Τετάρτη, Ιουνίου 30, 2021

The 1821 η Επιθεώρηση - The MUST-GO-SHOW





Η Επιθεώρηση είναι ένα εξωτικό είδος για μένα. Μπορεί να έχω ερευνήσει λίγο το πεδίο στο παρελθόν ακαδημαϊκά και να ’γραψα κάνα άρθρο αλλά δεν είχα ποτέ βιωματική σχέση μαζί της, πράγμα απολύτως ξενέρωτο, όταν μιλάμε για ένα τέτοιο είδος. Γιατί η Επιθεώρηση είναι ένα είδος λαϊκό, του δρόμου που γεννήθηκε από την καθημερινή ανάγκη για αντοχή και μεγάλωσε στην ίδια αυλή με την κωμωδία, τη φάρσα, το κωμειδύλιο, το θέατρο σκιών που την τάιζαν το αβγό της, της έμαθαν τις πρώτες βρισιές και την έπλεναν στη σκάφη από τα λασπόνερα. Η Επιθεώρηση, για να παραφράσω τα λόγια του Φοίβου Δεληβοριά «ερχόταν ένας κωμικός να μας ξανακάνει αθώους κάφρους», μας απενοχοποιεί από την καφρίλα μας, μας μιλάει στη γλώσσα της πιάτσας, μας περιγράφει με την τσίμπλα μας, τη μύξα μας, αξύριστους, μας απελευθερώνει και μας εκπαιδεύει. Μας κάνει να γελάμε δυνατά, να κλαίμε, να μοιραζόμαστε την ντροπή μας, αυτή που αντέχουμε μόνοι για όσα γίνονται γύρω μας και μέσα μας, αυτή που μας κάνει να θέλουμε να ανοίξει η γη και να μας καταπιεί. Η καλή Επιθεώρηση.

Το The 1821 η Επιθεώρηση είναι όλα τα παραπάνω: είναι δηλαδή μια καλή Επιθεώρηση. Κι επειδή η Επιθεώρηση εκ φύσεως έχει χεσμένη τη διαχρονικότητα, τα νόμπελ και τα όσκαρ, τολμώ να πω ότι η συγκεκριμένη Επιθεώρηση είναι καταπληκτική!
Ο Φοίβος Δεληβοριάς είχε ήδη πάρει το βάπτισμα του πυρός στην Ταράτσα με το αναψυκτήριο όπου είχε δοκιμάσει τον παλμό του κόσμου σε μικροκλίμακα. Γιατί κακά τα ψέματα, όλα τα είδη τέχνης θέλουν τη μύησή τους. Ο κόσμος λάτρεψε το εγχείρημα. Και δικαίως γιατί είχε γίνει με μεράκι, πολλή δουλειά και πολύ ταλέντο. Δεν ξέρω αν αυτή η Επιθεώρηση ήταν ιδέα του Φοίβου ή ολόκληρης παρέας, γιατί προφανώς, μιλάμε για παρέα, από αυτές που φτιάχνουν Ιστορία. Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Καραντζάς εξαιρετικός, ανάμεσα στα άλλα η επιλογή των αρμάτων με κομβικά σατυρικά στιγμιότυπα της ελληνικής μεταπολιτευτικής ζωής πολύ πετυχημένη, η μουσική του Φοίβου και οι μουσικοί γενναιόδωροι χωρίς πρόθεση καπελώματος του κειμένου εννοώ, οι συγγραφείς των κειμένων απολαυστικοί, οι ηθοποιοί υπέροχοι. Ξεχώρισα τα κείμενα/νούμερα των Δεληβοριά/Μουλά, της Κιτσοπούλου (της έχω αδυναμία) και του Μανιάτη (καλά οι Σουλιώτες δεν παίζονται, όλο το θέατρο κυλιόταν κάτω από τα γέλια). Δεν σου μένει άντερο λέμε! Της Μπασδέκη δυνατό το τελευταίο κείμενο, ανατρίχιασα. Πολύ ενδιαφέρον και του Κωστάκου/Νιάρρου, και μολονότι μου φάνηκε αρκετά εγκεφαλικό, πιστεύω ότι αν είδαν την παράσταση Ελληναράδες θα χαλάστηκαν πολύ. Από ηθοποιούς, η εμπειρία της Ελένης Κοκκίδου κάνει μπαμ. Πολύ καλός κι ο Γάλλος που ομολογώ ότι δεν τον ήξερα από τις Άγριες Μέλισσες, ο Νίκος Καραθάνος και η Γαλήνη Χατζηπασχάλη, α, και ο Γιάννης Κλίνης ως Γιάννα. Μου άρεσε τρομερά που κάποιοι ηθοποιοί είχαν γράψει και τα κείμενα όπως ο Μουλάς και ο Νιάρρος. Μου άρεσε από την μια που συμμετείχε η Μίρκα Παπακωνσταντίνου αλλά από την άλλη τα σημάδια της πατίνας του χρόνου με μελαγχόλησαν.
Για να αναφέρω και επί προσωπικού τα χαΐρια μου, να πω ότι στο νούμερο ο Γεροδήμος πέθανε ένιωσα πολύ γριά, μαθουσάλας, που από τη νέα γενιά έχει μόνο προσδοκίες και στερεοτυπικές απαιτήσεις, ένιωσα Ελληνίδα μάνα στο μεδούλι μου με σκέψη γραμμική, που ενώ δεν έχει δώσει τίποτα σπουδαίο στην κοινωνία και που μεγαλώνει το παιδί της στου Κασίδη το κεφάλι έχει και πρόβλημα που δεν είναι καλό στην ορθογραφία και που δεν έχει βγει ανεξάρτητο.
Πολύ μίζερη και γριά ένιωσα επίσης και στο νούμερο Με το καλό όπου σατιρίζεται η εκπομπή του Σπύρου Παπαδόπουλου με όλα τα συμπαρομαρτούντα. Έδωσαν όλοι ρέστα πραγματικά! Βίωσα στο πετσί μου το It’s an end of an era και ευτυχώς αναθάρρησα γιατί η σκυτάλη πέρασε σε μια εκπομπή όπως αυτή της ΕΤ1, το Μουσικό Κουτί. Τα πράγματα αλλάζουν ευτυχώς!
Η χθεσινή Επιθεώρηση λέει τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη. Ιστορικά, ψυχολογικά, πολιτικά, κοινωνικά δεν χαϊδεύει αυτιά. Και όλα ήταν φρέσκα! Φρέσκα, ολοκαίνουργια και ανάλαφρα. Δεν φτάνει η Επιθεώρηση στο βάθος το απροσμέτρητο προφανώς αλλά αυτός ακριβώς είναι ο ρόλος της, να κάνει νύξεις. Ας μην ξεχνάμε ότι στην Επιθεώρηση το κοινό είναι πολύ διαφορετικό από αυτό της πρόζας και του μπουλβάρ. Χθες ήταν πολλές κυρίες π.χ. με τη σαγιονάρα, νεολαία που ανάθεμα κι αν έχει ξαναπάει στο θέατρο, μικροαστοί, κάποιοι λίγο περισσότερο ψαγμένοι, καλλιτέχνες και απλός λαϊκός κόσμος. Πόσο ωραία ήταν όμως και πόσο αναπτέρωσε το ηθικό μου το ότι όλα ήταν καινούργια και προοδευτικά! Ο λόγος, η μουσική, η προσέγγιση, η κατάρριψη των ταμπού, γιατί η Επιθεώρηση διαχρονικά είναι ένα είδος που έχουμε συνηθίσει σε αυτή τη χώρα να είναι λίγο πιο συντηρητική είτε είναι καλή είτε κακή. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως ήταν ακριβώς το αντίθετο. Τα έχωνε στην εξουσία και στο θεατή με ένα τρόπο προοδευτικό. Σατίριζε με ένα τρόπο προχωρημένο με βάση τα όσα έχουμε συνηθίσει. Δεν έχω δει ποτέ Σεφερλή αλλά καταλαβαίνετε τι σας λέω, αυτό το προηγούμενο δυστυχώς έχουμε τα τελευταία χρόνια από άποψη Επιθεώρησης.
Λαμβάνοντας υπόψη πολύ σοβαρά το νούμερο που με έφερε στα ίσα μου, «ο Γεροδήμος πέθανε», έχω να πω ότι το The 1821 η Επιθεώρηση είναι η ζώσα θεατρική ιστορία μας, δηλαδή γράφει Ιστορία ανάλογη με το Μεγάλο μας Τσίρκο του Καμπανέλλη, και όχι δεν είμαι βαρύγδουπη και υπερβολική γιατί βαρέθηκα συνέχεια να συγκρίνουμε όπως στο εν λόγω νούμερο τους παλιότερους ήρωες και τα παλιότερα ιερά τέρατα του θεάτρου και των τεχνών με τους σημερινούς αγωνιστές και καλλιτέχνες. Άλλο σύγκριση, άλλο αναγωγή. Βαρέθηκα. Ο καθένας μας κάνει Ιστορία στο εδώ και στο τώρα και επιτελεί το καλύτερο και υψηλότερο έργο που μπορεί εδώ που έτυχε να ζει και να δρα. Τέλος. Γιατί μόνο σκεπτόμενοι με αυτό τον φρέσκο τρόπο, χωρίς συγκρίσεις, που τελικά είναι άλλοθι, μπορούμε να ξεκουνήσουμε τον κώλο μας και να κάνουμε κάτι. Που κάποιες φορές, όπως στην περίπτωση της χθεσινής Επιθεώρησης βγαίνει τελικά και εξαιρετικό!

Επίκληση


 Η έμπνευση, αυτή η δαιμόνισσα και κατά τα άλλα υπέροχη κυρία της ζωής μας, έχει ένα μοναδικό τρόπο να μας επισκέπτεται. Αστραπιαία και ακαριαία σαν κομήτης. Προσκρούοντας με τη γη αφήνει καμένο ο,τιδήποτε πριν απ’ αυτή έμοιαζε σημαντικός λόγος δημιουργίας και ύπαρξης. Ο αγώνας με το εγώ και για το εγώ που μηρυκάζει τον εαυτό του ξαφνικά κονιορτοποιείται και η έμπνευση γίνεται η βασίλισσα με χιλιάδες υπηκόους όλες τις προηγούμενες επιδιώξεις μας. Μεμιάς μας καθηλώνει η ανάγκη να ασχοληθούμε με αυτή και μόνο με αυτή. Αυτή η θεσπέσια ντίβα στην ταινία της ζωής μας, αυτή που λαχταρούσαμε να έρθει να φωτίσει τα ζοφερά της πλάνα, βρίσκεται στα χέρια μας ανυπεράσπιστη σα μωρό νεογέννητο στις φασκιές του. Μέχρι τη δεδομένη στιγμή λες και δε ζούμε αλλά είμαστε σε ένα ύπνο βαθύ και αξημέρωτο.

Κι εκπληρώνοντας το γλαφυρό μας χρέος ας εξηγηθούμε στα σοβαρά. Το βασικό πρόβλημα με την έμπνευση προκύπτει από τη διάρκειά της και την ανάμνησή της που είναι αντιστρόφως ανάλογες με την ποιότητα και βαθύτητά των έργων της. Θυμίζει μια μικρούλα καρφίτσα που ακριβώς επειδή έχει συγκεντρώσει όλη την πίεση σε μια τόση δα απόληξη, γίνεται πιο διαπεραστική και τελικά ματώνεις. Είναι τόσο κοινότοπη η αίσθηση όταν  θυμάται κάποιος αχνά και αμυδρά κάτι μεγαλειώδες που προέρχεται από αλλού και που νιώθει ότι αν ερχόταν πιο δυνατά, με μεγαλύτερη παραστατικότητα και με μεγαλύτερη διάρκεια θα τον χτυπούσε τόσο δυνατά σα σιδερένια γροθιά και θα τον συνέθλιβε. Τα άνωθεν χτυπήματα ή όπως έχουμε συνηθίσει  να τα λέμε τα θεϊκά χτυπήματα, είτε είναι κεραυνοβόλος έρωτας είτε μεγάλη έμπνευση παρασύρουν και αλλάζουν ριζοσπαστικά ολόκληρη τη ζωή μας ή τουλάχιστον έτσι νομίζουμε. Για να τα πηγαίνουμε καλά μαζί της αφού χωρίς αυτή είμαστε ένα τίποτα,  επικαλούμαστε τη Μούσα και μάλιστα προσευχόμαστε σε αυτή ακολουθώντας τα προσωπικά μας τελετουργικά, τεχνικές που πολύ σοφά υιοθετούσαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι με περίτρανο παράδειγμα, τις κλητικές προσφωνήσεις των ομηρικών επών που απ’ όσο αποδεικνύεται ανά τους αιώνες μάλλον απέδωσαν καρπούς.

Τα φτηνά κόλπα φυσικά και οι τακτικές της πεντάρας όπως είθισται να χρησιμοποιεί στον αυτοσαρκασμό του όποιος δε νιώθει ευλογημένος από το θεό Απόλλωνα, δεν αποδίδουν ποτέ παρά μόνο για να ξεμυτίσει και να δημιουργηθεί κάτι μετριότατο που μοιάζει μάλλον με παραγωγή παρά με δημιουργία και προορίζεται ως επί το πλείστον για εσωτερική κατανάλωση. Οι υπόλοιποι πιστοί είμαστε οι καταραμένοι όρος βλάσφημος αν αναλογιστεί κανείς τέρατα της λογοτεχνίας που αυτοχαρακτηρίστηκαν ως τέτοιοι. Η επίκληση της έμπνευσης είναι τρόπος ζωής ομοιάζων αρκετά με το χιτλερικό uber alles. Στην ελληνική παροιμία, η έμπνευση αγιάζει τα μέσα. Γιατί η έμπνευση είναι ο σκοπός και συχνότερα ο αυτοσκοπός. Το τίμημα είναι βαρύτατο και απαιτεί επώδυνους τοκετούς τουλάχιστον για ένα κοινό θνητό. Είναι λογικό για κάποιον που πρέπει να βγάλει τα προς το ζην υποκύπτοντας στους όρους της επιβεβλημένης με την έννοια του επαγγέλματος δουλείας, να αυτοσυντηρείται με συγκεκριμένες δουλειές τέτοιες ώστε να μην προδίδει την τέχνη που τόσο αγαπά. Το θέμα είναι εκτός από το χρόνο που απομένει ελεύθερος (που μεταφράζεται στο χρόνο που νιώθουμε εμείς ελεύθεροι αφού ο χρόνος από όσο γνωρίζουμε δεν υποδουλώθηκε ποτέ), ότι δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια αποσυντονισμού και αποπροσανατολισμού από χθόνιες ανάγκες. Έχεις όλη την πολυτέλεια να σε κατακλύζουν όλες οι εμμονές και ονειροφαντασίες σου χωρίς έξωθεν επέμβαση και χωρίς να σε γειώνει κανείς. Άλλωστε όταν η έμπνευση σου χτυπά την πόρτα κανείς δεν μπορεί να σε γειώσει. Μέσα στην παγωνιά ολονυχτίς στεκόταν όρθιος και γυμνός ο Σωκράτης όταν στοχαζόταν κατά τη διάρκεια μιας μάχης που αυτή τη στιγμή μου διαφεύγει. Σε περίπτωση που κάποιος μελετά Πλάτωνα π.χ. και συγκλονίζεται, είναι λίγο δύσκολο βέβαια, παράλληλα να έχει το φαγητό στο φούρνο, να προσπαθεί να κόψει το κάπνισμα και να υφίσταται το διευθυντή του ενώ παράλληλα έχει στο νου του να πληρώσει τα κοινόχρηστα. Τα  εμπόδια που προκύπτουν από μια τέτοιου τύπου ζωή είναι συχνά ανυπέρβλητα εάν δεν πρόκειται για κάποιο συγκλονιστικό και μεγαλειώδες ταλέντο. Το πείσμα και η πειθαρχία που απαιτούνται όταν επιστρέφεις από το μεταφυσικό κόσμο της ποίησης πέφτοντας με  την πλάτη στο πάτωμα με σπασμένα φτερά και νεύρα, είναι πολύ χειρότερα από οποιοδήποτε άλλη προσπάθεια απαιτείται για να ορθοποδήσεις διανοητικά μετά από τις καθημερινές αγγαρείες και να επανέλθεις στο μαγικό κόσμο της συγγραφής.

Μια λευκή σελίδα είναι πάντοτε ένα βάραθρο. Με μια και μόνο βουτιά της πένας στο μελάνι, μπορεί να σου αποκαλυφθεί ένα ολόκληρο σύμπαν του οποίου είσαι εσύ ο ένας και μόνος κυρίαρχος. Ναι είναι αλαζονικό, μα νιώθεις σα Θεός. Η εκκίνηση είναι πάντα μυστηριώδης κι αναρωτιέσαι αν πρέπει να γαντζωθείς σε ένα τροπικό φοίνικα και να προσγειωθείς σε μια παραλία της Ιαπωνίας ή να βγάλεις από τη θήκη τα στιλέτα για να διαπράξεις τα πιο στυγερά εγκλήματα με μουσική υπόκρουση τζαζ της Νέας Ορλεάνης. Άλλοτε πάλι το να γίνεις ηδονοβλεψίας σε ένα ροζ μπουντουάρ ή να μεταδώσεις μια ατμόσφαιρα γεμάτη καπνό και δυνατό αψέντι σε φέρνει πίσω σε νοσταλγικές, ροκ και οικείες κραιπάλες με εξίσου πιθανό αποτέλεσμα τόσο να γράψεις θεσπέσιες αμαρτωλές ίντριγκες όσο και να παρατήσεις τη συγγραφή για να τις ζήσεις. Το μείζον ελάττωμα ενός εκκολαπτόμενου συγγραφέα είναι η συνεχής απουσία σε ο,τιδήποτε κάνει εκτός της κυριαρχίας στο προσωπικό του σύμπαν και δη του οποιουδήποτε γραπτού του. Η γενετήσια ανεπάρκεια που έχει στο να ζει τη στιγμή χωρίς να αφαιρείται. Του να αφήνεται στο παρόν χωρίς να φαντασιώνει πως θα το μετουσιώσει σε έργο αργότερα. Κάθε φορά που κάθεται σε κάποια καρέκλα –κατά προτίμηση- μη αναπαυτική για  να  μη χαλαρώνει, τον τσιμπούν τα οπίσθιά του να σηκωθεί να ζήσει όλα τούτα που έχει στον νου του. Ακόμη και να επιχειρήσει να τα ζήσει απογοητεύεται οικτρά καθώς η κοινή πραγματικότητα συνήθως μικρή σχέση έχει με την πραγματικότητα του καθενός που είναι μια πολύ προσωπική υπόθεση, και ως εκ τούτου καταλήγει πάλι στην άβολη καρέκλα του για να γράψει με μεγαλύτερο πάθος όλα όσα δεν μπόρεσε να ζήσει ή τουλάχιστον φοβήθηκε. Ακόμη πάλι και η τόλμη και η ποιητική νοημοσύνη να μην του λείπει για να αποκρυπτογραφήσει τα θαύματα της ζωής, συνεχώς γράφει για να τα υμνήσει και να τα μοιραστεί με κάποιον άλλο (έστω κι αν είναι το χαρτί) γιατί δεν αντέχει το βάρος τόσης ομορφιάς. Πράξη δραματικά ματαιόδοξη και παράλληλα αλτρουιστική. Αυτοί συνήθως είναι και οι πιο φωτεινοί συγγραφείς.

Η ημιτελής ζωή ενός συγγραφέα τον φέρνει στη δυσάρεστη θέση να αποκτήσει σχιζοειδή προσωπικότητα καθώς επιχειρεί εγκεφαλικά να ενσαρκώσει όλους τους ρόλους που δύναται να φανταστεί και κατ’ επέκταση να πλάσει. Ως εκ τούτου το ψυχόδραμα του Μορένο γίνεται δεύτερη φύση του κι ενδεχομένως η μοναδική του σωτηρία στην ανεπάρκειά του να ζήσει μια δομημένη και πλήρη ζωή. Το ψυχόδραμα του Μορένο εξαίρετη ψυχαναλυτική μέθοδος των αρχών του αιώνα προσάρμοζε ανάλογα με την ψύχωση του ασθενούς ένα ρόλο κατάλληλο για την εξισορρόπησή του. Επί παραδείγματι μια νυμφομανής ακολουθώντας μια αγωγή, επιβεβλημένα από τον ψυχίατρο που την κουράριζε έπρεπε να ζει μια έκλυτη ζωή που να συνάδει με την ψύχωσή της και παράλληλα λόγω ομοιοπαθητικής διαδικασίας προφανώς να τη λυτρώσει από το ρόλο που υιοθετούσε στην πραγματική ζωή και την καθιστούσε μη λειτουργική. Με τον καιρό και ως δια μαγείας η ασθενής αποκτούσε μια φυσιολογική και επαρκέστερη σεξουαλική ζωή. Όχι απαραίτητα ότι θα συμβούν όλα αυτά στο συγγραφέα αλλά αδυνατώ να συλλογιστώ τι θα είχε συμβεί στο Ντοστογιέφσκι αν με τα πάθη που είχε και τα ερέβη στα οποία βυθιζόταν δεν έγραφε.

Εξαίσια η τέχνη της ζωής κι ακόμη πιο εξαίσια της συγγραφής!

Κάθε στιγμιότυπο ζωής πιθανή φράση σε μυθιστόρημα. Κάθε σκεπτικό κι εκφραστικό πρόσωπο, εκκίνηση ενός απίθανου συχνά σεναρίου για τη ζωή, την καθημερινότητα, τα συναισθήματα ενός εν τη γενέσει του ακόμη ήρωα. Ωστόσο η ιστορία παραμένει ρεαλιστική σαν σενάριο από αυτά που διδάσκει η κοινή πραγματικότητα που ξεπερνά σε απιθανότητα ακόμη και την πιο τολμηρή ή νοσηρή φαντασία. Αρκεί όλα τα αποκυήματα φαντασίας να υπάγονται ταπεινά στους φυσικούς νόμους. Ποιος τα λέει όμως αυτά; Αυτό είναι ένα άλλο θέμα που κάθε σκεπτόμενος στοιχειωδώς εραστής της γλώσσας, αμφισβητεί αν μη τι άλλο στην εφηβεία του ως συγγραφέας. Όλοι οι φυσικοί μέχρι τώρα νόμοι βρίσκονται υπό εξέταση σε όλα τα επιστημονικά πεδία. Νέες ανακαλύψεις που διαρκώς προκύπτουν ανατρέπουν τον τρόπο σκέπτεσθαι και άρα της ίδιας μας της ζωής μας. Η ανακάλυψη της μαύρης τρύπας στο διάστημα ανατρέπει όλα τα μέχρι τώρα δεδομένα της θεωρίας και πεποίθησης περί βαρύτητας και χάους. Γιατί να αποτελέσουν εξαίρεση τα πεδία ανθρωπίνων δυναμικών και ψυχών, πεδία άκρως ανεξερεύνητα με εικασίες στα σπάργανα. Πόσοι νέοι νόμοι μετά – φυσικοί ως ιδεολογήματα και μόνο δεν μπορούν να προκύψουν από ένα φωτεινό συγγραφικό πνεύμα; Πόσα νέα κινήματα δεν είχαν ως επινοητή ένα συγγραφέα σε επίπεδο κοινωνιολογικό, ψυχολογικό, πολιτικό εκκινώντας μάλιστα σπουδαίες ιδεολογικές εποποιίες; Όχι όμως! Δε θα είναι η προκατάληψη, δεν θα είναι η έλλειψη στοχασμού και φαντασίας, δεν θα είναι ο φόβος για την απόρριψη του αναγνωστικού κοινού, ο εχθρός στην πρωτοπορία της σκέψης, παρά η αυτολογοκρισία. Τι εποχή! Άλλοτε ήταν η λογοκρισία. Η ανθρωπότητα με την εδραίωση της ελευθερίας έκφρασης λες κι έκανε ένα βήμα με την όπισθεν. Σε τι μεγαλείο έφτασε η λογοτεχνία ακριβώς λόγω της λογοκρισίας. Ευθύνεται γι’ αυτό η διεστραμμένη φύση του ανθρώπου; Μπορεί! Αλλά σαν απαγορευμένη σχέση που είναι πιο έντονη οι μεγάλοι στοχαστές εξοβέλισαν τα πιο πολύτιμα πετράδια τους προσπαθώντας να φτύσουν τη λογοκρισία στα μούτρα . Πολλοί συγγραφείς φοβούνται πραγματικά τον ίδιο τους τον εαυτό, την ίδια τους την έπαρση, τα ίδια τους τα όρια. Το να ξετυλίξει το κουβάρι της σκέψης και να ενδυναμώσει αυτή την έμπνευση ιδίως αν είναι παράτολμη και να την υποστηρίξει κάποιος συγγραφέας είναι από μόνο του τρομακτικό καθώς δεν ξέρει –το εξομολογούμαι με την πάσα ειλικρίνεια- που θα τον βγάλει. Καθώς ζει με όλο του το είναι το γραπτό του, μπορεί απλά να τον στείλει στην κόλαση απλά και μόνο αμφισβητώντας τις πάτριες σταθερές του. Ολόκληρους αιώνες οι κοινωνίες δομούνται πάνω σε σταθερές γιατί αλλιώς απειλούνται από την αυτοκαταστροφή τους. Αν πράξεις σα να μην υπάρχουν οι σταθερές αυτές ή αν μη τι άλλο σα να είναι αόρατες για σένα, οδηγείσαι σε αδιέξοδο. Έπειτα χτυπά την πόρτα η τρέλα! Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι όποιος κατάφερε συγγράφοντας να κλονίσει τις συνειδήσεις των αναγνωστών –με βάση το ποιοτικό μέγεθος και όχι το εμπορικό που σαφώς είναι πιο βραχύβιο-  κλόνισε πρώτα μέχρι εσχάτων το ίδιο του το είναι. Το τεμάχισε, το κατέστρεψε και διαμέλισε στα εξ ων συνετέθη για να το χτίσει από την αρχή. Ο φοίνικας αναγεννάται από τις στάχτες του. Οι αναφορές σε σύμβολα ολοκληρωτισμού ας μην εκληφθούν ως τυχαίες. Το καθεστώς της έμπνευσης και της ανάγκης για δημιουργία είναι ολοκληρωτικό. Ελάχιστες είναι οι εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα ότι ο άνθρωπος δεν είναι παντοδύναμο ον χωρίς να αυτοκαταστραφεί τελικά, εκτός από σπουδαίους νόες και ατόφια καθαρά πνεύματα με παράλληλη δύναμη θέλησης και πειθαρχίας. Αλλά σε ό,τι μας είναι εκ βαθέων ιερό τι πιο τρανή απόδειξη για την ιερότητα που του προσάπτουμε άλλη από την ανάγκη μας να ασελγήσουμε πάνω του; Δεν είναι δύσκολο να καείς σκεπτόμενος και ασελγώντας πάνω σε όλα όσα λατρεύεις. Βέβαια «αξίζει να ζήσεις για ένα όνειρο κι ας είναι η φωτιά του να σε κάψει» όπως άδει κι ένας λαϊκός βάρδος αλλά δεν είναι κρυφό ότι ακόμη κι αυτό για ένα σκεπτόμενο άνθρωπο τίθεται πάλι υπό αμφισβήτηση. Αξίζει; Και να τος πάλι ο φαύλος κύκλος. Τι συμβαίνει συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις; Για να πάρει θάρρος ένας μέτριος νους το μόνο που κάνει είναι να πιει δυο ποτηράκια παραπάνω οπότε τελικά δεν καίγεται για το υψηλό αλλά καταφέρνει να κάψει σίγουρα κάτι μια ώρα αρχύτερα. Τα εγκεφαλικά του κύτταρα. Μάρτυράς μου οι βιογραφίες των μεγάλων συγγραφέων, ελάχιστοι έγραψαν χωρίς καύσιμα. Αλκοόλ, καφέδες, ναρκωτικά, τσιγάρα. Άλλωστε ποιος μετά από δυο ποτηράκια δε μεταμορφώνεται σε ποιητή; Λίγο πολύ είμαστε οι περισσότεροι Μαρμελάντωφ! Αριστοτεχνικό ψυχογράφημα του μέσου ανθρώπου! Τα ανθρώπινα πάθη όταν εξωτερικεύονται είναι από μόνα τους ένα υπέροχο έργο έστω του παραλόγου! Ποιος δημιουργεί εν πλήρη νηφαλιότητα όμως; Ας εκφράσουμε μια αιρετική και αυθαίρετη άποψη μιας και η ιστορία άλλα θεωρείται πως έχει αποδείξει. Οι συνεσταλμένοι άνθρωποι σίγουρα δεν είναι γεννημένοι για συγγραφείς. Τα αυθεντικά διαμάντια πάντα θα κρύβονται επιτυχώς στα σκοτάδια τους με μόνη τολμηρή σωτηρία συχνά την αυτοχειρία. Οι μισοί από τους αυτόχειρες λογοτέχνες απόκτησαν τη φήμη τους λόγω της επιλογής τους να πεθάνουν και όχι τόσο από την καλλιτεχνική ή πνευματική αξία των έργων τους. Ας είναι! Η υστεροφημία τουλάχιστον επετεύχθη. Γιατί αν ένα έργο είναι το ελαιόλαδο, το κουκούτσι της ελιάς είναι η αθανασία! Συνειρμικό παιχνιδάκι με τον εξ αφορμής κότινο! Η αυτόματη γραφή λοιπόν ξεβράζει αποκυήματα γονιδιακής μνήμης! Να ένα σπουδαίο μυστικό που μας αποκάλυψαν οι σουρρεαλιστές! Το πιο σπουδαίο επίτευγμά τους στην επαναστατική τους προσπάθεια κατάργησης της φόρμας. Ε ναι λοιπόν! Αν έχεις επαναστατική διάθεση, κάτι θα πετύχεις μεγαλειώδες αργά ή γρήγορα έστω κι αν φαίνεται κάτι απλοϊκό και απειροελάχιστο, έστω κι αν το πετύχεις από τύχη σε άλλη κατεύθυνση από αυτή που στόχευες. Επιτυχέστατο παράδειγμα! Το πυθαγόρειο θεώρημα! Η απλότητά του ήταν τόσο απαστράπτουσα και ακαριαία που δεν βρήκε στο διάβα των αιώνων τίποτα να της αντιταχθεί. Παρά μόνο τους φανταστικούς αριθμούς! Η λογική μέχρι σήμερα όπως την ξέρουμε και τη διδασκόμαστε –που λέει ο λόγος γιατί η εκπαίδευσή μας το αποφεύγει συστηματικά- , είναι μεσήλικη. Το μόνο που μπορεί να της αντιπαραβληθεί με επιτυχία είναι η παραδοξότητα και το παράλογο που πάλι έχει τις ρίζες του στο απώτερο αρχέγονο παρελθόν μας για να μη νομίσει κανείς ότι πρωτοτυπεί ο ανθρώπινος νους σε βαθμό σοβαρό…

Η αυτοχειρία για να επανέλθουμε, είναι μια παράλογη πράξη και απόλυτα επαναστατική ή τουλάχιστον κατά κοινή παραδοχή λογίζεται ως τέτοια! Η επιλογή της σκηνοθεσίας της τελευταίας πράξης της ζωής μας αν μη τι άλλο εκτός από τολμηρή –με το δεδομένο ότι δεν είναι απονενοημένη, κάτι που ούτως ή άλλως κανείς δεν μπορεί να μάθει- είναι και καλαίσθητη. Όμως η αισθητική, ένα άλλο αγκάθι στη γραφή ενός λογοτέχνη, δεν μας απασχολεί μόνο στην τελευταία θεατρική σκηνή του βίου μας. Το προσωπικό ύφος! Τι μαρτύριο! Τι δουλειά προϋποθέτει το να αποφύγεις το μελό, τη φτηνή  συγκινησιολογία! Θέλει αρετή και τόλμη για να φτιάξεις κάτι που να μην μπάζει αισθητικά! Το μόνο άλλοθι που μπορεί να επινοήσει κάποιος για να καλύψει την αισθητική του ατέλεια είναι να επινοήσει ένα στυλ μοντέρνο ή έστω μεταμοντέρνο (κάτι καθόλου εύκολο αφού αυτό απαιτεί υψηλό επίπεδο αυτογνωσίας και εξαίρετη ευστροφία) Αν υποθέσουμε ότι μόνο και μόνο για να συνεχιστεί η επιχειρηματολογία δεχόμαστε ότι δεν υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη, τελικά δεν παίζει τόσο ρόλο τι θα πει κάποιος αλλά πως. Αριστουργηματικά πνεύματα τα έχουν πει όλα όσα χωράει κατά τη διάρκεια εκατό ανθρώπινων ζωών να επεξεργαστεί και να στοχαστεί ένας εύστροφος ανθρώπινος νους με κρίση, βαθύτητα και πρωτοτυπία. Τι καινούργιο να πεις; Η έστω για να μην είμαστε και απαισιόδοξοι και συντηρητικοί τι καλύτερο να πεις; Ποιος τολμά να ανταγωνιστεί τον Πλάτωνα, τον Ευριπίδη, το Ντοστογιέφσκι; Δεν είμαι καθόλου υπέρμαχος των αυθεντιών γιατί απλά στην ουσία δεν υπάρχουν αλλά στ’ αλήθεια τι πιθανότητες έχει ένας μέσος νους να εκφράσει κάτι παραπάνω εκτός από στοχαστικά και αμπελοφιλοσοφικά σοφίσματα; Είναι εξαίρετη η τέχνη της συγγραφής αλλά ακόμη πιο εξαίρετοι όσοι δε γράφουν όταν στα αλήθεια δεν έχουν κάτι να πουν! Η ανάγνωση και μελέτη των κορυφαίων είναι ο βατήρας για πετυχημένο μακροβούτι στο μελάνι, και ως τέτοιος και μόνο πρέπει να χρησιμεύει σε όποιον σέβεται τον εαυτό του και δεν επιθυμεί να επαναλαμβάνεται. Ίσως για αυτό το λόγο κάποιοι αργούν τόσο να καταπιαστούν με την αγαπημένη τους τέχνη. Αν δεν υπάρχουν αναγνωστικές καταβολές εξ απαλών ονύχων ώστε να προλάβεις έπειτα να ζήσεις και να κάνεις βίωμα τα σπουδαία, να τα κάνεις κτήμα σου και να δομήσεις τον καλλιτεχνικό εαυτό σου πάνω σε όσα αφομοίωσες, πόσες ελπίδες έχεις στα αλήθεια εκτός πάλι αν είσαι ένας λαϊκός θυμόσοφος βλέπε τον Αίσωπο ή το Χατζημιχαήλ στη ζωγραφική; Αριστουργήματα όμως δεν φτιάχτηκαν από θυμόσοφους ακόμη κι από τους πλέον χαρισματικούς. Ποιος φαντάζεται την Καπέλα Σιξτίνα να φιλοτεχνείται από ερασιτέχνη ζωγράφο; Τον Παρθενώνα; Σχεδόν αδύνατον! Το Ρεμπώ να γράφει τους οραματισμούς του χωρίς να έχει μελετήσει τους αρχαίους Έλληνες και Λατίνους ή έστω την Αγία Γραφή; Άλλωστε αν ξεκινήσεις να διαβάζεις Ελύτη πόσο καιρό θα σου πάρει να ξεμουδιάσεις από το θάμπος; Τι ποίηση θα γράψεις εκτός από σχεδιάσματα κι ασκήσεις πάνω ακριβώς στο ύφος αυτού του κάποιου άλλου του σπουδαίου, του θεού της Τέχνης που αφοσιώνεσαι; Σιχαίνομαι τους καλλιτέχνες που δεν ξέρουν τι θα πει αγρανάπαυση! Τι πιο περίτρανη απόδειξη στενομυαλιάς και εμμονικής αυταρέσκειας. Αν αλήθεια όμως δεν λατρέψεις από παιδί σαν  μυστήριο ιερό, σαν κώδικα που σου αποκαλύπτει τον κόσμο ολόκληρο αυτά τα μαύρα στίγματα από μελάνι, τα γράμματα και δεν πορωθείς με την ανάγνωση, πως είναι φυσικό να πορωθείς με τη γραφή; Πολύ λογική σκέψη θα πει κανείς για να είναι και ισχύουσα, αλλά αλήθεια, είναι και η μόνη που εμπεριέχει το πάθος! Άρα πρόκειται για ένα πλήρη έρωτα! Χωρίς αυτόν τον κεραυνοβόλο έρωτα, αυτή την εξαίσια αρρώστια που γεννά αυτομάτως και τη λύτρωσή της πως είναι δυνατό να γίνει συγγραφέας κανείς; Πως θα μάθει αν έχει ταλέντο αν δεν έχει την υπέροχη έλξη να ασχοληθεί με τη γλώσσα όπως και να 'χει;

Όμως ας μην προβληματιζόμαστε υπέρ του δέοντος. Ούτως ή άλλως, η παραδοχή της ήττας θα έρθει μόνο πολύ αργότερα όταν θα φτάσει κάποιος στην Ιθάκη του. Αν πάλι δεν την παραδεχτεί ποτέ, αυτή παραμένει και η πιο τρανή απόδειξη ότι άξιζε να γίνει συγγραφέας γιατί δεν υπήρχε καμιά άλλη ζωτική πλάνη που να τον πείθει περισσότερο από κάθε άλλη ότι αξίζει να ζει.

 

Πούλια από κεχριμπάρι


 

Το σπίτι του παππού του ήταν κάπου στους Αμπελόκηπους. Σε μια γειτονιά πάνω στα Τουρκοβούνια. Στο πατρικό του πατέρα του είχε να πάει από τότε που ήταν παιδί. Είχε ξεμείνει εκεί μια μονοκατοικία κόντρα στην ανοικοδόμηση της περιοχής, σα γέρος πεισματάρης που αρνείται να χρησιμοποιήσει το διαδίκτυο. Ένα σπίτι από μια εποχή νοσταλγική σαν αγκάθι σε πατούσα θηρίου. Το φρόντιζε ενίοτε ο πατέρας του που τώρα θα ήταν περίπου στην ηλικία που θυμόταν τον παππού. Γιατί άραγε πήγαινε εκεί; Του ήρθε σήμερα μια τέτοια παρόρμηση που στάθηκε αδύνατο να αντιπαλέψει. Κι όμως αφορμή δεν ήταν κάποιο θανατικό. Ο παππούς είχε πεθάνει εδώ και δεκαετίες. Ο πατέρας έστεκε ακόμη μια χαρά στα πόδια του. Πρακτικός λόγος δεν υπήρχε. Το σπίτι δεν ήταν ούτε προς πώληση ούτε προς ενοικίαση. Μήπως ήταν η γέννηση του γιου του, αναρωτήθηκε καθώς βαριανάσαινε στον δρόμο προς το σπίτι. Θυμήθηκε τη μάνα του κοπέλα να γκρινιάζει κάθε φορά που επισκέπτονταν τα πεθερικά της με τα ψηλοτάκουνα στην ανηφοριά, ιδίως τα καλοκαίρια που της χάλαγε και το μαλλί κομμωτηρίου από τον ιδρώτα. Κοντοστάθηκε να ανασάνει. Συλλογίστηκε για άλλη μια φορά ότι έπρεπε να κόψει το κάπνισμα. Ξαφνικά, αισθάνθηκε σαν πρωτόγονος που ανεβαίνει το βουνό για να βρει τη σπηλιά του γηραιότερου αρσενικού της φυλής και να τον φωτίσει με τη σιωπηρή σοφία του. Σοφία ακριβώς γιατί ήταν σιωπηρή. Γι’ αυτό δεν επισκεπτόταν τον πατέρα του. Δεν του είχε συγχωρήσει πολλές από τις επιλογές του. Από τότε δε που είχε χωρίσει με τη μάνα του διαρκώς τον απέφευγε. Θα μάλωναν πάλι για τα παλιά, θα άρχιζαν τις κόντρες για τις ασωτίες του, για τα πολιτικά, για το ποδόσφαιρο. Ο πατέρας, βλέπεις, ήταν ακόμη ζωντανός. Η ζωή έχει πάντα πολύ θόρυβο. Του ήρθε στο νου ότι θα έχανε κι αυτός κάποτε τον πατέρα του. Ένιωσε πρόκες να κατεβαίνουν στον οισοφάγο του και να του γδέρνουν το στομάχι. Η ζωή έχει θόρυβο και ο θάνατος πόνο. Όσο μεγάλωνε, ηδονή έβρισκε πια μόνο στη ρέμβη. Απέναντι στα γεγονότα της ζωής και του θανάτου ήταν ανεπαρκής, λιπόψυχος, μονίμως απροετοίμαστος. Κι όμως ενστικτωδώς προτίμησε την κατάφαση στη ζωή. Επέλεξε να γίνει κι αυτός πατέρας.

 Έφτασε στο κατώφλι. Άκουσε τους μεντεσέδες της πόρτας να τρίζουν και το σουγιά του χρόνου να συρίζει προς το μέρος του. Βρήκε το στόχο του. Αναδιπλώθηκε σε βαθύ κάθισμα και άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Τα πένθη όταν ξυπνούν, δημιουργούν τσουνάμι. Σκουπίστηκε με το μανίκι του σακακιού του. Εδώ κανείς δεν θα τον έκρινε που το λέρωσε. Εδώ ήταν ασφαλής. Μπορούσε ανενόχλητος να είναι ο εαυτός του. Ο παππούς, μεγαλόσωμος γίγαντας, σκληρότητα είχε μόνο στις παλάμες. Η καρδιά του ήταν από «βούτυρο και μέλι» όπως έλεγε η γιαγιά. Είδε το είδωλό του στον καθρέφτη της εισόδου. Ρυτίδες στο μέτωπο, τα μάτια, πάνω από τα χείλη, αραιά ψαρά μαλλιά και μάτια θολά σα νεκρού ψαριού μα με μια αμυδρή χαραγματιά - υπόσχεση ζωής. Προχώρησε παραμέσα. Το παρελθόν τρύπωσε από τα ρουθούνια του σαν ύπουλο φίδι και ενεργοποίησε το κουμπί εκκίνησης για το ταξίδι στο χρόνο. Μούχλα, λιβάνι και κολόνια λεμόνι, η αγαπημένη της γιαγιάς.

Σα να άκουσε ψαλμωδίες. Η κυριακάτικη λειτουργία από το ραδιόφωνο. Ο παππούς την άκουγε ανελλιπώς και σχολίαζε τους ψαλτάδες της μητρόπολης. Αν τους ξέφευγε μια πα, βου, γα, δω, νη, συγχυζόταν πιο πολύ κι από όταν έχανε η ΑΕΚ. Για τον παππού η ΑΕΚ ήταν ιερή σαν τον Απόστολο. Διαπασών ο αγώνας της Κυριακής στο ραδιόφωνο διακοπτόταν μόνο από το τάβλι που έπαιζε ο παππούς με τον πατέρα πίνοντας ούζο και μασουλώντας κολοκυθοκεφτέδες. Το θρυλικό τάβλι του παππού... Φτιαγμένο με μαλάματα, σαν κόσμημα. Τα πούλια από κεχριμπάρι τα έπαιρνε πάντα εκείνος. Ήταν το γούρι του. Έφτυνε τις χούφτες του πριν ρίξει τα φιλντισένια ζάρια για να του κάνουν τη χάρη και να ρίξουν ντόρτια. Όταν μάλιστα κέρδιζε, το κέρασμα ήταν εξασφαλισμένο από το μαγαζάκι της γωνίας. Που γκρίνια τότε για την ανηφόρα. Η ανηφόρα γινόταν πια μια δρασκελιά και τα παιδικά πρόσωπα παλέτα από τους σοκολατί λεκέδες. Έπειτα, πήγαιναν να επιστρέψουν τα ρέστα στα χέρια του παππού. Αυτά τα ροζιασμένα χέρια που είχαν σηκώσει τόνους στο λιμάνι, που έσπαγαν τα καρύδια χωρίς καρυοθραύστη, άνοιγαν τάχα πως περίμεναν τα ρέστα αλλά πάντα αυτά κατέληγαν στις τσέπες των εγγονών. Ο παππούς τότε χάιδευε τους βασιλικούς για να καθαρίσει τα χέρια του από τα λεφτά τα «αναθεματισμένα». Και μοσχομύριζε το σαλόνι, χαίρονταν και τα καναρίνια κι άρχιζαν να τιτιβίζουν. Ήταν η ώρα της νηνεμίας πριν τη σφοδρή ανεμοθύελλα. Έκλεινε το ραδιόφωνο. Κόπαζαν οι φωνές

των παιδιών με τα μπουκωμένα στόματα από τις λιχουδιές, ξεκουράζονταν οι άνδρες από την ένταση του παιχνιδιού, οι γυναίκες αποσύρονταν στην κουζίνα για να ετοιμάσουν το τραπέζι. Έμενε μόνο το θρόισμα των εφημερίδων. Διάβαζαν οι μεγάλοι τις ειδήσεις και τις ξεφούρνιζαν αργότερα την ώρα του γεύματος. Λες και το έκαναν επίτηδες. Ο τσακωμός δέσποζε παραδοσιακά στο κυριακάτικο τραπέζι όπως το ψητό κατσικάκι. Για τα εγγόνια όμως αυτή ήταν η ώρα του μαθήματος πολιτικής ιστορίας. Για τις γυναίκες πάλι ήταν το βασικό αίτιο της βραδινής κρεβατομουρμούρας. Στο τέλος του γεύματος, έπιναν καφέ ελληνικό. Πλησίαζε η ώρα του αποχωρισμού και «άρχιζαν να πέφτουν οι πλερέζες», όπως έλεγε ο παππούς κανακεύοντας τα παιδιά ένα-ένα στα γόνατά του. «Του παιδιού μου το παιδί είναι δυο φορές παιδί μωρέ» έλεγε και ξανάλεγε κι αυτή η φράση σα μονότονο μάντρα ήταν που έκανε τα εγγόνια να γαληνεύουν και να αποδέχονται τη λήξη του παιχνιδιού και το βραδινό μπάνιο.

Όσο αναπολούσε, έπινε τον καφέ που είχε φτιάξει στο καμινέτο του σπιτιού. Καφέ ελληνικό που δεν πίνει ποτέ στη ζωή του. Ρούφηξε την τελευταία γουλιά από το πορσελάνινο φλιτζανάκι και σηκώθηκε ακουμπώντας τα χέρια στα γόνατα όπως πριν από κάθε μεγάλη απόφαση. Έριξε μια ματιά ξανά στα άδεια κλουβιά. Το γλυκό πουλί της νιότης του είχε πετάξει ανεπιστρεπτί. Του ξέφυγε ένα δάκρυ σα σταγόνα που πέφτει τελευταία όταν κλείνουμε μια βρύση. Κλείδωσε πάλι τη σαραβαλιασμένη εξώπορτα προσεκτικά σα σεντούκι με θησαυρό. Βγαίνοντας, κάθισε στο κεφαλόσκαλο κι έβγαλε το κινητό. «Έλα, μπαμπά. Ναι, όλοι καλά. Θα είσαι εκεί να περάσω αργότερα με το μικρό;»               

Κατερίνα

 

Η Κατερίνα έμενε στον ίδιο όροφο με μας, όταν ήμουν παιδί. Ήταν περίπου 40 και μετακόμισε ξαφνικά στην πολυκατοικία μας. Έγιναν φίλες με τη μάνα μου αμέσως και μερικές φορές κοιμόταν σπίτι μας γιατί τότε δούλευε ο πατέρας μου στο εξωτερικό. Οι συζητήσεις τους παρέπαιαν ανάμεσα σε φεμινιστικά κρεσέντο και κατινιές για τα αφεντικά και τους συντρόφους τους. Θυμάμαι ότι κάπνιζε αρειμανίως κι έμοιαζε με έναν απροσδιόριστο τρόπο με τη Ρένα Βλαχοπούλου από την ανάποδη όμως. Γιατί η Κατερίνα απέπνεε πάντα κάτι λυπημένο. Οι γραμμές του προσώπου της είχαν πάρει την κατιούσα είτε λόγω ηλικίας είτε λόγω εκφραστικών κινήσεων και ανάλογων μορφασμών. Μερικές φορές η μάνα μου με άφηνε σε εκείνη. Μου τηγάνιζε πατάτες και μου έστρωνε τραπέζι σε μια ροτόντα ξύλινη που την είχε πάντα στολισμένη με ένα κεντητό σεμέν. Της άρεσε να μασκαρευόμαστε τις απόκριες, άλλο που δεν ήθελα κι εγώ. Ήταν αρραβωνιασμένη με έναν αστυνομικό, πράγμα που δεν χαροποιούσε καθόλου τη μάνα μου (γιατί από τότε δεν τους συμπαθούσε καθόλου) αλλά ούτε την Κατερίνα. Αυτό μου έκανε τεράστια εντύπωση τότε. Δεν την κακοποιούσε ούτε την κακομεταχειριζόταν αλλά δεν τραβούσε η σχέση τους. Όταν χώρισαν κάποια στιγμή, η Κατερίνα σα να βρήκε την υγεία της. Σα να έφτιαξε η διάθεση της. Περιποιούταν περισσότερο τον εαυτό της και ήταν πιο εύθυμη. Γνώρισε έναν ανθοπώλη, χαριτωμένο καλόχαρο άνθρωπο που την ερωτεύθηκε πολύ. Από μπάτσο σε λουλουδά, έλεγε η μάνα μου χαριτολογώντας κι εμένα τώρα που το γράφω, μου ’ρθε συνειρμός μια κοπέλα που είδα σε φωτογραφία να δίνει λουλούδι σε ένα ματατζή σε διαδήλωση. Με τα πολλά, η Κατερίνα παντρεύτηκε τον ανθοπώλη κι έκαναν μαζί ένα μωρό. Ήταν άλλος άνθρωπος πλέον, σα να άνθισε και τώρα θύμιζε πραγματικά τη Βλαχοπούλου, με το χαμόγελο και τα πειράγματα της, ήταν η χαρά της ζωής.

Δεν πέρασε ένας χρόνος από τη γέννηση του μωρού της και πέθανε. Επιθετικός καρκίνος. Ο Παντελής συντετριμμένος μεγάλωσε μόνος το μωρό που έγινε ένα υπέροχο κορίτσι που της μοιάζει.

Πριν λίγο πέρασα από την Οινόη που ήταν το χωριό της.

 


Τετάρτη, Ιουνίου 09, 2021

Κανονική καλημέρα

Αφήνω τη μικρή σχολείο. Ποιητική ήρεμη διαδρομή με πουλάκια, γατάκια κι ένα απαλό αεράκι. Μποτιλιάρισμα στους δρόμους. Στο Κουκάκι κλασικά ένα μεγάλο φορτηγό ξεφορτώνει στο Σκλαβενίτη. Κορναρίσματα και φάσκελα από εκνευρισμένους οδηγούς. Μια κοπέλα με πολύχρωμη μαντήλα ανοίγει το μπλοκ και ζωγραφίζει με παστέλ στη στάση. Η γνωστή άστεγη της γωνίας κοιμάται βαθιά. Κάποιος της άφησε παραδίπλα μια τσάντα με κουλούρι και νερό. Τα καφέ της Κοραή ξαναγέμισαν με κόσμο που λουφάρει. Τα παλικάρια της ΕΛ.ΑΣ. και της Δημοτικής Αστυνομίας περιστοιχίζουν τα Υπουργεία. Αφίσες παντού και συζητήσεις για την αυριανή απεργία. Είναι μια όμορφη καινούργια μέρα!

Δευτέρα, Ιουνίου 07, 2021

Η γραφή

 

Ξεκινώντας να γράφεις θεωρείται ότι πάντα ξέρεις τι θέλεις να πεις. Αυτό όμως δεν είναι ακριβές. Μπορείς απλά να θέλεις να ακούσεις έναν ήχο στο πληκτρολόγιο μόνο και μόνο για να σπάσεις τη σιωπή. Ή την έλλειψη έμπνευσης. Ή μπορεί να χρειάζεται να γράψεις κάτι για να βιοποριστείς. Από την άλλη, μπορεί να θέλεις να επικοινωνήσεις με κάποιον, να σπάσεις τον πάγο, και να μην ξέρεις ούτε πώς να ξεκινήσεις ούτε πώς να συνεχίσεις. Ίσως πάλι σου αρέσει να βλέπεις να γεννιούνται μαύρα μικρά στίγματα που αυξάνονται και πληθύνονται σαν μυρμήγκια στη σειρά προς τη φωλιά. Ή ακόμη ακόμη απλά να σου αρέσει  να γράφεις. Να έχεις κόλλημα με το να σχηματίζεις λέξεις και προτάσεις. Ό,τι κι αν είναι αυτό. Λίστα για ψώνια, διοικητικό έγγραφο, διαγώνισμα μαθηματικών, ερωτικό ποίημα, απειλητικό σημείωμα, τραγουδάκι, διήγημα, ποίημα, ακόμη και διαθήκη. Ο σημαντικότερος όμως λόγος πιστεύω , είναι για να αδειάσεις τον σκληρό σου δίσκο. Γιατί, άμα το καλοσκεφτείς, το μυαλό είναι ένας υπολογιστής, πόσα να χωρέσει χωρίς  να κρασάρει; Θέλεις, λοιπόν, να ακουμπήσεις όσα φευγαλέα σου έρχονται στο νου για να μην τα ξεχάσεις, όσα έχεις και τα κρατάς μέσα σου εδώ και πολύ καιρό και όσα πρέπει να καταγράψεις γιατί πολύ απλά δεν υπάρχει κανείς άλλος πια να τα θυμάται εκτός από σένα. Επίσης, θέλεις να συνεχίσεις να γράφεις ίσως για να σε γνωρίσουν οι άνθρωποι που δεν σε γνώρισαν από παιδί, οι άνθρωποι που σε γνώρισαν απευθείας μεσήλικη, οι άνθρωποι, όλοι οι άνθρωποι, πολλοί άνθρωποι, κάποιοι άνθρωποι, πέντε-έξι άνθρωποι ή ίσως μόνο δυο-τρεις, αν υποθέσουμε ότι σε γνωρίζει η ίδια σου η μάνα  ή ο σύντροφός σου, και πάλι τώρα που το καλοσκέφτομαι, ένας άνθρωπος αρκεί να θέλεις να σε γνωρίσει, ο γιος σου ή η κόρη σου.  

Σάββατο, Ιουνίου 05, 2021

Ο Μπουρμπουληθροθώρητος και η Μολυβένια

 

Φσίου φσίου κρατς μπαααααμ! Ένας άνεμος γρήγορος και δυνατός φυσούσε στην πόλη και παρέσυρε στο διάβα του ό,τι έβρισκε σαν αφηνιασμένο άλογο: Τενεκέδες που έσκαγαν με πάταγο λίγα μέτρα πιο κει, τα κοντάρια από τις σκούπες των οδοκαθαριστών που έτσι όπως έπεφταν λες και ξιφομαχούσαν, σκόρπιζε τα άνθη από τις γλάστρες στα μπαλκόνια που έραιναν τους περαστικούς λες κι ήταν νεόνυμφοι, έδινε το παράγγελμα για τον χορό των μπουγάδων, στροβίλιζε τα σκουπίδια στις άκρες του δρόμου έτσι που οι δίνες τους να μοιάζουν με πολύχρωμες σβούρες, σήκωνε τις φούστες των μαμάδων, έπαιρνε τα καπέλα από τους διαβάτες, έκανε τις σημαίες να πλαταγίζουν, μπέρδευε τα λυτά μαλλιά των κοριτσιών. Η πόλη ολόκληρη με τέτοιο άνεμο ήταν σε επιφυλακή. Πιο πολύ απ’ όλους όμως ο Μπουρμπουληθροθώρητος. Φτιαγμένος από μπουρμπουλήθρες καθώς ήταν, σκόρπιζε στον άνεμο. Απεχθανόταν ιδιαίτερα τους δυνατούς ανέμους γιατί φυσούσαν τις νεροφουσκάλες του και τον άφηναν τελείως γυμνό. Τα παιδιά βέβαια όποτε συνέβαινε αυτό διασκέδαζαν αφάνταστα γιατί λάτρευαν τα παιχνίδια με το σαπουνόνερο που φυσώντας το μέσα από καλαμάκι σχημάτιζε φούσκες με όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου που αιωρούνταν στον αέρα και πιτσίλιζαν όποιον τις έσπαγε. Μαζί με τον Μπουρμπουληθροθώρητο σχεδόν πάντα, βρισκόταν ευτυχώς και η φίλη του η Μολυβένια, σκούρα και κυβική και το βασικότερο βαριά κι ασήκωτη, ό,τι πρέπει να συγκρατεί και τους δυο τους μέσα σε ένα τόσο μανιασμένο άνεμο.

«Μολυβένια Μολυβένια

Με καρδούλα χρυσαφένια

Η αγάπη σου μελένια

Κι εγώ πάντα σ’ έχω έννοια»

Της τραγουδούσε διαρκώς ο Μπουρμπουληθροθώρητος για να της φτιάχνει το κέφι! Και είναι αλήθεια ότι αυτό χρειαζόταν συχνά γιατί η Μολυβένια είχε πάντα τις πιο πολλές ευθύνες γιατί ήταν πιο επιμελής και πιο σοβαρή από τον Μπουρμπουληθροθώρητο που ναι μεν την αγαπούσε πολύ αλλά σκάρωνε διαρκώς παιδιάστικες σκανταλιές που την έκαναν μονίμως να τρέχει για να διορθώσει τις επιπολαιότητές του!

Αυτό βέβαια έκανε τη Μολυβένια να είναι πιο κατσούφα και πιο σκεπτική.

Γλου γλου γλου γλου έκαναν τα περιστέρια που λόγω του ότι δεν μπορούσαν να πετάξουν είχαν μαζευτεί όλα μαζί στα σύρματα της ΔΕΗ για την πρωινή τους συνέλευση κι έτσι όπως είχαν στηθεί έμοιαζαν όπως προεξείχαν τα φτεράκια τους με νότες τετάρτου πάνω σε ένα πελώριο πεντάγραμμο. Κι έτσι όπως φύσηξε για μια στιγμή, μια κουτσουλιά παρασύρθηκε από τον άνεμο και έπεσε σπλατς κατακίτρινη πάνω στη Μολυβένια. «Αυτό μου έλειπε» γκρίνιαξε παραπονιάρικα και πήρε το μπουρμπουληθρένιο χέρι του φίλου της για να ξεπλύνει την κουτσουλιά από πάνω της ενώ εκείνος φώναζε «γούρι-γούρι γούρι-γούρι να σου κουτσουλούν τη μούρη» χαχανίζοντας. Εκείνο το πρωινό οι δυο φίλοι βιάζονταν πολύ γιατί είχαν να ασχοληθούν με μια πολύ σπουδαία υπόθεση. Είχαν βάλει σκοπό να απελευθερώσουν το καναρίνι από το κλουβί του για να πάει να βρει τη μαμά του που επιτέλους τα είχε καταφέρει να το σκάσει από το δικό της κλουβί και το είχε ακολουθήσει στο νέο του σπίτι. Το είχε αγοράσει ένα κοριτσάκι από ένα κατάστημα με κατοικίδια ζώα με τα λεφτά από τα κάλαντα. Το πουλί όμως, αν και το τάιζαν και του είχαν ένα όμορφο σπίτι με θέα στον ροδώνα, δεν κελαηδούσε, δεν χαιρόταν, ένιωθε φυλακισμένο και ήθελε τη μαμά του. Εκείνο το πρωί ήταν κατάλληλο για την επιχείρηση απόδρασης γιατί το κοριτσάκι θα έλειπε στο σχολείο και οι δυο φίλοι άδραξαν την ευκαιρία να βοηθήσουν το καημένο το πτηνό. Κάποτε παρά την αργοπορία τους λόγω του ανέμου, έφτασαν. Έξω από το σπίτι βρισκόταν μια πελώρια κίτρινη μπουλντόζα που έκανε πολύ θόρυβο και είχε νευριάσει το σκύλο του σπιτιού ο οποίος ήταν σε εγρήγορση και γαύγιζε δυνατά. «Ωχ! Τώρα πως θα μπούμε μέσα; Ο σκύλος θα μας μυριστεί αμέσως πόσο μάλλον τώρα που είναι και ανήσυχος. Εμένα δεν μπορεί να μου κάνει τίποτα αλλά εσένα μπορεί να σε κάνει μια χαψιά είπε η Μολυβένια στο Μπουρμπουληθροθώρητο». «Μην ανησυχείς καθόλου. Θα περιμένουμε να ηρεμήσει ο σκύλος κι εγώ, θα γίνω νερό και θα κυλήσω μέσα στο σπίτι από τη χαραμάδα της πόρτας». «Πρέπει να αφήσεις όμως έξω την καρδιά σου». «Χα χα χα χα χα! Θα την αφήσω σε καλά χέρια, δηλαδή σε σένα!» είπε ο Μπουρμπουληθροθώρητος. Ο φίλος μας επειδή ήταν από μπουρμπουλήθρες η καρδιά του που ήταν πολύτιμη βρισκόταν στο εσωτερικό του σώματός του –αν μπορεί να το πει κανείς σώμα- μέσα σε ένα ξύλινο κουτάκι για να προστατεύεται. Όποτε γδυνόταν για να κάνει μπάνιο στη μπανιέρα ή στη θάλασσα, ή για κάποιον άλλο λόγο όπως τώρα που έπρεπε να γίνει ρευστός για να χωρέσει μέσα από τη χαραμάδα, το έβγαζε και το έδινε στη Μολυβένια που ήταν πάντα η πιστή του σύντροφος. Έτσι και τώρα αυτό έκανε. Η Μολυβένια, πήρε το κουτάκι στα χέρια της και του έδωσε ένα τρυφερό φιλί στον αέρα αφού όποτε τον ακουμπούσε έσπαζε και μια μπουρμπουλήθρα και την πιτσίλιζε. Ο φίλος της άρχισε να στάζει ώσπου σχηματίστηκε μια λιμνούλα έξω από την εξώπορτα του σπιτιού. Σιγά σιγά άρχιζε να κυλάει μέσα στο σπίτι. Η Μολυβένια είχε μείνει απέξω και φυλούσε τσίλιες μην τυχόν και επέστρεφαν οι ιδιοκτήτες και τους έβρισκε μπελάς. Ο σκύλος ήταν στον κήπο απασχολημένος με τη μπουλντόζα ακόμη. Έτσι, ο Μπουρμπουληθροθώρητος γλίστρησε αθόρυβα, άνοιξε το πορτάκι του κλουβιού και ελευθέρωσε το μικρό πουλί, σφυρίζοντας παράλληλα στη μαμά του που περίμενε ανυπόμονα για να έρθει να το πάρει. Και αφού έφερε εις πέρας την αποστολή του, ξανάγινε ρευστός και κύλησε ξανά κάτω από την πόρτα. Στο μεταξύ όμως όση ώρα περίμενε η Μολυβένια απέξω ο σκύλος την είχε μυριστεί και διαρκώς την τριγύριζε με εχθρικά γρυλίσματα. Στην αρχή εκείνη δεν μετακινήθηκε από τη θέση της. Αργότερα όμως που ο σκύλος είχε βάλει στο μάτι το κουτάκι που κρατούσε γιατί το θεώρησε ενδιαφέρον παιχνίδι, εκείνη άρχισε να τρέχει –αν μπορεί να πει κανείς τρέξιμο το αργόσυρτο βάδισμα της Μολυβένιας- και πάνω στη βιασύνη της σκόνταψε στο σκαλοπάτι και της έπεσε το κουτάκι με την καρδιά του Μπουρμπουληθροθώρητου.

Ο σκύλος τότε το άρπαξε γρήγορα γρήγορα και έτρεξε μακριά τόσο ώστε η  Μολυβένια τον έχασε από τα μάτια της. Μην ξέροντας τι να κάνει, κάθισε στα σκαλιά κι άρχισε να κλαίει και τα δάκρυά της ενώθηκαν με τον Μπουρμπουληθροθώρητο που εκείνη την ώρα κυλούσε κάτω από τη χαραμάδα. «Όλα εντάξει. Τα κατάφερα! Τι κάνεις κλαις;» τη ρώτησε. «Συνέβη κάτι τρομερό!» του είπε εκείνη αναλυόμενη σε λυγμούς. Ο Μπουρμπουληθροθώρητος που άρχισε να παίρνει την κανονική του μορφή της είπε: «δώσε μου το κουτάκι με την καρδιά μου και μου τα λες μετά» και μόνο τότε από την έκφραση της Μολυβένιας κατάλαβε ότι το κουτάκι είχε χαθεί. «Τι το έκανες το κουτάκι; Μια στιγμή μόνο έλειψα!» «Μου το πήρε ο σκύλος κι έφυγε μακριά!» «Ε, βέβαια, έτσι χοντρή που είσαι που να τον προλάβεις» ξεστόμισε ο Μπουρμπουληθροθώρητος κι αυτή του η φράση ήταν χειρότερο σοκ για τη φίλη του από το προηγούμενο. Ο Μπουρμπουληθροθώρητος ήταν πάντα γλυκομίλητος ακόμη κι όταν είχε τα νεύρα του και ποτέ μα ποτέ δεν είχε μιλήσει άσχημα σε κανένα πόσο μάλλον σε εκείνη. Εκτός από αυτό, εκείνη την ώρα νευριασμένος καθώς ήταν άρπαξε δυο σύκα από το δέντρο της αυλής και τα έκανε μια χαψιά χωρίς να προσφέρει ούτε ένα στη Μολυβένια ενώ γνώριζε ότι τα σύκα ήταν η αδυναμία της. Και σα να μην έφτανε αυτό, εκείνη τη στιγμή μια γάτα κανελί που τους άκουγε όλη την ώρα με το ίδιο με περισκόπιο υποβρυχίου αυτί της, ανασηκώθηκε και πήγε προς το μέρος τους μυρίζοντας τους επισκέπτες. Ο Μπουρμπουληθροθώρητος τότε, έκανε κάτι πραγματικά κακό. Την άρπαξε από την ουρά, την έφερε δυο σβούρες όπως ο κάου-μπόυ το λάσο του και πέταξε μακριά το δύστυχο ζώο που παραλίγο να χτυπήσει θανάσιμα στον τοίχο της αυλής. Η Μολυβένια τρόμαξε ή μάλλον πανικοβλήθηκε. Ποτέ μα ποτέ δεν είχε ξαναδεί το φίλο της να κάνει κάτι τόσο χυδαίο όσο εκνευρισμένος κι αν ήταν. Επειδή όμως τον γνώριζε καλά και ήταν και πολύ έξυπνη, βρήκε αμέσως το αίτιο του κακού: το κουτάκι με την καρδιά του! Του έλειπε το κουτάκι και τώρα που είχε ξανασχηματιστεί το σώμα του και δεν το είχε ήταν άκαρδος και γι’ αυτό επικίνδυνος. Του είπε αμέσως: «Μπουρμπουληθροθώρητε, επειδή είσαι λίγο άρρωστος, πάμε στο σπίτι να ξαπλώσεις κι εγώ θα ψάξω αμέσως να σου βρω την καρδιά σου. Δεν πρέπει επ’ ουδενί να είσαι εκτός σπιτιού, μπορεί να πάθεις μεγάλο κακό!» «Κι όμως νιώθω περίφημα! Ίσα-ίσα μου ήρθαν κάποιες ιδέες τώρα δα για να περάσω υπέροχα. Όσο για την καρδιά μου χάρισμά σου όταν τη βρεις. Δεν την έχω καμία ανάγκη» είπε και το ύφος του απείχε πολύ από το κανονικό ύφος του φίλου της το καλοκάγαθο και το γελαστό. Τώρα είχε σμίξει τα φρύδια του και είχε παραμορφωθεί σε ένα στριμμένο και άσχημο ον που όσο το παρατηρούσε τόσο παραπάνω την τρόμαζε. Η Μολυβένια είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό να τον κοιτάζει και ξαφνικά ξύπνησε και συνειδητοποίησε πως ό,τι ήταν να κάνει με το κουτάκι έπρεπε να το κάνει σύντομα για να προλάβει να μην καταστραφεί το κουτάκι και κατά συνέπεια η καρδιά του φίλου της. Σκέφτηκε, σκέφτηκε και τελικά αποφάσισε να ζητήσει τη βοήθεια άλλων για να τα καταφέρει γρηγορότερα. Κι έτσι ξεκίνησε αργά και βαριά να πάει προς το σπίτι γιατί την περίμενε πολλή δουλειά. Όσο απομακρύνονταν, ο Μπουρμπουληθροθώρητος, είχε φτιάξει μια αυτοσχέδια σφεντόνα και σημάδευε τα περιστέρια που στέκονταν στα σύρματα και μάλιστα ένα το πέτυχε και έπεσε τραυματισμένο στο έδαφος. Η Μολυβένια δεν έπρεπε να χάσει ούτε λεπτό. Ειδοποίησε τον Καπελάτο τον φίλο τους να πάει να περιθάλψει το πουλί και μετά να πάει να τη βρει στο σπίτι της. Έτσι κι έγινε. Λίγο αργότερα, η Μολυβένια είχε ετοιμάσει ένα πάκο χαρτιά που περιέγραφαν την κατάσταση του Μπουρμπουληθροθώρητου και ο Καπελάτος τα μοίραζε σε όλους στην μικρή πόλη, ακόμη και σε όσους δεν ήξεραν να διαβάζουν, το διάβαζε δυνατά:

«Φίλοι μου, ο Μπουρμπουληθροθώρητος διατρέχει σοβαρό κίνδυνο. Ένας ασπρόμαυρος σκύλος πήρε το κουτάκι με την καρδιά του και τώρα ο φίλος μας είναι άκαρδος. Προσοχή προσοχή, επειδή δεν έχει καρδιά μπορεί να προξενήσει ζημιές μεγάλες και να ενοχλήσει πολλούς από σας και να πάθετε κακό. Όμως, μην τον βλάψετε. Είναι άρρωστος. Όταν τον βλέπετε, απλά, να κρύβεστε! Όποιος βρει το κουτάκι να το φέρει στη Μολυβένια! Το απόγευμα συνέλευση στη μεγάλη πλατεία για να κανονιστεί το σχέδιο δράσης μας και να συντονίσουμε το πώς θα βρούμε το κουτάκι με την καρδιά του το γρηγορότερο. Όλοι μπορείτε να βοηθήσετε. Σας περιμένουμε».

Αυτό ήταν το μήνυμα και λίγο-πολύ μέχρι την ώρα της συνέλευσης το είχαν μάθει όλοι. Το απόγευμα στις 5 ακριβώς η πλατεία είχε γεμίσει ασφυκτικά από κόσμο που ήρθε να βοηθήσει. Τη βασική ευθύνη να ερευνήσουν, την ανέλαβαν τα περιστέρια και τα σπουργίτια. Πετώντας από δω κι από κει θα μάθαιναν που μπορεί να βρίσκεται το κουτάκι. Ο Καπελάτος θα έπιανε κουβέντα με τις γάτες της αυλής για να αντλήσει καμιά παραπάνω πληροφορία, ενώ τα αδέσποτα σκυλιά θα πλησίαζαν τον ασπρόμαυρο σκύλο με ένα κουτί κόκκαλα για να τον καλοπιάσουν και να μάθουν τι απέγινε το κουτάκι. Όταν έβρισκαν που είναι τότε, θα ειδοποιούσαν τη Μολυβένια για να πάει να το πάρει.

Έτσι κι έγινε. Φρου φρου φρου φρου φρου φρου φρου φρου, τα πουλιά φτερούγιζαν χαμηλά σε όλη την πόλη τόσο που οι κάτοικοι νόμιζαν ότι προμηνύεται βροχή. Τα σπουργίτια, έτσι μικρούλικα όπως ήταν έκαναν καλή δουλειά γιατί ήταν εύκολο να κρυφακούνε και κυρίως η μαμά καναρινίνα που της είχαν απελευθερώσει το μικρό. Όλων οι πληροφορίες, έλεγαν πως ο σκύλος επιχείρησε να ανοίξει το κουτάκι με χίλιους δυο τρόπους. Το πέταξε από μια μάντρα κάτω, το πάτησε, το δάγκωσε μα τίποτα. Δεν τα κατάφερε να το ανοίξει. Όλοι έλεγαν ότι μετά το βαρέθηκε και το παράτησε κάπου στο πάρκο. Ναι αλλά πού; Κι αν το βρήκε κανένα παιδάκι και το πήρε μαζί του; Σε λίγο θα άρχιζε να νυχτώνει και δεν θα έβρισκαν τίποτα. Οι σκύλοι πάλι, είχαν μάθει από τον ασπρόμαυρο σκύλο που του άρεσε να κοκορεύεται ότι ναι, είχε βρει ένα κουτάκι, έπαιξε μαζί του αλλά ήταν τόσο βαρετό που μετά το ξέχασε κι αυτός δεν θυμόταν πού. Έτσι, όλοι εκείνο το βράδυ πήγαν στα σπίτια τους και αποφάσισαν να συνεχίσουν την έρευνα την επόμενη μέρα που θα έβγαινε ο ήλιος. Όσο για τη Μολυβένια, δεν κοιμήθηκε καθόλου. Ο Μπουρμπουληθροθώρητος της εκσφενδόνιζε τόσο άσχημα λόγια κι έκανε τόσες σκανταλιές μες το σπίτι που δεν την άφησε να κοιμηθεί καθόλου. Ντιν νταν ντον κοπανούσε τις κατσαρόλες, χρατς χρουτς έσκιζε τα βιβλία και με τις σελίδες της πέταγε σαίτες που παρά λίγο να της βγάλουν κανένα μάτι, γκλον γκλιν γκλον βαρούσε με δύναμη το πιάνο ίσα ίσα για να ενοχλεί τους γείτονες, χραπ έκοβε τα άνθη από τις γλάστρες και τα μαδούσε χωρίς λόγο και έπιανε από την ουρά σαμιαμίδια και τα βασάνιζε. Κι όταν πήγαινε η Μολυβένια να τα ελευθερώσει την έλεγε χοντρή, άσχημη και ζηλιάρα που το μόνο που ήθελε ήταν να του χαλάσει το παιχνίδι!

Δεν είχε ξημερώσει καλά καλά όταν μια αντιπροσωπεία ήρθε να ξυπνήσει τη Μολυβένια και να της πει ότι ο βάτραχος είχε στείλει μήνυμα ότι το κουτάκι βρίσκεται στον πάτο της λίμνης αλλά ότι δεν μπορεί να βοηθήσει γιατί φεύγει εκτός πόλης για δουλειές. Της Μολυβένιας, παρά τη χαρά της, της ήρθε ο ουρανός σφοντύλι. Ποιος θα έμπαινε στη λίμνη τώρα που έφυγε ο βάτραχος και που η ίδια δεν ήξερε καν κολύμπι; Μπρρρρ ανατρίχιασε αλλά παρά την απέχθειά της στο νερό έπρεπε να δράσει γρήγορα. Πήρε τους φίλους της, τον Καπελάτο, τα σπουργίτια και δυο τρεις αδέσποτους σκύλους και μια και δυο κατευθύνθηκαν για τη λιμνούλα του πάρκου που ήταν βαθιά και γεμάτη νούφαρα. Όσο κι αν προσπάθησαν με καλάμια του ψαρέματος δεν κατάφεραν να βρουν το κουτάκι γιατί τα καλάμια δεν έφταναν στο βυθό της λίμνης. Ποιος τολμούσε να πέσει μέσα; Ο Καπελάτος δεν υπήρχε περίπτωση, τα σκυλιά κολυμπούσαν και πλατσούριζαν στα νερά αλλά φοβόντουσταν τα νερόφιδα και δεν το αποφάσιζαν. Όσο για τα πουλιά, εκτός από τις πάπιες, τα άλλα δεν το συζητούσαν. Οι πάπιες ήταν μέσα έξω στο νερό και είχαν εντοπίσει που ακριβώς βρισκόταν το κουτάκι αλλά δεν κατάφερναν να το πιάσουν. Η Μολυβένια έπαιρνε βαθιές ανάσες. Έπρεπε να βουτήξει μέσα. «Εσύ; Της φώναξαν όλοι! Και πως θα σε βγάλουμε μετά; Ζυγίζεις όσο όλοι μαζί. Δεν θα τα καταφέρουμε. Μπορούμε να ζητήσουμε τη βοήθεια ενός δύτη». «Θα αργήσουμε για όλ’ αυτά. Αν δεν πέσω στη λίμνη, όσα λεπτά περνούν τόσο πιο άκαρδος γίνεται ο Μπουρμπουληθροθώρητος κι αυτό δεν το αντέχω!» είπε η Μολυβένια και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, βούτηξε στα βαθιά κρύα νερά της λίμνης σηκώνοντας ένα τεράστιο σιντριβάνι νερού από το υπερβολικό της βάρος και πετώντας εκτός λίμνης ένα σωρό χρυσόψαρα που ίδρωσαν να μαζέψουν οι άλλοι και να τα ξαναπετάξουν μέσα για να μην πεθάνουν. Η Μολυβένια βούλιαζε και βούλιαζε. Από τη φούρια της δεν είχε προνοήσει να πάρει ένα καλάμι για να αναπνέει. Το κουτάκι έτσι όπως η φίλη μας έπεσε σα βαρίδι αμέσως στον πάτο, το βρήκε εύκολα και το εκσφενδόνισε έξω από το νερό. Εκτός όμως από αυτό, δεν μπορούσε να κουνηθεί καθόλου. Της ήταν αδύνατον να επιπλεύσει και όσοι ήταν απέξω από τη λίμνη όσο κι αν είχαν σχηματίσει αλυσίδα για να την τραβήξουν έξω, ήταν αδύνατον. Τότε ο Καπελάτος τόλμησε να πάρει την τελική απόφαση. «Θα πάω να βρω τον Μπουρμπουληθροθώρητο. Είναι ο μόνος που μπορεί να βοηθήσει. Στο μεταξύ πετάξτε της αυτό το καλάμι να αναπνέει γιατί θα πνιγεί έτσι όπως πάει». Τακ τακ τακ ακούστηκε το χτύπημα στην πόρτα και ο Μπουρμπουληθροθώρητος σηκώθηκε βρίζοντας αγουροξυπνημένος να ανοίξει. «Ποιος ηλίθιος χαλάει την ησυχία μου νωρίς νωρίς;» «Έφερα το κουτάκι με την καρδιά σου» απάντησε ο Καπελάτος. «Και τι μ’αυτό; Στη ζήτησα; Δεν στη ζήτησα. Είμαι μια χαρά και χωρίς αυτή. Το διασκεδάζω αφάνταστα. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δεν έκανα αυτά τα τόσο έξυπνα παιχνίδια και πριν». «Μην χάνουμε χρόνο. Η Μολυβένια κινδυνεύει. Έπεσε στον πάτο της λίμνης μόνο και μόνο για σένα και τώρα μπορεί να πνιγεί. Πάρε την καρδιά σου και έλα!» «Ποσώς με ενδιαφέρει η Μολυβένια. Ποιος της είπε να κάνει τον ήρωα της παλιοχοντρής;» Ο Καπελάτος είδε ότι δεν θα έβγαζε άκρη και αναγκάστηκε να πει ένα ψέμα. «Είναι και κάτι άλλο. Συμβουλευτήκαμε τον γιατρό και είπε ότι αν μέσα σε ένα λεπτό δεν πάρεις πίσω την καρδιά σου μπορεί να αρρωστήσεις βαριά και τότε να μην μπορείς να παίζεις καθόλου». Ο Μπουρμπουληθροθώρητος κατσούφιασε περισσότερο. Έμεινε σιωπηλός για λίγο και μετά νευριασμένος άρπαξε το κουτάκι από τον Καπελάτο και τον έσπρωξε έξω από την πόρτα με μια κλωτσιά. Στο μεταξύ η Μολυβένια είχε λιποθυμήσει και έκανε μπουρμπουλήθρες. Η ζωή της κρεμόταν από μια κλωστή. Ένας σκύλος είχε ήδη πάει να φέρει τη μπουλντόζα για να την τραβήξουν έξω με μια σιδερένια αλυσίδα. Ξαφνικά, εκεί που ο Καπελάτος ξεσκόνιζε το καπέλο του που είχε στραπατσαριστεί από την τούμπα που είχε πάρει έτσι όπως τον έσπρωξε ο Μπουρμπουληθροθώρητος, ακούει το χαρακτηριστικό τρίξιμο της πόρτας νιαρ νιααααρ. Ο Μπουρμπουληθροθώρητος σαν να είχε ξυπνήσει από ύπνο βαθύ, λίγο αποχαυνωμένος, είδε τον Καπελάτο και πήγε να τον βοηθήσει. «Τι έγινε; Χτύπησες; Κάτσε να σε βοηθήσω. Μήπως ξέρεις που πήγε η Μολυβένια; Ποτέ δεν σηκώνεται τόσο πρωί» είπε με ύφος ανήξερο. «Μα τι στο καλό; Την καρδιά του έχασε όχι τη μνήμη του» σκέφτηκε ο Καπελάτος και αμέσως δίχως να χάσει χρόνο έτρεξε μπροστά κάνοντας νόημα στον Μπουρμπουληθροθώρητο να τον ακολουθήσει. «Πού είναι η Μολυβένια; Κινδυνεύει;» ούρλιαξε ο φίλος μας και ήταν αστείος έτσι όπως έτρεχε σα βολίδα γιατί άφηνε πίσω του ένα σωρό μπουρμπουλήθρες όπως αφήνουν τα ψάρια όταν κολυμπούν. Φτάνοντας στη λίμνη, όλοι ήταν σιωπηλοί γιατί είχαν πιστέψει ότι η Μολυβένια πνίγηκε. Η μπουλντόζα με την αλυσίδα, στεκόταν κι αυτή ακίνητη λες κι ήταν λυπημένη.

«Πόύ είναι η Μολυβένια μου;» έκλαιγε ο Μπουρμπουληθροθώρητος και γονατίζοντας άρχισε να τραγουδάει το τραγούδι που της έλεγε συνήθως:

«Μολυβένια Μολυβένια

Με καρδούλα χρυσαφένια

Η αγάπη σου μελένια

Κι εγώ πάντα σ’ έχω έννοια»

Κι έτσι όπως ήταν όλοι σιωπηλοί ακούστηκε ένας παφλασμός στη λίμνη σαν κάποιος από κάτω να ανακινούσε το νερό.

«Η Μολυβένια! Ζει!» φώναξαν όλοι και αμέσως κινητοποιήθηκε η μπουλντόζα και άρχισε να την ανεβάζει αργά και βασανιστικά αγκομαχώντας από το πολύ το βάρος.

Σε λίγο η Μολυβένια στέγνωνε φαρδιά πλατιά κάτω από τον ήλιο, ενώ ο Μπουρμπουληθροθώρητος της σκούπιζε τα νερά με μια πετσέτα σαν προπονητής σε αθλητή που μόλις κατάφερε μια μεγάλη και κοπιαστική νίκη.

«Μολυβένια μου, σε τι κίνδυνο μπήκες για χάρη μου;» της είπε τρυφερά.

«Είπα κι εγώ να κάνω μια φορά πιο πολλές μπουρμπουλήθρες από σένα» απάντησε εκείνη και όλοι έσκασαν στα γέλια.

Εκείνο το βράδυ διοργανώθηκε ένα πάρτι τρικούβερτο με λογής λογής παγωτά, σοκολάτες, χορό, τραγούδι και πολλές πολλές μπουρμπουλήθρες!  

   

Παρασκευή, Ιουνίου 04, 2021

Όπισθεν

 Τι είναι αυτό που με ξανάφερε εδώ;

Γιατί τα βήματα στην όπισθεν γυρίζουν;

Κάποιο κορίτσι άφησα στις ρίμες να κοιμάται

Μα "όποιος σωθεί, έχει χαρά τους πόνους να θυμάται".