενείο ανακαινίστηκε. Κόκκινοι τοίχοι, μεταλλικές καρέκλες, καθρέφτες στους τοίχους. Ο παππούς στη γωνία κοίταξε μια το δρόμο, μια το είδωλό του. Κουνούσε μηχανικά το πόδι του. Ψάρι έξω απ’ το νερό. Τι άβολες αυτές οι μοντέρνες καρέκλες. Δεν έχεις που να ακουμπήσεις τα πόδια. Άλλαξαν μέχρι και τα τραπουλόχαρτα. Έφεραν πλαστικά. Του τα έδειξε μια κοπέλα λιγνή. Η νέα γκαρσόνα. «Τι στο διάτανο, γέρασα ξαφνικά;». Το παλιό καφενείο του Μανόλη, το ανέλαβε ο γιος του. Μοντέρνος, κοσμογυρισμενος με επιχείρηση στη Μύκονο. Το χειμώνα θα λειτουργεί το καφενείο. Το καλοκαίρι δεν έχει αποφασίσει ακόμη. Ούτως ή άλλως το Κουκάκι δεν μαζεύει κόσμο με τη ζέστη. Ο γέρος ένιωσε να τον λούζει κρύος ιδρώτας. Εκεί μέσα ένιωθε πολύ γέρος. Το καλοκαίρι τι θα απογίνει; Που θα πίνει τις λεμονάδες και τα ουζάκια του; Και σήμερα; Τρίτη πρωί και ήταν μόνος μες το μαγαζί. Πού πήγαν οι άλλοι; Έλειψε βέβαια καμιά βδομάδα τότε που έκανε εγχείρηση χολής στον Ευαγγελισμό. Στο θάλαμο δεν τον επισκέφτηκε παρά μόνο ο Βαγγέλης με μια χαρτοσακούλα αχλάδια. Τόσες αλλαγές σε μια βδομάδα. Τον έπιασε ξανά το τρέμουλο. Έβγαλε τα γυαλιά του και τα σκούπισε με τη χρωματιστή χαρτοπετσέτα που του έφερε η σερβιτόρα. Ψαχούλεψε τις τσέπες του κι έκανε ένα γύρο με το κεφάλι του να δει μπας και μπήκε κανένας γνωστός. Μια περιστροφή σαν τη γη γύρω από τον ήλιο. Κανείς… Άφησε δυο κέρματα στο τραπέζι. Ρούφηξε φιλήδονα και αργά το κατακάθι του καφέ. «Δεύτε τελευταίον ασπασμό». Όσο για τους άλλους αν θέλουν να του πουν για το νέο τους στέκι ξέρουν που θα τον βρουν. Είκοσι χρόνια το ίδιο τηλέφωνο, οι ίδιοι συμπαίκτες στο τάβλι. Το ίδιο καφενείο. Ξεφύσηξε δυνατά. Από αύριο θα πηγαίνει στην αγορά της Καλλιθέας να βλέπει τον Αργύρη. Τι κι αν μυρίζει ψαρίλα; Ο Αργύρης είναι καλό φιλαράκι και φτιάχνει και καλό γαύρο παστό. Άφησε να του ξεφύγει ένα στραβό χαμόγελο. Σκούπισε με τη χαρτοπετσέτα τα χείλη του. Έκοψε ένα γαρύφαλλο από το βαζάκι και το έβαλε στο πέτο. Βγήκε στον πολύβουο δρόμο. Στερέωσε την τραγιάσκα στο κεφάλι του και την κρατούσε πολλή ώρα σαν πυξίδα περιμένοντας να σταθεροποιηθεί ο δείκτης της για να βρει τον προσανατολισμό του. Χαιρέτησε την κυρία Μαρίκα που πέρασε το δρόμο. Εδώ λίγο πολύ τους ήξερε όλους. Έστριψε δεξιά. Το καφενείο έμεινε πάλι μόνο…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου