Σάββατο, Ιουλίου 31, 2021

Παιδικό τραγουδάκι


 

Ποιο άλγος λοξοδρόμησε όταν έφυγες;

Ποια κόχη βρήκε τότε να κρυφτεί  

και με λογχεύει κάθε που νυχτώνει

δάκρυα αναθυμιάσεις

ηφαιστείου ακόμη ενεργού

και μνήμης αλήστου

σκάβουν το μέσα μου νεκρούς για να ξεθάψουν

μα μόνο τα κτερίσματα το ξέρω πως θα βρουν

τα λόγια μας τυμβωρυχούν

κορόνα γράμματα τη νιότη μας την παίζουν

μα όποιος το πένθος μας μπορεί και το ξυπνά

σα γίγαντα παραμυθιού κάτω απ’ τη χλόη

είναι ακριβός θεραπευτής

του χρόνιου θανάτου

μέχρι ο Χάροντας την τελευταία λέξη του να πει.

Δευτέρα, Ιουλίου 19, 2021

Αναζωπύρωση


 

Η ξηρασία το σώμα

εγχάρακτα φιλοτεχνεί

Με δόντια κόβει

Παλιά και διαμαντένια

δαγκώνει που και που τις αλυσίδες

μένει με γεύση αίματος στα χείλη

ελευθερώνει δράκους απ’ τη λήθη

διατάζει και τα πέλματα

τη στάχτη να μαλάσσουν

να επινοούν μια θέωση

να ενώνονται χαδιάρικα

ικέτες άγριας λύσης

και όλο να προσεύχονται

η σάρκα του γαιάνθρακα

να εγκυμονεί  μια φλόγα επαναστάτρια

ν’ αναληφθεί ο έρωτας

με Χ διαγραμμένος.

Παρασκευή, Ιουλίου 16, 2021

Πάθη και λάθη


Εδώ η Patti Smith με τον Robert Mapplethorpe, σύντροφοι, φίλοι, συνεργάτες, αδελφές ψυχές. Νέοι, όμορφοι, ταλαντούχοι, ατίθασοι, ασυμβίβαστοι, ανήσυχοι, εμπνευσμένοι, δημιουργικοί. Χώρισαν κάποια στιγμή το 1972 αλλά έμειναν για πάντα φίλοι. Εκείνος πέθανε 42 από AIDS. Εκείνη σήμερα 74, το παλεύει ακόμη. Δεν τα σκάτωσαν άραγε ποτέ; Σαφώς και τα σκάτωσαν σε πολλά, έκαναν τα δικά τους λάθη, έφαγαν τις δικές τους "ήττες και συντριβές", τα πλήρωσαν πολλές φορές χαράσσοντας τον δικό τους δρόμο. Από τα λάθη του δεν ξεφεύγει κανείς. Τα λάθη μας είναι η ταυτότητά μας. Τα αγαπάμε. Εκτός πια αν είναι θανάσιμα και αυτοκαταστροφικά επαναλαμβανόμενα, στοιχείο που όχι τίποτ' άλλο, τα καθιστά βαρετά γιατί δεν μας μαθαίνει κάτι καινούργιο. Το θέμα είναι να γυρίσεις στον καθρέφτη σου να πεις "I did it my way". Αυτό που λένε "ζήσε τη ζωή σου". Θα μου πεις γίνεται να ζήσεις κάποιου άλλου; Όχι. Γίνεται όμως να μην την ζήσεις αυθεντικά, με τόλμη και με ειλικρίνεια.

Μακάρι όλη μας η ζωή να εξαρτιόταν από τις Πανελλήνιες, από τον χωρισμό μας με ένα πρόσωπο, από μια παρεξηγημένη χειρονομία, από την απόλυσή μας από μια δουλειά. Αυτό μπορεί να συμβαίνει σε ένα ποίημα ή σε μια ταινία, δεν λέω όχι. Πρόκειται όμως για μία σύμπτυξη. Μακάρι η ζωή να εξαρτιόταν από ένα λάθος μας, όχι τίποτ' άλλο αλλά γιατί θα ήταν ελεγχόμενη. Και σας μιλάει μία καθαρόαιμη control freak. Αντιθέτως, η ζωή είναι ένα υπέροχο χάος που καλώς ή κακώς δεν εξαρτάται από μια μόνο αποτυχία ούτε καν από πολλές. Είναι μία σύνθεση πιθανοτήτων, επιλογών και άλλων ποιητικών στιγμιοτύπων. Θα μου πεις, αν συν τω χρόνω, η ζωή σου έχει να μετράει μόνο αποτυχίες; Συμβαίνει κι αυτό. Σίγουρα όμως, δεν είναι κανείς loser. Και ας μην πέφτουμε στη λούμπα της μόδας. Γιατί είναι της μόδας να πλασάρει ο καπιταλισμός την έννοια του loser γιατί θέλει να φάει κι άλλο κι άλλο κι άλλο. Και όταν νιώθεις loser, είναι γνωστό ότι τρώει περισσότερο. Γιατί δεν του αντιστέκεσαι. Για να επανέλθω, αν μια ζωή τα σκατώνεις, τι γίνεται; Το διάνυσμα του χρόνου, ΟΚ, είναι ενίοτε μαχαίρι στην καρδιά. Ευτυχώς δεν είναι μόνο αυτό. Είναι και αποτύπωση ενός ανεπανάληπτου κυριολεκτικά ταξιδιού για όποιον είναι τυχερός να το βιώσει. Βέβαια, αν νιώθεις ότι τα σκατώνεις μια ζωή σε όλα, εκτός από την περίπτωση να έχεις κακοποιηθεί πολύ (κι όχι λίγο όπως οι περισσότεροι) που την απεύχομαι, σημαίνει είτε ότι είσαι πολύ τεμπέλης για να σκάψεις μέσα σου να δεις τι είσαι και τι θέλεις είτε πολύ αλαζόνας για να νομίζεις ότι χωρίς προσπάθεια θα σου χαριστεί το σύμπαν. Πού το ξέρω; Είναι βγαλμένο μέσα από τη ζωή (μου).
Δεν μασάμε, όμως, πάμε γι' άλλα! Πάνω απ' όλα, ζητάμε βοήθεια χωρίς φόβο (αλλά με πάθος γιατί το πάθος συνιστά κινητήριο δύναμη και είναι καλοδεχούμενο)!
ΥΓ Τώρα γιατί η συγκεκριμένη φωτογραφία μου έβγαλε αυτό το σεντόνι, δεν ξέρω. Αλλά δερβέναγα θα βάλουμε και στο συνειρμό μας;

Πέμπτη, Ιουλίου 01, 2021

Μονόλογος

 


Θα ήθελα να αρχίσω να μιλάω για όλα τα θεσπέσια της φύσης και του κόσμου. Να μοιάζω με μια μικρή μέλισσα που φούσκωσε από γύρη και κοντεύει να σκάσει απ’ το μέλι. Να γράψω έναν ύμνο για την ομορφιά της πλάσης και τα θαύματα όπως έκανα μικρή. Θα ήθελα να σας προτείνω το δείκτη μου με κατεύθυνση ένα ολοκάθαρο πολύχρωμο τοπίο που θα φτάνει απευθείας στο Θεό. Αντ’ αυτού, τίποτα. Κενό. Σιωπή. Σιωπή και μια τηλεγραφική αποδοχή ήττας. Δεν υπάρχει Θεός. Ακούω το Νίτσε να χαχανίζει τραντάζοντας όλα του τα εντόσθια. Τον βλέπω να γλείφει ηδονικά τα μουστάκια του σα να λέει. «Άργησες, μα τελικά τα κατάφερες. Κάτσε στην παρέα μας φαντάρε. Καλωσορίζουμε όλοι τη διανοητική σου ενηλικίωση». Αμφιβολία και χάος; Όχι. Ούτε καν αυτό. Απλή αποδοχή της αμφιβολίας. Απλή περιφρόνηση και απάθεια μπρος σε όλα τα know how του πλανήτη.

Ζήτω η αρχή της απανταχού ανατροπής. Κάθε βράδυ καταπίνουμε αμάσητο και χωρίς νερό ένα χάπι μάλλον κάψουλα με αντένδειξη μερικά ξεχειλωμένα στόματα από το χασμουρητό ότι τάχα μου και δήθεν επικρατεί η τάξη. Ότι πρέπει να υπάρχει τάξη ή ότι είναι ωραίο να υπάρχει. Μα αλήθεια έχει δει κανείς τίποτα να λειτουργεί και να κινείται με τάξη ή να υπάρχει έστω με τάξη; Εκτός φυσικά από τα ράφια των σουπερμάρκετ και τους απολυμασμένους με betadin θαλάμους των ιατρείων όπου συχνάζουν άνθρωποι με βούλα ασθενείς; Γιατί χωρίς πιστοποίηση είμαστε όλοι. Η τάξη δεν έχει ευλυγισία. Σε αυτό πια έχω καταντήσει να είμαι κάθετη. Το αποτέλεσμα της τάξης είναι να βγαίνεις με φίλους μετά από καιρό για ξίδια, κι ελπίζοντας ότι θα αμπελοφιλοσοφήσεις για να κάνεις και το χρέος στην πατρίδα συνεχίζοντας την προαιώνια παράδοση, να ακούς συζητήσεις για κατοικίδια –δεν έχω τίποτα με τα pet, όχι τουλάχιστον όταν πρόκειται για ζώα- και για τις τηλεοπτικές σειρές που ευτυχώς που υπάρχουν για να προσδιοριζόμαστε ημερολογιακά. Δεν εχθρεύομαι την τάξη κι ούτε κάνω την αδυναμία μου ιδεολογία. Απλά, ανατράπηκαν πολλά. Δεν έγινε σεισμός, καταποντισμός, πόλεμος, δεν έπεσε λοιμός, ούτε χρεοκοπία, δε με πρόδωσε κανείς και κανείς δεν έφυγε για τον άλλο κόσμο. Όχι τουλάχιστον στο μικρόκοσμό μου. Όχι τουλάχιστον, ακόμη. Όταν λοιπόν, αργά και σταθερά σωριάστηκαν μια μια όλες οι στερεοτυπικές μου κατασκευές, δε λέω ήταν από τις πιο στέρεες ένα πράμα σαν τα τουβλάκια lego, άλλαξαν πολλά. Όλες οι ενδείξεις των οδών , οι ταμπέλες των καταστημάτων, οι πινακίδες των αυτοκινήτων, οι υπότιτλοι στις ταινίες, οι αράδες των βιβλίων, τα κουδούνια των πολυκατοικιών, έγραφαν το ίδιο πράγμα: είσαι ένας δογματικός βλάκας! Μα πάνω απ’ όλα βλάκας! Και πιο συγκεκριμένα, ένας φοβιτσιάρης βλάκας!

Πάντοτε είχα ανοιχτούς λογαριασμούς με το Θεό. Επιμένω, όχι κυρίως γιατί με γαλούχησαν έτσι. Δεν έχει να κάνει με δόγματα, με θρησκείες, με ιεροτελεστίες, με ναούς, με ακαταλαβίστικες προσευχές, ή ειδωλολατρίες ποικιλοτρόπως. Δεν έχει να κάνει με σεμνοτυφίες, με οράματα, με αθανασία ψυχής, κόλαση, παράδεισο και καθαρτήριο. Δεν είναι κάτι σπουδαίο. Είχα –και για να γράφω μάλλον μου έχουν μείνει κάτι υπόλοιπα- ανάγκη να μην πεθάνω από φόβο, ανία και μοναξιά. Στην ανάγκη λοιπόν, αντί να πεισθούν οι θεοί, πείστηκα εγώ για την ύπαρξή τους. Είναι μια παιδική διαδικασία. Τίποτα άλλο. Σαφέστατα πολύ χρήσιμη. Αν για παράδειγμα ένα παιδί δεν έχει κανένα φίλο, θα του κάνει καλό να επινοήσει ένα. Κάτι τέτοιο είναι. Παλιότερα, όταν έπινα λίγο παραπάνω κι άκουγα αγαπημένες μουσικές –ο συνδυασμός που σκοτώνει- εθεάθην πολλάκις να τείνω το κεφάλι προς τον ουρανό σαν την κότα την ώρα που καταπίνει μια γουλιά νερό. Λες και κάτι θα έβλεπα ή θα άκουγα. Ήταν σαφές ότι δεν άκουγα ή έβλεπα κάτι όχι τουλάχιστον από ψηλά. Μάλλον προερχόταν από εντός μου. Ίσως πάλι να μου έπαιζα θέατρο. Κανείς δεν έμαθε. Αυτή η χαζομάρα, αυτή η εντός δυο προτάσεων παραδοχή μου κόστισε, μια περιουσία σε ποτά, βιβλία, δίσκους, τσιγάρα και μια περιουσία χρόνου. Θα είχα σίγουρα τώρα πολλά σπίτια δικά μου και δε θα έψαχνα εσωτερικά δυάρια με φτηνό νοίκι. Έπρεπε όμως να μάθω εξάπαντος. Από πού ερχόταν η φωνή; Μήπως ήμουν η Ζαν Ντ’ Αρκ; Και πως ανοίγει ο διακόπτης και από πού; Είμαι σε καλό δρόμο. Μου έμειναν μόνο τα ηλεκτρολογικά προβλήματα…

Έχω μυηθεί σε μια νέα αυτοσχέδια «θρησκεία». Τίποτα δεν επεδίωξα. Έγινε αργά, συνέβη μόνο του, απολύτως μόνο του. Σαφέστατα, δεν έχει σχέση ούτε με θεολογία ούτε με επιστήμη. Ούτε με το καλό ούτε με το κακό. Είναι κάτι από όλα αυτά, και τίποτα μαζί. Βασίζομαι πλέον σε μικρά σύμπαντα, τα παρατηρώ, προσπαθώ να τα ακούω, να διδάσκομαι, να τα ζω, να γίνομαι ένα μαζί τους ει δυνατόν. Το ζωτικό ψεύδος λέγεται έτσι γιατί χωρίς αυτό δεν μπορείς να ζήσεις. Μπορείς απλά να περιμένεις την προαιώνια μοίρα. Και είναι πολύ βαρύ αυτό. Συνάμα και βαρετό. Αυτό μου το δίδαξαν οι στάσεις των λεωφορείων. Όταν περιμένεις με άγχος εστιάζοντας στο λαϊκό όχημα που δεν εμφανίζεται στον ορίζοντα, στον κόσμο που περιμένει, στην κονσερβοποιία των επιβατών χάνεις το χρόνο σου τον υπάρχοντα και φεσώνεσαι κι άλλο τόσο. Όταν όμως ακούς mp3, πιάνεις κουβέντα με τους αγανακτισμένους και μη ορθίους, με τον κουλουρά, στέλνοντας ένα ποιητικό sms σε κάποιο αγαπημένο πρόσωπο ή μπαίνοντας σε ένα μικρομάγαζο να αγοράσεις έτσι για πλάκα ένα ζευγάρι παιδικές κάλτσες να σου φτιάξουν τη διάθεση, συνειδητοποιείς το πιο σπουδαίο. Το λεωφορείο έρχεται πάντα πριν την ώρα του. Δεν είμαι σε θέση ακόμη να διατυπώσω νόμους σαν της βαρύτητας, ούτε σταθερά και διαχρονικά αξιώματα, δεν υπάρχει καταστατικό στα σκαριά και ούτε Ιερή Βίβλος. Μπορεί γιατί δε χρειάζονται. Εντάξει, εντάξει, επαναλαμβάνω τσιτάτα άλλων, να ζεις, να αγαπάς και να μαθαίνεις, σκέφτομαι άρα υπάρχω για να καταλήξω στο συνωμοτεί το σύμπαν ή στο ότι εν αρχή ην η ύπαρξη κτλ κτλ. Δε μ’ ενδιαφέρει λοιπόν αν είναι κάτι απ’ αυτά ή όλα αυτά μαζί ή ακόμη και τίποτα. Αυτός είναι ο πυρήνας της συμπαντολογίας. Η πλήρης απουσία των ορισμών που στην τέχνη της ζωής ή διαχείρισής της μου είναι άκρως βαρετοί. Πιο συγκεκριμένα, οραματίζομαι ένα λεξικό που να μην έχει ορισμούς αλλά μάλλον λήμματα ή ακόμη καλύτερα ποιήματα και ασυναρτησίες. Π.χ. ένα τιμολόγιο, που είναι κάτι πάρα πολύ συγκεκριμένο θα ακολουθείται από μια περιγραφή μιας αποκριάτικης μασκαράτας, με πολλά κομφετί δηλαδή χαρτοπόλεμο και γιατί να το περιορίσουμε από χαρτογιακάδες, από χαρτόκουτα και από ροζ και κίτρινα κουφετάκια γεμάτα μαρμελάδα καρύδα. Δεν υπάρχει μαρμελάδα καρύδα; Ακόμη καλύτερα. Ή ας πούμε ο ιδιωματισμός «δεν το βάζω κάτω» θα μπορούσε να είναι ένας περίπατος στην πιάτσα Duomo στη Σικελία δυο ερωτευμένων ανάπηρων εφήβων που φιλιούνται κάτω από μια Μαντόνα καταμεσίς μπαλονιών και ζαχαρωμένων μήλων ενώ οι μητέρες τους σέρνουν το καροτσάκι και κάνουν μια στάση για να ανταλλάξουν τα παιδιά τους ένα περιπαθές φιλί. Ή ας πούμε η φράση έντιμη φτώχεια ή αξιοπρέπεια που είναι τόσο ασπρόμαυρες να λένε για τα στενοσόκακα του Τάραντα όπου κατάχαμα κείτονται ψόφια ψάρια, από τα μπαλκόνια ετοιμόρροπων παλατιών της αναγέννησης κρέμονται καλάθια για τα ψώνια ελλείψει ασανσέρ, τα παιδιά καβαλούν τα ποδήλατα και κυνηγούν τους φωτογράφους και οι γυναίκες αναμαλλιασμένες περιμένουν τους ψαράδες να ράψουν τα δίχτυα τους. Όχι δε θα ήθελα να είμαι φτωχή. Δεν μπορώ όμως να μην είμαι. Δεν έχω έφεση στις αγοραπωλησίες πόσο μάλλον αν αφορούν τα εντός των εσκαμμένων. Άρα έχουμε ένα αχτύπητο ζεύγος. Είναι αυτό που λέμε δε ζει ο ένας χωρίς τον άλλο.

Δεν το συζητώ. Το να γράφεις ένα βιβλίο είναι το μόνο που σου έχει απομείνει να κάνεις όταν είσαι πολύ φλύαρος, όταν ξεφεύγεις συχνά από το θέμα κι όταν οι φίλοι σου δουλεύουν πολύ και δεν είναι σε θέση να έχουν πιει τρία τουλάχιστον τζιν για να κάνουν πως σε ακούνε. Σε αγνώστους σε μπαρ πάλι, συνήθως δε μιλάω. Δεν είμαι τόσο απελπισμένη. Μόνο μια ταπεινή παρλαπίπας. Μα για ποια με περάσατε;

Δεν είναι σεμνοτυφιά, αλλά όταν αρχίζω τα σουρρεάλ αναφερόμενη στο αγκάθι μου το Ντοστογιέφσκι και με ρωτούν ποιος είναι αυτός, αδυνατώ να κάνω delete και να κάνω επανεκκίνηση στο σύστημα για να το πιάσω αλλιώς έτσι όπως είναι όλα απλά και λαϊκά και περισσεύουν οι αναφορές. Το παραδέχομαι. Κουράστηκα. Πόσο μάλλον μετά από μερικά τζιν. Έχω ανάγκη κάπου κάπου να είμαι ειλικρινώς αυτιστική. Σα τζαζ αυτοσχεδιασμός ακούστηκε αυτό; Ε λοιπόν το έθος είναι συγκλονιστικά επιβλητικό. Τον τελευταίο καιρό μου αρέσει πολύ η τζαζ, εννοώ με συγκινεί. Μου έχει κάτσει λοιπόν το αναπάντητο ερώτημα. Γερνάω μαμά; Το μυούμαι στην ελληνική παράνοια είναι συνώνυμο του γερνάω. Δέχομαι ότι ο χρόνος είναι ο κοινός παρανομαστής των κλασμάτων κι αυτό μπορεί να τα κάνει ομώνυμα. Όχι όμως και συνώνυμα. Μην ισοπεδώνουμε τα πάντα ακόμη και τις προθέσεις.

Και για να επιστρέψουμε στο επίμαχο ζήτημα. Ένα πολύ ωραίο λογότυπο της συμπαντολογίας θα μπορούσε ας πούμε να είναι ένα δέντρο. Μπορεί να ακούγεται γελοίο μα ένα δέντρο είναι πολύ σαγηνευτικό. Εκτός του ότι όποτε το παρατηρείς είναι πάντα διαφορετικό, η φυλλωσιά του επιμελώς ατημέλητη, όλα τα φύλλα του έχουν μια ελάχιστη μεν, απόκλιση δε, στο χρώμα και στο μέγεθος, περιέχει όλα όσα επιθυμεί κανείς. Γέννηση, θάνατο, ηρεμία, μουσική, κίνηση και στατικότητα. Χώρια που σε ένα δέντρο μαζεύεται όλη η παλιοπαρέα: σπουργίτια, σουσουράδες, κίσσες, περιστέρια, σαυράκια, ποντικάκια,  σκιουράκια, γατάκια, κι άμα λάχει φτιάχνουν και πιτσιρίκια δεντρόσπιτο που πάντα το ζήλευα για να αγναντεύουν από ψηλά και να οργανώνουν καλύτερα τις σκανταλιές τους. Χώρια που κρεμάς άνετα μια αιώρα ή μια κούνια. Ωραία πράματα! Το πιο συγκινητικό όμως είναι το αγέρωχο παράστημα ενός δέντρου που ακόμη και να είναι ένα σαρακωφαγωμένο δέντρο της πόλης ή ένα αρμυρίκι ενός άγονου τόπου που το δέρνουν οι άνεμοι, αυτό πάντα θα το βρεις εκεί να στέκεται περήφανο και αυτάρκες. Να ρουφούν οι ρίζες του την υγρασία της γης και να σχηματίζουν πανέμορφα σχήματα. Κάποτε θυμάμαι είχα περάσει από μία περιοχή και μου έδειξαν ένα δέντρο ίδιο με έργο τέχνης. Αυτό ήταν το κλίμα του Παυσανία ή τουλάχιστον έτσι μου είπαν. Πραγματικά, ήταν θεσπέσιο. Ο κορμός και οι ρίζες του στροβιλίζονταν έξω από τη γη σα δερβίσηδες. Και τι μυρωδιά! Κι όλα αυτά σε ένα και μόνο δέντρο που ξέρει να σιωπά, να μην κάνει θόρυβο για το ότι υπάρχει κι ακόμη κι αν βγάζει ήχους είναι απλές αναπνοές και το θαύμα της φωτοσύνθεσης. Τι λέξη! Έχω να τη γράψω από το σχολείο. Θα μου ερχόταν πιο εύκαιρη η λέξη ας πούμε φωτόλυση. Ασύλληπτο; Αυτό περίπου θα πει δυτικός πολιτισμός και αστικό περιβάλλον. Μας απασχολεί περισσότερο η αποτρίχωση μιας γάμπας από την παρατήρηση ενός δέντρου. Αυτό μάλλον που με εντυπωσιάζει από μικρή με τα δέντρα είναι η αίσθηση ότι όλα είναι απλά και γιατί όχι, όλα σου χαρίζονται αρκεί να απλώσεις το χέρι να τα πιάσεις. Αυτό προέκυψε από μία έμφυτη τάση να μου φαίνονται όλα πολύ απλά. Αν π.χ. είσαι κοντά σε ένα κήπο με ζουμερά φρούτα και σου έρθει η όρεξη μου φαίνεται πολύ απλό να κόψεις ένα ροδάκινο ας πούμε και να το καταβροχθίσεις. Ας αναφέρω ένα πολύ χαζό παράδειγμα. Δίπλα στο σπίτι μου στην Αθήνα, καταμεσής μιας λεωφόρου φανταστείτε με πολύ καυσαέριο και τα λοιπά αιθέρια έλαια, υπάρχει ένα κήπους με πολλές λεμονιές. Το ότι απλώς υπάρχει εκεί, εμένα με κάνει ενστικτωδώς να μη νιώθω κανένα άγχος για την αγορά λεμονιών. Εννοείται ότι ψωνίζω λεμόνια από το μανάβη του σουπερμάρκετ σχεδόν πάντα. Απλά, δεν αγχώνομαι ποτέ για την αγορά του συγκεκριμένου εσπεριδοειδούς. Μολονότι δεν έχω κόψει ποτέ ούτε ένα φυλλαράκι από τη λεμονιά του διπλανού κήπου αισθάνομαι ότι αν π.χ. χρειαστώ λεμόνι για το κρέας ακόμη και εν τω μέσω της νυκτός, υπάρχουν λεμόνια στο διπλανό κήπο. Κρίμα βέβαια που αυτό δε μου συμβαίνει με τα υπόλοιπα αγαθά όπως ας πούμε ένα αυτοκίνητο, ένα σεσουάρ, ένα βιβλίο, γατοτροφές, ακόμη κι αν υπάρχουν σε πληθώρα στο διπλανό διαμέρισμα. Το δέντρο με επαναφέρει σε ένα μοναδικό ένστικτο εκείνο της αρχέγονης φυσικής κοινοκτημοσύνης των πρωτόγονων ανθρώπων. Κάτι ανάλογο εννοώ με τα ξεχασμένα ένστικτα, έχω παρατηρήσει και άλλες φορές. Η γάτα μου, δεν πρόκειται φυσικά παρά για ένα ανάπηρο γατί που απολαμβάνει τη φιλοξενία και τα ντουβάρια ενός διαμερίσματος, κάνει συχνά σαν το Δον Κιχώτη με τους ανεμόμυλους. Παίζει ένα παιχνίδι, προφανώς προερχόμενο από το ένστικτό της του κυνηγού, σύμφωνα με το οποίο όλα τα χάρτινα ή χαρτονένια αντικείμενα του σπιτιού είναι ένας σοβαρός και επικίνδυνος εχθρός στον οποίο με περισσή δύναμη και ταχύτητα επιτίθεται για να κατατροπώσει. Αυτό είναι το παιχνίδι «για να μην ξεχνιόμαστε». Έχω παρατηρήσει ότι στους ανθρώπους ένα παρόμοιο παιχνίδι είναι αυτό με τα θρίλερ. Πώς να εξηγήσεις την αδυναμία που έχουν πολλοί άνθρωποι –εμού συμπεριλαμβανομένης- στα θρίλερ και στις ταινίες τρόμου; Όχι αυτές τις χαζοσπλάτερ, ούτε τα ψυχολογικά θρίλερ, αλλά εκείνες τις ταινίες που η ατμόσφαιρά τους σε τρομάζει, σε κρατάει σε μια εγρήγορση, μπορεί ακόμη και να κλείσεις ενστικτωδώς τα μάτια καθώς σου ανεβαίνει η αδρεναλίνη. Έχω καταλήξει ότι είναι κάτι παρόμοιο με το παιχνίδι της γάτας μου. Έχεις την αρχέγονη ανάγκη να νιώσεις ότι απειλείσαι από κάτι που σε υπερβαίνει όπως στην πραγματικότητα είναι η φύση, τα καιρικά φαινόμενα, μια ανώτερη από σένα δύναμη όσο κι αν αυτό το έχουμε πια ξεχάσει στην αυτάρκεια του σαμπουάν, του καναπέ και του αλεξικέραυνου της ταράτσας μας. Το θυμόμαστε ίσως όποτε τυχαίνει να αποκλειόμαστε σε κάποιο λιμάνι επειδή έχει πολλά μποφόρ. Εμείς, οι κυρίαρχοι του σύμπαντος! Μη νομίσετε ότι έχω καμία διάθεση να επεκταθώ σε οικολογικά προπαγανδιστικά μηνύματα ή να με πιάσει το κρεσέντο του φυσιολάτρη! Είναι όμως τόσο γελοία η ανθρώπινη φυλή ώρες ώρες που κοντεύει να ξεχάσει τα ουσιώδη! Όσο για μένα, η γελοιότητά μου φτάνει στην αντίπερα όχθη! Φαντάσου ότι διδάσκομαι από τη γάτα μου την τέχνη του φλερτ όπως το πρόγραμμα access από τον καθηγητή πληροφορικής. Όχι δεν έχει το κάνει διδακτορικό της στο περί έρωτος του Σταντάλ. Ούτε καν στην αισθηματική αγωγή του Φλωμπερ. Άλλωστε δε θα μπορούσε. Λέει το ρ πεντακάθαρα κι έχω παρατηρήσει ότι δεν έχει έφεση στη γαλλική. Αυτό που κάνει άψογα όμως είναι να γοητεύεται από καθετί κρυμμένο. Είναι σώμα κάτω από τα σκεπάσματα που κινείται, είναι χέρι μέσα σε γάντι, είναι μια άκρη παπουτσιού που αχνοφαίνεται από το άνοιγμα της πόρτας. Υφιστάμενη συχνά αυτή της τη διασκέδαση ή μάλλον παράφορο πάθος συνειδητοποίησα ότι το φλερτ είναι εκτός εποχής την όλα στο πιάτο, μασημένα, πρόχειρα, λαχανιασμένα και γρήγορα. Το φλερτ απαιτεί βραδύτητα, ματιές κι αισθήματα εν κρυπτώ και παραβύστω. Απαιτεί μυστήριο. Άηχα λόγια, εύγλωττες σιωπές, και ξόδεμα χρόνου. Αδυνατώ να καταλάβω την εμμονή των ανθρώπων να λυπούνται που χάνουν κάτι που δεν τους ανήκει. Το χρόνο είναι τόσο εύκολο να τον παρακάμψεις, να μην του δίνεις σημασία. Δεν έχω διέα γιατί μπερδεύουμε το χρόνο με τις προθεσμίες. Όλα κι όλα. Εγώ είμαι ρετρό. Θέλω να ζήσω μακρόσυρτα και να πεθάνω ακαριαία.   Ευτυχώς πιστεύω ακράδαντα ότι θα πεθάνω από κεραυνό. Λέω τώρα ευτυχώς αλλά όταν αστράφτει και μπουμπουνίζει με πιάνει τρόμος. Εσείς ανενόχλητα βέβαια και άνευ λογοκρισίας γελάστε με την ψυχή σας. Τόσες ασθένειες, από καρδιοπάθειες και καρκίνους μέχρι aids και άλλες λοιμώξεις για να μη βάλω τα αυτοκινητιστικά και άλλα ατυχήματα, κι εσύ φοβάσαι μην πεθάνεις από κεραυνό εν τω μέσω μιας μεγαλούπολης; Ε ναι λοιπόν! Εμμονή θα μου πείτε… Δεν έχω πρόβλημα με τις εμμονές. Έχω με την ποιότητά τους. Φαντάζεστε να είχα εμμονή ότι θα πεθάνω από μικροβιοφοβία; Δε θα μπορούσα να αλητεύω στα παγκάκια του πάρκου και να κυλιέμαι στις παραλίες. Η από κάποιο δηλητήριο που θα μου έριχναν στο φαγητό; Θα δοκίμαζαν πρώτα όλοι οι άλλοι την πρώτη μπουκιά κάθε λιχουδιάς. Ή ότι θα πάω σαν το σκυλί στ’ αμπέλι από ένα πληρωμένο δολοφόνο ή ακόμη ένα μανιακό που θα έκρυβε στην ανθοδέσμη ένα όπλο και θα μου έριχνε με σιγαστήρα καταμεσίς του πλήθους; Δε θα πήγαινα ποτέ σε συναυλία. Δράμα! Ούτε που να το σκέφτομαι! Ενώ με τον κεραυνό, το πολύ πολύ να με βρουν τ’ ανάσκελα λίγο μπαρουτοκαπνισμένη καταμεσίς κάποιας βουνοκορφής ή ενός λιβαδιού. Αριστούργημα!

Νάτο πάλι! Την είπα τη λέξη. Κι αφού χίλιες φορές μου είπε ο γιατρός μου να την αποφεύγω. Ναι, ναι, μου το είπα καθαρά. Μάλιστα, ήταν κάθετος και δε σήκωνε κουβέντα! Κυρία μου, μου είπε, έχετε μια ευπάθεια στις λοιμώξεις του αναπνευστικού και μολονότι κρίνω πως το πρώτο που θα έπρεπε να κάνετε είναι να ελαττώσετε το κάπνισμα από τα τρία πακέτα σε 5 τσιγαράκια το πολύ, να ντύνεστε καλά, μετά το σεξ να φοράτε οπωσδήποτε τα πυτζαμάκια σας, να μην αφήνετε όλα τα παράθυρα και τις μπαλκονόπορτες του σπιτιού ορθάνοιχτές χειμωνιάτικα και να αθλείστε τακτικά για να καταπραΰνετε το νευρικό σας σύστημα, άλλο είναι που επείγει! Ποιο γιατρέ μου, ρώτησα, γεμάτη απορία καθώς νόμιζα ότι τα σημαντικότερα ήδη μου τα είχε απαγορεύσει, για να μου πέσει η κεραμίδα. Πρέπει διά παντός να κόψετε οποιαδήποτε επαφή με τα αριστουργήματα. Να μην ξεστομίζετε καν τη λέξη. Η ροπή σας στην υπερβολή είναι βέβαια ένα θέμα όμως το χειρότερο είναι η αλαζονεία σας. Πως τώρα ο γιατρός αποφάνθηκε τόσο εύστοχα περί της χρόνιας και καλοκαμουφλαρισμένης μου πάθησης, ποτέ δεν το κατάλαβα. Φαίνεται θα είναι αυτά τα μοντέρνα σεμινάρια στα Πανεπιστήμια Ιατρικής περί ψυχολογίας και άλλων αηδιών. Δε φτάνει δηλαδή που για να σε εξετάσει ο γιατρός πρέπει να μείνεις τσίτσιδος ούτως ή άλλως, τώρα είναι σε θέση να σε ξεβρακώνει κιόλας…Που κατάλαβε τώρα ο γιατρός ότι όταν βλέπω ντοκιμαντέρ με μεγαλειώδεις προσωπικότητες και δη καλλιτέχνες, μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι και παθαίνω πυρετό; Που κατάλαβε ότι παθαίνω πλάκα με τα μεγάλα πνεύματα που στοιχειώνουν τον ύπνο μου, που κατάλαβε ότι υπάρχουν μέρες που εκτός αν διαβάσω ένα μεγάλο ποιητή, ή συγγραφέα, όλα μου φαίνονται τρομερά πληκτικά σε βαθμό κατάθλιψης και πως αντιλήφθηκε ότι το ένα από μεγαλύτερα προβλήματά μου είναι ο συγκλονισμός που παθαίνω από τους εξαίρετους ανθρώπους και το έργο τους κι ότι μετά με πιάνει μια ακαμψία έως χειμερία νάρκη για να ξεπεράσω το σοκ ότι είμαι ένα τίποτα, ένα σκουλήκι, μια ατάλαντη; Ποτέ δεν το κατάλαβα. Όλα ξεκίνησαν από τον Πλάτωνα. Ναι, ναι. Το γνωστό με τις ουτοπίες και τα τοιαύτα. Ήμουν φοιτήτρια ακόμη και είχα γνωρίσει τότε και μια από τις καλύτερές μου φίλες που είχε επίσης πώρωση με το άθλημα της αλαζονείας και φυσικά με τον Πλάτωνα. Μετά από μερικά του έργα, δε σας κρύβω ότι περνώντας τα χρόνια και συν τη νιότη, η αλαζονεία μου έφτασε να χτυπά στο κόκκινο. Διάβαζα κι άλλα πολλά, αλλά ήμουν αυτό που λέμε κολλημένη. Όχι στον ίδιο τον Πλάτωνα αλλά σε όλα αυτά που τα θεσπέσια που μου γεννούσε περί τελειότητας. Ενώ συναναστρεφόμουν όμορφους ανθρώπους σύχναζα σε σκοτεινά, ασυγύριστα δωμάτια, γεμάτα καπνό και μπουκάλια αλκόολ, η παρέα μου κι εγώ, ανακαλύπταμε τα θαύματα της φύσης, τη φιλοσοφία, τη μουσική και την ποίηση. Οι κουβέντες μας, οι απαγγελίες των αυτοσχέδιων ποιημάτων μας και οι βραδιές μας μετά μουσικής, ξεπερνούσαν συχνά το δεκάωρο επί καθημερινής βάσης. Ήταν σαφές από τότε ότι δεν μας ενδιέφερε η καριέρα μας. Έζησα τη μαγεία και το μεγάλο αμοιβαίο έρωτα, τη μεγάλη αμοιβαία φιλία, ήταν ανέλπιστη τύχη. Κι ενώ δεν έλειπαν οι πολιτικές συζητήσεις από το «τραπέζι», ήταν φανερό ότι ήμασταν πίσω από τον κόσμο ή πιο συγκεκριμένα πάνω από τον κόσμο. Όταν αργότερα τύχαινε να βγούμε έξω για δουλειά, για κάποια τυπική συναναστροφή, η ήττα ήταν παταγώδης. Μας πλήγωνε η αδιαφορία του κόσμου για όλη αυτήν την εξαίσια ομορφιά, η πλήρης περιφρόνηση στη μάθηση, στα υψηλά νοήματα. Ήμασταν πάντα ευγενείς κυρίως με όσους πιστεύαμε ότι δεν είχαν την πολυτέλεια για όλη αυτή την ομορφιά. Για τους άλλους όμως υπήρξαμε άτεγκτοι και στην καλύτερη περίπτωση την έλλειψη ανησυχίας τους τη θεωρούσαμε καθαρή ένδειξη βλακείας. Όταν αποφασίσαμε να βγούμε στον κόσμο, η αίσθηση της έκπτωσης μας παραμόνευε στη γωνία. Αυτή είναι μια παγκόσμια αλήθεια. Η ενηλικίωση και δη των ανήσυχων ανθρώπων περνούσε, περνά και θα περνά πάντα από αυτή τη φάση. Το ομολογώ πέρασε την εφηβεία των 29 που λέει και το τραγούδι βαριά σαν τη χειρότερη ιλαρά, για να μην πω σαν πανούκλα. Τέσσερα χρόνια πενθούσα για αυτή την έκπτωση κι έκλαιγα χωρίς καμία φανερή αφορμή. Πόσο γραφική υπήρξα! Η μεγαλομανία και ο σνομπισμός στη βλακεία και το ανούσιο δε μου έφυγε ακόμη. Απλά, τον κρύβω καλύτερα ή τον μετατρέπω αυτόματα σε οίκτο. Η επαφή μου με τη γη κυρίως μετά την πρόσκρουση με το κακοτράχαλο έδαφος μου κόστισε μόνο μερικές γρατζουνιές. Έπειτα πήρα με ένα απλό κλικ το δρόμο της γης με μικρές πτήσεις που προσπαθώ να είναι ακίνδυνες για τους άλλους. Δεν είναι εύκολο να συζητάς πια για το μεγάλο έρωτα τύπου Πλάτωνα σε άτομα μοναχικά, που είναι φανερό ότι δεν έχουν ερωτευτεί όχι γιατί δεν έτυχε αλλά γιατί είναι στρείδια με σοβαρές πιθανότητες να μείνουν έτσι για πάντα. Η αίσθηση της έκπτωσης πιστέψτε με είναι πολύ περιοριστική. Δε μιλάω για το επάγγελμα. Ποιος το χέζει το επάγγελμα αν δεν το αγαπάς; Είναι μια ανάγκη σαν τη αφόδευση. Είναι μια ανάγκη στην οποία εσύ ο ίδιος αν έχεις στοιχειωδώς σώας τας φρένας είσαι μονίμως απών. Σε ότι αγαπάς όμως η έκπτωση πονάει όπως ένα τραύμα του Αυγούστου που σε σφάζει το Δεκέμβριο. Δεν αντέχεται! Δεν μπορώ να μιλήσω για εκπτώσεις στον έρωτα και στη φιλία. Δεν μου έχει τύχει ποτέ εκτός από μερικά βράδια ξοδέματος ή μάλλον πολλά. Αλλά δε σε νοιάζει γιατί ξέρεις ότι κάποιοι άνθρωποι δε θα σε διαπεράσουν ποτέ παρά μόνο ως φαινόμενα, ότι είναι αντικείμενα χρηστικής αξίας. Σα δε ντρέπομαι, έτσι; Όχι, καθόλου. Είμαι ειλικρινής. Άλλωστε είναι κι αυτός ένας ρόλος. Είναι γνωστό ότι δεν μπορείς να διαπεράσεις τον άλλο και να τον συγκινήσεις αν πρώτα δεν έχεις συγκινήσει τον εαυτό σου, δηλαδή δεν τον έχεις προκαλέσει στα σοβαρά. Η τέχνη του διακυβέβευσθαι  είναι σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες. Ας πούμε για κάτι ανώδυνο. Σε ένα φλερτ έχω να σας απαριθμήσω χιλιάδες ανθρώπους που τα κάνουν πάνω τους να αφεθούν σε ένα φλερτ μιας βραδιάς έτσι εις υγείαν της ομορφιάς βρε παιδί μου. Δεν είναι ότι δεν το ποθούν. Είναι ότι ένα τόσο δα φλερτάκι είναι ικανό να μετατρέψει τη ζωή τους όπως πιστεύουν σε μια κόλαση. Ναι, ναι καλά ακούσατε. Όταν ο άλλος π.χ. είναι με τη σύζυγο ή το ανάποδο που σκυλοβαριέται γιατί έτσι τα κατάφεραν, θα χάσει τον κόσμο με ένα επικίνδυνο φλερτ, πόσο μάλλον αν περάσει και στα κρυφά του μπουντουάρ. Κι εγώ φοβάμαι σε τέτοιες περιπτώσεις, όχι γιατί διακυβεύεται κάτι γιατί αυτό είναι ο τρόπος ζωής μου ή μια απλή συνήθεια. Αντέχω στους κλυδωνισμούς όσων διακυβεύονται ή έτσι πιστεύω. Εκεί που τα κάνω σαλάτα, είναι στη διαχείριση. Είμαι άγαρμπη όταν ενθουσιάζομαι. Κάτι σαν σκύλος. Μπορεί να σε ψυχοπλακώσω μέχρι αυτοκτονίας ή να σε ενθουσιάσω μέχρι βλακείας, μπορεί να σου ασκήσω ψυχολογική βία, να σε τρομάξω κυρίως αν έχω διάθεση, αν έχω έμπνευση κι αν έχω πιει μερικά ποτά. Το χειρότερο είναι όταν δείχνω απαθής κι επαναλαμβάνω μηχανικά τσιτάρα «ουάου, καλό, ωραίο και τα λοιπά υπνωτικά σκεπτόμενη τους μεγαλειώδεις κόσμους που μου ανοίγονται μπροστά μου σαν να είμαι ο πρώτος αστροναύτης ή κάτι τέτοιο. Δεν κατέχω την τέχνη της υποβολής σε τέτοιες περιπτώσεις ή όποτε το κάνω συμβαίνει άθελά μου κι όχι γιατί το προσπαθώ. Αυτός είναι ίσως ένας λόγος που κολλάνε κάποιοι άντρες. Η φυσικότητα. Όταν υπάρχει φυσικότητα, δεν έχει καμία σημασία η κυτταρίτιδα, η μεγάλη μύτη και το πόδι της χήνας γύρω από τα μάτια. Η φυσικότητα παραπέμπει στη λαγνεία. Είναι σέξι γιατί είναι αβίαστη. Όταν όμως κάποιος σε ενδιαφέρει είναι αδύνατον να είσαι φυσικός. Ιδιαίτερα αν είσαι μεσογειακός τύπος. Εκτός αν εννοούμε ότι η έκρηξη ενός ηφαιστείου είναι φυσική ή ότι ένα εκκρεμές σαν το πόδι που κουνιέται νευρικά κάτω από το τραπέζι είναι ένδειξη φυσικότητας.

Όλα αυτά όμως είναι αηδίες. Εμένα αυτό που βασικά με καίει είναι η απελευθέρωση. Εντάξει και στο σεξ και σε όλα αυτά τα γνωστά. Το βασικό μου μέλημα είναι με την τέχνη. Εκεί για να απελευθερωθείς και για να τυφλώσεις το μάτι του Κύκλωπα το συνέχεια πάνω από το κεφάλι σου είναι δραματικά δύσκολο. Πρέπει να έχεις εξασκηθεί σε χίλια δυο, στην αμνησία, στο να αποβάλεις την έννοια της σύγκρισης, στην έκθεση του είναι σου έχοντας γραμμένη την άποψη των άλλων στα παλιά σου τα παπούτσια, την ευελιξία των εκφραστικών σου μέσων και πάνω από όλα τον αυθορμητισμό. Εκεί να δεις επικίνδυνες αποστολές. Αυτό όμως που είναι το άλφα και το ωμέγα είναι η έμπνευση. Τουλάχιστον στο δικό μου αλφάβητο.

Η έμπνευση, αυτή η δαιμόνισσα και κατά τα άλλα υπέροχη κυρία της ζωής μας, έχει ένα μοναδικό τρόπο να μας επισκέπτεται. Αστραπιαία και ακαριαία σαν κομήτης. Προσκρούοντας με τη γη αφήνει καμένο ο,τιδήποτε πριν απ’ αυτή έμοιαζε σημαντικός λόγος δημιουργίας και ύπαρξης. Ο αγώνας με το εγώ και για το εγώ που μηρυκάζει τον εαυτό του ξαφνικά κονιορτοποιείται και η έμπνευση γίνεται η βασίλισσα με χιλιάδες υπηκόους όλες τις προηγούμενες επιδιώξεις μας. Μεμιάς μας καθηλώνει η ανάγκη να ασχοληθούμε με αυτή και μόνο με αυτή. Αυτή η θεσπέσια ντίβα στην ταινία της ζωής μας, αυτή που λαχταρούσαμε να έρθει να φωτίσει τα ζοφερά της πλάνα, βρίσκεται στα χέρια μας ανυπεράσπιστη σα μωρό νεογέννητο στις φασκιές του. Μέχρι τη δεδομένη στιγμή λες και δε ζούμε αλλά είμαστε σε ένα ύπνο βαθύ και αξημέρωτο.

Κι εκπληρώνοντας το γλαφυρό μας χρέος ας εξηγηθούμε στα σοβαρά. Το βασικό πρόβλημα με την έμπνευση προκύπτει από τη διάρκειά της και την ανάμνησή της που είναι αντιστρόφως ανάλογες με την ποιότητα και βαθύτητά των έργων της. Θυμίζει μια μικρούλα καρφίτσα που ακριβώς επειδή έχει συγκεντρώσει όλη την πίεση σε μια τόση δα απόληξη, γίνεται πιο διαπεραστική και τελικά ματώνεις. Είναι τόσο κοινότοπη η αίσθηση όταν  θυμάται κάποιος αχνά και αμυδρά κάτι μεγαλειώδες που προέρχεται από αλλού και που νιώθει ότι αν ερχόταν πιο δυνατά, με μεγαλύτερη παραστατικότητα και με μεγαλύτερη διάρκεια θα τον χτυπούσε τόσο δυνατά σα σιδερένια γροθιά και θα τον συνέθλιβε. Τα άνωθεν χτυπήματα ή όπως έχουμε συνηθίσει  να τα λέμε τα θεϊκά χτυπήματα, είτε είναι κεραυνοβόλος έρωτας είτε μεγάλη έμπνευση παρασύρουν και αλλάζουν ριζοσπαστικά ολόκληρη τη ζωή μας ή τουλάχιστον έτσι νομίζουμε. Για να τα πηγαίνουμε καλά μαζί της αφού χωρίς αυτή είμαστε ένα τίποτα,  επικαλούμαστε τη Μούσα και μάλιστα προσευχόμαστε σε αυτή ακολουθώντας τα προσωπικά μας τελετουργικά, τεχνικές που πολύ σοφά υιοθετούσαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι με περίτρανο παράδειγμα, τις κλητικές προσφωνήσεις των ομηρικών επών που απ’ όσο αποδεικνύεται ανά τους αιώνες μάλλον απέδωσαν καρπούς.

Τα φτηνά κόλπα φυσικά και οι τακτικές της πεντάρας όπως είθισται να χρησιμοποιεί στον αυτοσαρκασμό του όποιος δε νιώθει ευλογημένος από το θεό Απόλλωνα, δεν αποδίδουν ποτέ παρά μόνο για να ξεμυτίσει και να δημιουργηθεί κάτι μετριότατο που μοιάζει μάλλον με παραγωγή παρά με δημιουργία και προορίζεται ως επί το πλείστον για εσωτερική κατανάλωση. Οι υπόλοιποι πιστοί είμαστε οι καταραμένοι όρος βλάσφημος αν αναλογιστεί κανείς τέρατα της λογοτεχνίας που αυτοχαρακτηρίστηκαν ως τέτοιοι. Η επίκληση της έμπνευσης είναι τρόπος ζωής ομοιάζων αρκετά με το χιτλερικό uber alles. Στην ελληνική παροιμία, η έμπνευση αγιάζει τα μέσα. Γιατί η έμπνευση είναι ο σκοπός και συχνότερα ο αυτοσκοπός. Το τίμημα είναι βαρύτατο και απαιτεί επώδυνους τοκετούς τουλάχιστον για ένα κοινό θνητό. Είναι λογικό για κάποιον που πρέπει να βγάλει τα προς το ζην υποκύπτοντας στους όρους της επιβεβλημένης με την έννοια του επαγγέλματος δουλείας, να αυτοσυντηρείται με συγκεκριμένες δουλειές τέτοιες ώστε να μην προδίδει την τέχνη που τόσο αγαπά. Το θέμα είναι εκτός από το χρόνο που απομένει ελεύθερος (που μεταφράζεται στο χρόνο που νιώθουμε εμείς ελεύθεροι αφού ο χρόνος από όσο γνωρίζουμε δεν υποδουλώθηκε ποτέ), ότι δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια αποσυντονισμού και αποπροσανατολισμού από χθόνιες ανάγκες. Έχεις όλη την πολυτέλεια να σε κατακλύζουν όλες οι εμμονές και ονειροφαντασίες σου χωρίς έξωθεν επέμβαση και χωρίς να σε γειώνει κανείς. Άλλωστε όταν η έμπνευση σου χτυπά την πόρτα κανείς δεν μπορεί να σε γειώσει. Μέσα στην παγωνιά ολονυχτίς στεκόταν όρθιος και γυμνός ο Σωκράτης όταν στοχαζόταν κατά τη διάρκεια μιας μάχης που αυτή τη στιγμή μου διαφεύγει. Σε περίπτωση που κάποιος μελετά Πλάτωνα π.χ. και συγκλονίζεται, είναι λίγο δύσκολο βέβαια, παράλληλα να έχει το φαγητό στο φούρνο, να προσπαθεί να κόψει το κάπνισμα και να υφίσταται το διευθυντή του ενώ παράλληλα έχει στο νου του να πληρώσει τα κοινόχρηστα. Τα  εμπόδια που προκύπτουν από μια τέτοιου τύπου ζωή είναι συχνά ανυπέρβλητα εάν δεν πρόκειται για κάποιο συγκλονιστικό και μεγαλειώδες ταλέντο. Το πείσμα και η πειθαρχία που απαιτούνται όταν επιστρέφεις από το μεταφυσικό κόσμο της ποίησης πέφτοντας με  την πλάτη στο πάτωμα με σπασμένα φτερά και νεύρα, είναι πολύ χειρότερα από οποιοδήποτε άλλη προσπάθεια απαιτείται για να ορθοποδήσεις διανοητικά μετά από τις καθημερινές αγγαρείες και να επανέλθεις στο μαγικό κόσμο της συγγραφής.

Μια λευκή σελίδα είναι πάντοτε ένα βάραθρο. Με μια και μόνο βουτιά της πένας στο μελάνι, μπορεί να σου αποκαλυφθεί ένα ολόκληρο σύμπαν του οποίου είσαι εσύ ο ένας και μόνος κυρίαρχος. Ναι είναι αλαζονικό, μα νιώθεις σα Θεός. Η εκκίνηση είναι πάντα μυστηριώδης κι αναρωτιέσαι αν πρέπει να γαντζωθείς σε ένα τροπικό φοίνικα και να προσγειωθείς σε μια παραλία της Ιαπωνίας ή να βγάλεις από τη θήκη τα στιλέτα για να διαπράξεις τα πιο στυγερά εγκλήματα με μουσική υπόκρουση τζαζ της Νέας Ορλεάνης. Άλλοτε πάλι το να γίνεις ηδονοβλεψίας σε ένα ροζ μπουντουάρ ή να μεταδώσεις μια ατμόσφαιρα γεμάτη καπνό και δυνατό αψέντι σε φέρνει πίσω σε νοσταλγικές, ροκ και οικείες κραιπάλες με εξίσου πιθανό αποτέλεσμα τόσο να γράψεις θεσπέσιες αμαρτωλές ίντριγκες όσο και να παρατήσεις τη συγγραφή για να τις ζήσεις. Το μείζον ελάττωμα ενός εκκολαπτόμενου συγγραφέα είναι η συνεχής απουσία σε ο,τιδήποτε κάνει εκτός της κυριαρχίας στο προσωπικό του σύμπαν και δη του οποιουδήποτε γραπτού του. Η γενετήσια ανεπάρκεια που έχει στο να ζει τη στιγμή χωρίς να αφαιρείται. Του να αφήνεται στο παρόν χωρίς να φαντασιώνει πως θα το μετουσιώσει σε έργο αργότερα. Κάθε φορά που κάθεται σε κάποια καρέκλα –κατά προτίμηση- μη αναπαυτική για  να  μη χαλαρώνει, τον τσιμπούν τα οπίσθιά του να σηκωθεί να ζήσει όλα τούτα που έχει στον νου του. Ακόμη και να επιχειρήσει να τα ζήσει απογοητεύεται οικτρά καθώς η κοινή πραγματικότητα συνήθως μικρή σχέση έχει με την πραγματικότητα του καθενός που είναι μια πολύ προσωπική υπόθεση, και ως εκ τούτου καταλήγει πάλι στην άβολη καρέκλα του για να γράψει με μεγαλύτερο πάθος όλα όσα δεν μπόρεσε να ζήσει ή τουλάχιστον φοβήθηκε. Ακόμη πάλι και η τόλμη και η ποιητική νοημοσύνη να μην του λείπει για να αποκρυπτογραφήσει τα θαύματα της ζωής, συνεχώς γράφει για να τα υμνήσει και να τα μοιραστεί με κάποιον άλλο (έστω κι αν είναι το χαρτί) γιατί δεν αντέχει το βάρος τόσης ομορφιάς. Πράξη δραματικά ματαιόδοξη και παράλληλα αλτρουιστική. Αυτοί συνήθως είναι και οι πιο φωτεινοί συγγραφείς.

Η ημιτελής ζωή ενός συγγραφέα τον φέρνει στη δυσάρεστη θέση να αποκτήσει σχιζοειδή προσωπικότητα καθώς επιχειρεί εγκεφαλικά να ενσαρκώσει όλους τους ρόλους που δύναται να φανταστεί και κατ’ επέκταση να πλάσει. Ως εκ τούτου το ψυχόδραμα του Μορένο γίνεται δεύτερη φύση του κι ενδεχομένως η μοναδική του σωτηρία στην ανεπάρκειά του να ζήσει μια δομημένη και πλήρη ζωή. Το ψυχόδραμα του Μορένο εξαίρετη ψυχαναλυτική μέθοδος των αρχών του αιώνα προσάρμοζε ανάλογα με την ψύχωση του ασθενούς ένα ρόλο κατάλληλο για την εξισορρόπησή του. Επί παραδείγματι μια νυμφομανής ακολουθώντας μια αγωγή, επιβεβλημένα από τον ψυχίατρο που την κουράριζε έπρεπε να ζει μια έκλυτη ζωή που να συνάδει με την ψύχωσή της και παράλληλα λόγω ομοιοπαθητικής διαδικασίας προφανώς να τη λυτρώσει από το ρόλο που υιοθετούσε στην πραγματική ζωή και την καθιστούσε μη λειτουργική. Με τον καιρό και ως δια μαγείας η ασθενής αποκτούσε μια φυσιολογική και επαρκέστερη σεξουαλική ζωή. Όχι απαραίτητα ότι θα συμβούν όλα αυτά στο συγγραφέα αλλά αδυνατώ να συλλογιστώ τι θα είχε συμβεί στο Ντοστογιέφσκι αν με τα πάθη που είχε και τα ερέβη στα οποία βυθιζόταν δεν έγραφε.

Εξαίσια η τέχνη της ζωής κι ακόμη πιο εξαίσια της συγγραφής!

Κάθε στιγμιότυπο ζωής πιθανή φράση σε μυθιστόρημα. Κάθε σκεπτικό κι εκφραστικό πρόσωπο, εκκίνηση ενός απίθανου συχνά σεναρίου για τη ζωή, την καθημερινότητα, τα συναισθήματα ενός εν τη γενέσει του ακόμη ήρωα. Ωστόσο η ιστορία παραμένει ρεαλιστική σαν σενάριο από αυτά που διδάσκει η κοινή πραγματικότητα που ξεπερνά σε απιθανότητα ακόμη και την πιο τολμηρή ή νοσηρή φαντασία. Αρκεί όλα τα αποκυήματα φαντασίας να υπάγονται ταπεινά στους φυσικούς νόμους. Ποιος τα λέει όμως αυτά; Αυτό είναι ένα άλλο θέμα που κάθε σκεπτόμενος στοιχειωδώς εραστής της γλώσσας, αμφισβητεί αν μη τι άλλο στην εφηβεία του ως συγγραφέας. Όλοι οι φυσικοί μέχρι τώρα νόμοι βρίσκονται υπό εξέταση σε όλα τα επιστημονικά πεδία. Νέες ανακαλύψεις που διαρκώς προκύπτουν ανατρέπουν τον τρόπο σκέπτεσθαι και άρα της ίδιας μας της ζωής μας. Η ανακάλυψη της μαύρης τρύπας στο διάστημα ανατρέπει όλα τα μέχρι τώρα δεδομένα της θεωρίας και πεποίθησης περί βαρύτητας και χάους. Γιατί να αποτελέσουν εξαίρεση τα πεδία ανθρωπίνων δυναμικών και ψυχών, πεδία άκρως ανεξερεύνητα με εικασίες στα σπάργανα. Πόσοι νέοι νόμοι μετά – φυσικοί ως ιδεολογήματα και μόνο δεν μπορούν να προκύψουν από ένα φωτεινό συγγραφικό πνεύμα; Πόσα νέα κινήματα δεν είχαν ως επινοητή ένα συγγραφέα σε επίπεδο κοινωνιολογικό, ψυχολογικό, πολιτικό εκκινώντας μάλιστα σπουδαίες ιδεολογικές εποποιίες; Όχι όμως! Δε θα είναι η προκατάληψη, δεν θα είναι η έλλειψη στοχασμού και φαντασίας, δεν θα είναι ο φόβος για την απόρριψη του αναγνωστικού κοινού, ο εχθρός στην πρωτοπορία της σκέψης, παρά η αυτολογοκρισία. Τι εποχή! Άλλοτε ήταν η λογοκρισία. Η ανθρωπότητα με την εδραίωση της ελευθερίας έκφρασης λες κι έκανε ένα βήμα με την όπισθεν. Σε τι μεγαλείο έφτασε η λογοτεχνία ακριβώς λόγω της λογοκρισίας. Ευθύνεται γι’ αυτό η διεστραμμένη φύση του ανθρώπου; Μπορεί! Αλλά σαν απαγορευμένη σχέση που είναι πιο έντονη οι μεγάλοι στοχαστές εξοβέλισαν τα πιο πολύτιμα πετράδια τους προσπαθώντας να φτύσουν τη λογοκρισία στα μούτρα . Πολλοί συγγραφείς φοβούνται πραγματικά τον ίδιο τους τον εαυτό, την ίδια τους την έπαρση, τα ίδια τους τα όρια. Το να ξετυλίξει το κουβάρι της σκέψης και να ενδυναμώσει αυτή την έμπνευση ιδίως αν είναι παράτολμη και να την υποστηρίξει κάποιος συγγραφέας είναι από μόνο του τρομακτικό καθώς δεν ξέρει –το εξομολογούμαι με την πάσα ειλικρίνεια- που θα τον βγάλει. Καθώς ζει με όλο του το είναι το γραπτό του, μπορεί απλά να τον στείλει στην κόλαση απλά και μόνο αμφισβητώντας τις πάτριες σταθερές του. Ολόκληρους αιώνες οι κοινωνίες δομούνται πάνω σε σταθερές γιατί αλλιώς απειλούνται από την αυτοκαταστροφή τους. Αν πράξεις σα να μην υπάρχουν οι σταθερές αυτές ή αν μη τι άλλο σα να είναι αόρατες για σένα, οδηγείσαι σε αδιέξοδο. Έπειτα χτυπά την πόρτα η τρέλα! Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι όποιος κατάφερε συγγράφοντας να κλονίσει τις συνειδήσεις των αναγνωστών –με βάση το ποιοτικό μέγεθος και όχι το εμπορικό που σαφώς είναι πιο βραχύβιο-  κλόνισε πρώτα μέχρι εσχάτων το ίδιο του το είναι. Το τεμάχισε, το κατέστρεψε και διαμέλισε στα εξ ων συνετέθη για να το χτίσει από την αρχή. Ο φοίνικας αναγεννάται από τις στάχτες του. Οι αναφορές σε σύμβολα ολοκληρωτισμού ας μην εκληφθούν ως τυχαίες. Το καθεστώς της έμπνευσης και της ανάγκης για δημιουργία είναι ολοκληρωτικό. Ελάχιστες είναι οι εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα ότι ο άνθρωπος δεν είναι παντοδύναμο ον χωρίς να αυτοκαταστραφεί τελικά, εκτός από σπουδαίους νόες και ατόφια καθαρά πνεύματα με παράλληλη δύναμη θέλησης και πειθαρχίας. Αλλά σε ό,τι μας είναι εκ βαθέων ιερό τι πιο τρανή απόδειξη για την ιερότητα που του προσάπτουμε άλλη από την ανάγκη μας να ασελγήσουμε πάνω του; Δεν είναι δύσκολο να καείς σκεπτόμενος και ασελγώντας πάνω σε όλα όσα λατρεύεις. Βέβαια «αξίζει να ζήσεις για ένα όνειρο κι ας είναι η φωτιά του να σε κάψει» όπως άδει κι ένας λαϊκός βάρδος αλλά δεν είναι κρυφό ότι ακόμη κι αυτό για ένα σκεπτόμενο άνθρωπο τίθεται πάλι υπό αμφισβήτηση. Αξίζει; Και να τος πάλι ο φαύλος κύκλος. Τι συμβαίνει συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις; Για να πάρει θάρρος ένας μέτριος νους το μόνο που κάνει είναι να πιει δυο ποτηράκια παραπάνω οπότε τελικά δεν καίγεται για το υψηλό αλλά καταφέρνει να κάψει σίγουρα κάτι μια ώρα αρχύτερα. Τα εγκεφαλικά του κύτταρα. Μάρτυράς μου οι βιογραφίες των μεγάλων συγγραφέων, ελάχιστοι έγραψαν χωρίς καύσιμα. Αλκοόλ, καφέδες, ναρκωτικά, τσιγάρα. Άλλωστε ποιος μετά από δυο ποτηράκια δε μεταμορφώνεται σε ποιητή; Λίγο πολύ είμαστε οι περισσότεροι Μαρμελάντωφ! Αριστοτεχνικό ψυχογράφημα του μέσου ανθρώπου! Τα ανθρώπινα πάθη όταν εξωτερικεύονται είναι από μόνα τους ένα υπέροχο έργο έστω του παραλόγου! Ποιος δημιουργεί εν πλήρη νηφαλιότητα όμως; Ας εκφράσουμε μια αιρετική και αυθαίρετη άποψη μιας και η ιστορία άλλα θεωρείται πως έχει αποδείξει. Οι συνεσταλμένοι άνθρωποι σίγουρα δεν είναι γεννημένοι για συγγραφείς. Τα αυθεντικά διαμάντια πάντα θα κρύβονται επιτυχώς στα σκοτάδια τους με μόνη τολμηρή σωτηρία συχνά την αυτοχειρία. Οι μισοί από τους αυτόχειρες λογοτέχνες απόκτησαν τη φήμη τους λόγω της επιλογής τους να πεθάνουν και όχι τόσο από την καλλιτεχνική ή πνευματική αξία των έργων τους. Ας είναι! Η υστεροφημία τουλάχιστον επετεύχθη. Γιατί αν ένα έργο είναι το ελαιόλαδο, το κουκούτσι της ελιάς είναι η αθανασία! Συνειρμικό παιχνιδάκι με τον εξ αφορμής κότινο! Η αυτόματη γραφή λοιπόν ξεβράζει αποκυήματα γονιδιακής μνήμης! Να ένα σπουδαίο μυστικό που μας αποκάλυψαν οι σουρρεαλιστές! Το πιο σπουδαίο επίτευγμά τους στην επαναστατική τους προσπάθεια κατάργησης της φόρμας. Ε ναι λοιπόν! Αν έχεις επαναστατική διάθεση, κάτι θα πετύχεις μεγαλειώδες αργά ή γρήγορα έστω κι αν φαίνεται κάτι απλοϊκό και απειροελάχιστο, έστω κι αν το πετύχεις από τύχη σε άλλη κατεύθυνση από αυτή που στόχευες. Επιτυχέστατο παράδειγμα! Το πυθαγόρειο θεώρημα! Η απλότητά του ήταν τόσο απαστράπτουσα και ακαριαία που δεν βρήκε στο διάβα των αιώνων τίποτα να της αντιταχθεί. Παρά μόνο τους φανταστικούς αριθμούς! Η λογική μέχρι σήμερα όπως την ξέρουμε και τη διδασκόμαστε –που λέει ο λόγος γιατί η εκπαίδευσή μας το αποφεύγει συστηματικά- , είναι μεσήλικη. Το μόνο που μπορεί να της αντιπαραβληθεί με επιτυχία είναι η παραδοξότητα και το παράλογο που πάλι έχει τις ρίζες του στο απώτερο αρχέγονο παρελθόν μας για να μη νομίσει κανείς ότι πρωτοτυπεί ο ανθρώπινος νους σε βαθμό σοβαρό…

Η αυτοχειρία για να επανέλθουμε, είναι μια παράλογη πράξη και απόλυτα επαναστατική ή τουλάχιστον κατά κοινή παραδοχή λογίζεται ως τέτοια! Η επιλογή της σκηνοθεσίας της τελευταίας πράξης της ζωής μας αν μη τι άλλο εκτός από τολμηρή –με το δεδομένο ότι δεν είναι απονενοημένη, κάτι που ούτως ή άλλως κανείς δεν μπορεί να μάθει- είναι και καλαίσθητη. Όμως η αισθητική, ένα άλλο αγκάθι στη γραφή ενός λογοτέχνη, δεν μας απασχολεί μόνο στην τελευταία θεατρική σκηνή του βίου μας. Το προσωπικό ύφος! Τι μαρτύριο! Τι δουλειά προϋποθέτει το να αποφύγεις το μελό, τη φτηνή  συγκινησιολογία! Θέλει αρετή και τόλμη για να φτιάξεις κάτι που να μην μπάζει αισθητικά! Το μόνο άλλοθι που μπορεί να επινοήσει κάποιος για να καλύψει την αισθητική του ατέλεια είναι να επινοήσει ένα στυλ μοντέρνο ή έστω μεταμοντέρνο (κάτι καθόλου εύκολο αφού αυτό απαιτεί υψηλό επίπεδο αυτογνωσίας και εξαίρετη ευστροφία) Αν υποθέσουμε ότι μόνο και μόνο για να συνεχιστεί η επιχειρηματολογία δεχόμαστε ότι δεν υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη, τελικά δεν παίζει τόσο ρόλο τι θα πει κάποιος αλλά πως. Αριστουργηματικά πνεύματα τα έχουν πει όλα όσα χωράει κατά τη διάρκεια εκατό ανθρώπινων ζωών να επεξεργαστεί και να στοχαστεί ένας εύστροφος ανθρώπινος νους με κρίση, βαθύτητα και πρωτοτυπία. Τι καινούργιο να πεις; Η έστω για να μην είμαστε και απαισιόδοξοι και συντηρητικοί τι καλύτερο να πεις; Ποιος τολμά να ανταγωνιστεί τον Πλάτωνα, τον Ευριπίδη, το Ντοστογιέφσκι; Δεν είμαι καθόλου υπέρμαχος των αυθεντιών γιατί απλά στην ουσία δεν υπάρχουν αλλά στ’ αλήθεια τι πιθανότητες έχει ένας μέσος νους να εκφράσει κάτι παραπάνω εκτός από στοχαστικά και αμπελοφιλοσοφικά σοφίσματα; Είναι εξαίρετη η τέχνη της συγγραφής αλλά ακόμη πιο εξαίρετοι όσοι δε γράφουν όταν στα αλήθεια δεν έχουν κάτι να πουν! Η ανάγνωση και μελέτη των κορυφαίων είναι ο βατήρας για πετυχημένο μακροβούτι στο μελάνι, και ως τέτοιος και μόνο πρέπει να χρησιμεύει σε όποιον σέβεται τον εαυτό του και δεν επιθυμεί να επαναλαμβάνεται. Ίσως για αυτό το λόγο κάποιοι αργούν τόσο να καταπιαστούν με την αγαπημένη τους τέχνη. Αν δεν υπάρχουν αναγνωστικές καταβολές εξ απαλών ονύχων ώστε να προλάβεις έπειτα να ζήσεις και να κάνεις βίωμα τα σπουδαία, να τα κάνεις κτήμα σου και να δομήσεις τον καλλιτεχνικό εαυτό σου πάνω σε όσα αφομοίωσες, πόσες ελπίδες έχεις στα αλήθεια εκτός πάλι αν είσαι ένας λαϊκός θυμόσοφος βλέπε τον Αίσωπο ή το Χατζημιχαήλ στη ζωγραφική; Αριστουργήματα όμως δεν φτιάχτηκαν από θυμόσοφους ακόμη κι από τους πλέον χαρισματικούς. Ποιος φαντάζεται την Καπέλα Σιξτίνα να φιλοτεχνείται από ερασιτέχνη ζωγράφο; Τον Παρθενώνα; Σχεδόν αδύνατον! Το Ρεμπώ να γράφει τους οραματισμούς του χωρίς να έχει μελετήσει τους αρχαίους έλληνες και λατίνους ή έστω την Αγία Γραφή; Άλλωστε αν ξεκινήσεις να διαβάζεις Ελύτη πόσο καιρό θα σου πάρει να ξεμουδιάσεις από το θάμπος; Τι ποίηση θα γράψεις εκτός από σχεδιάσματα κι ασκήσεις πάνω ακριβώς στο ύφος αυτού του κάποιου άλλου του σπουδαίου, του θεού της Τέχνης που αφοσιώνεσαι; Σιχαίνομαι τους καλλιτέχνες που δεν ξέρουν τι θα πει αγρανάπαυση! Τι πιο περίτρανη απόδειξη στενομυαλιάς και εμμονικής αυταρέσκειας. Αν αλήθεια όμως δεν λατρέψεις από παιδί σαν  μυστήριο ιερό, σαν κώδικα που σου αποκαλύπτει τον κόσμο ολόκληρο αυτά τα μαύρα στίγματα από μελάνι, τα γράμματα και δεν πωρωθείς με την ανάγνωση, πως είναι φυσικό να πωρωθείς με τη γραφή; Πολύ λογική σκέψη θα πει κανείς για να είναι και ισχύουσα, αλλά αλήθεια, είναι και η μόνη που εμπεριέχει το πάθος! Άρα πρόκειται για ένα πλήρη έρωτα! Χωρίς αυτόν τον κεραυνοβόλο έρωτα, αυτή την εξαίσια αρρώστια που γεννά αυτομάτως και τη λύτρωσή της πως είναι δυνατό να γίνει συγγραφέας κανείς; Πως θα μάθει αν έχει ταλέντο αν δεν έχει την υπέροχη έλξη να ασχοληθεί με τη γλώσσα όπως και να χει;

Όμως ας μην προβληματιζόμαστε υπέρ του δέοντος. Ούτως ή άλλως, η παραδοχή της ήττας θα έρθει μόνο πολύ αργότερα όταν θα φτάσει κάποιος στην Ιθάκη του. Αν πάλι δεν την παραδεχτεί ποτέ, αυτή παραμένει και η πιο τρανή απόδειξη ότι άξιζε να γίνει συγγραφέας γιατί δεν υπήρχε καμιά άλλη ζωτική πλάνη που να τον πείθει περισσότερο από κάθε άλλη ότι αξίζει να ζει.

Το να μιλάει κανείς για ένα τόσο φλέγον για αυτόν ζήτημα όσο η έμπνευση μετατρέπει τον ίδιο σε μελό και χαζό όπως είναι συνήθως κάποιος που μιλά για το μεγάλο του έρωτα και το σαλόνι του από το πέρα δώθε πέρα δώθε στο φαράγγι του Βίκου.

Στερεότυπα! Αηδίες! Υποκρισίες! Αηδίες και ξεράσματα. Το παν είναι να σώσεις το τομάρι σου. Να ανακουφιστείς. Να αφοδεύσεις και το πολύ πολύ να βοηθήσεις κι άλλους στη δική τους δυσκοιλιότητα. Τίποτ’ άλλο. Έγραψα ακατάπαυστα, αχόρταγα, ακούσια, οικειοθελώς, σε εραστές, σε φίλους, σε εχθρούς, στ’ αγέννητα παιδιά μου, στη μάνα μου, στο Θεό, στο διάολο, σε λογαριασμούς, τιμολόγια, χαρτία υγείας, ρολά κουζίνας, σχολικά τετράδια,  εσώφυλλα βιβλίων, χαρτοπετσέτες, γύψινα σπασμένα πόδια, σε δέρμα, σε καμβά, σε αγάλματα, εν αναμονή ενός άντρα που δεν ήρθε ποτέ,  καταμεσίς μιας προδοσίας, δαγκώνοντας τα νύχια μου, μαδώντας  τα μαλλιά μου, σε μέρη πίσσα σκοτάδι στα τυφλά, φορώντας γυαλιά, σε αίθουσες αναμονής, σε καναπέδες νοσοκομείων, σε σταθμούς αναχωρήσεων, σε τρένα, σε ψαρότρατες, πριν από μια έκτρωση,  Δεκέμβρη μήνα σε παγκάκι, ντάλα μεσημέρι ενός Ιούλη, χωρίς ομπρέλα, φορώντας καπέλο, χαράσσοντας ξύλινες μπάρες που κολλούσαν από αλκόολ, στις βρωμερές τουαλέτες της Ομόνοιας, σε μουχλιασμένα υπόγεια, σε πλυσταριά με πράσινο σαπούνι, με κλειδιά, άλλοτε πάλι έγραψα σε δέντρα με σουγιά, στην άμμο με ένα μπουκάλι που ξέβρασε η θάλασσα, σε πλάτες με τα νύχια, σε τοίχους με σπρέυ, στα πλακάκια του μπάνιου με έμμηνα, με αίμα μιας δειλής αυτοχειρίας στο μωσαικό της κουζίνας, στον ύπνο μου, χαράματα, με δάκρυα, με μίξες, με πονόδοντο, με πυρετό, με έμπνευση, συχνά χωρίς, πάντα όμως χωρίς λόγο για το τίποτα.

Δεν είσαι παρά ένας δούλος. Θλιβερός, νοσηρά τεμπέλης, όπως κάθε και κάθε μέρα στους αιώνες των αιώνων αμήν..Ξύπνα! Μίλησε πάλι. Ποιος του δίνει το λόγο; Αναθεματισμένη ανάγωγη φωνή! Και ξύπνησα. Ξύπνησα πάλι ελεεινή. Φόρεσα την τεμπελιά μου κατάσαρκα και κατηφόρισα απ΄τα στρωσίδια στο γκρεμό της μέρας. Ταχείες κινήσεις ασθμαίνουσες λες και με τούτη την εξοικονόμηση δευτερολέπτων θα προλάβω το χρόνο που χάθηκε. Το χρόνο που έχασα. Ένα μπρίκι να κοχλάζει, μια ηλεκτρική κιθάρα μεσοτοιχία κι εγώ να ξεπλένω τα όνειρα που μου χάρισε ένα σιωπηρό ξυπνητήρι. Τα όνειρα σαν καταρράκτης νερού μπροστά από τα αγουροξυπνημένα μάτια μου, κατρακυλούν καθώς με παραμονεύει  η μορφή μου σα μάτι ψαριού στον πάτο της χθεσινής κατσαρόλας που τρίβω. Οι άνθρωποι έβγαιναν λέει από τα μπαλκόνια και περπατούσαν στον αέρα κι έπειτα όσοι παραξενεύονταν με την έλλειψη βαρύτητας έπεφταν σα βροχή. Το να πέφτεις σα βροχή την ώρα που πετάς έχει όσο να πεις την τιμή του. Ποτίζεις τη γη ή μάλλον κάποιον που ακόμα πετάει. Υπό αυτήν την έννοια, νιώθω σαν το γατί μου που εξαρτάται από μένα για να φάει. Η το τζιτζίκι που τρώει από τα έτοιμα του μύρμηγκα για να τραγουδήσει. Περνάω στο διπλανό ασυγύριστο δωμάτιο. Αν η μέρα αρχίσει με Chopin ίσως κάπου επιτέλους καταλήξει. Έχω πολλά να κάνω σήμερα. Θα τα γράψω σε μια λίστα όχι τίποτα άλλο για να ξέρω τι ακριβώς αποφεύγω. Όπως χθες. Όπως προχθές Ανήκω στη γενιά που γράφει ο Ηράκλειτος. «Οι νέοι θα γεννιούνται γέροι». Δε θέλω πια να ξυπνάω. Ανοίγω το βλέφαρο και νιώθω όλα τα θαύματα να με καλούν μαζί απειλητικά. Σε ποιο να ξανοιχτείς; Όσο να πεις πρόκειται για μια ψυχοφθόρα διαδικασία. Ανήκω στην αρχέγονη φυλή των δούλων. Χωρίς καμτσίκι δεν κινούμαι. Ώρες ώρες λες κι είμαι ένα κύμα στην άμμο και θα σβήσω όπου να ‘ναι. Δεν είναι ότι οι προκλήσεις της μέρας δε σφυρίζουν σα σφαίρες ξυστά στ’ αυτιά μου, δεν είναι ότι δεν άδουν οι σειρήνες μα το σώμα μένει ασάλευτο σαν μετά από θάνατο. Ξέρω τι θα με σώσει. Μια βόλτα στη βροχή, πλάι στη θάλασσα, το πέταγμα ενός γλάρου, ένας περίπατος στην παραλία. Θα αποφύγω ξανά τη σωτηρία μου. Τούτος ο βαλτότοπος κι εγώ γίναμε ένα. Είμαι ο βαλτότοπος. Η λάσπη με προστατεύει από όλα τα ιερά και τ’ ανόσια.  Η Αμοργός του Γκάτσου και καταλαβαίνεις απλά γιατί εσύ δεν είσαι σαν τους άλλους. Πέρασε το λεωφορείο με όλους τους. Πρόλαβα να τους δω από το τζάμι. Μου έκαναν ένα νεύμα. Πάντα ευγενείς. Σα να έκανα μια κίνηση να το προλάβω, σα να τη σκέφτηκα, δε θυμάμαι. Το μόνο που θυμάμαι είναι ο πόνος. Το λεωφορείο ξεμάκρυνε. Τώρα πια είμαι μόνη μου. Κατάμονη. Η χρονομηχανή κόλλησε και δεν μπορώ να επιστρέψω. Κάποιες μητέρες πάνε τα παιδιά σχολείο. Μαγειρεύουν στον κάτω όροφο κάτι με λάχανο. Κάποιοι τινάζουν τα σεντόνια. Μυριάδες αθέατα μικρόβια, νεκρά σπερματοζωάρια, λησμονημένα όνειρα, ξεθυμασμένα δάκρυα, πνιχτά γελάκια, τόνοι από νεκρά κύτταρα εκσφενδονίζονται στον αέρα. Πέφτουν απαλά στο έδαφος κι όμως έχω ακόμη τον κρότο στ’ αυτιά μου. Εγώ που ήμουν; Είμαι πλανεμένη, γι’ αυτό ούτε λόγος. Ψιλαφίζω με τ’ ακροδάχτυλα τη γη για να βρω το ξόρκι. Περνάει ένα τσέρκι –από ποια εποχή ξεφύτρωσε;- και χαράζει τα χνάρια. Είμαι ιχνηλάτης των  βημάτων μου. Είμαι η σκιά μου. Ακολουθώ κατά πόδας τη ζωή μου, τον εαυτό μου, ακολουθώ. Ποτέ δεν είμαι εκεί. Ποτέ δεν είμαι εγώ. Για ποια απουσία να θρηνήσω; Χρειάζομαι το μέτρο της παρουσίας. Μια πηχτή σιωπή. Το δωμάτιο ασφυκτιά. Τα αντικείμενα μιλούν ξανά για την ιστορία τους. Για τη δική μου. Δε θέλω να τα ακούω άλλο. Θέλω να αντικρύσω τα μάτια ενός νεαρού ελαφιού. Να ρουφήξει  με καλαμάκι το μαύρο να ξαναζωντανέψουν τα χρώματα. Να αναιρεθεί ο χρόνος. Να ξεκινήσει ξανά η κλεψύδρα να μετράει. Με κόκκους άμμου, με πέτρες που κυλάνε, με νότες φάλτσες, με βήματα που βγήκαν από το ρυθμό, με ανθρώπους.

Δεν είναι τίποτα όλα αυτά. Απλά θέλω να ακουμπήσω κάπου αυτή την κούραση όπως το βρεγμένο καπέλο μου στην εταζέρα. Να πάρει κάποιος τα ψώνια από τα χέρια μου. Δε θέλω να τακτοποιήσω τίποτα. Όλα θα τα αφήσω στη μέση. Έτσι αντιδραστικά, παράφορα. Θα παίζω τζένγκα για να περάσω, για να κουρνιάσω. Θα κλυδωνίζομαι έτσι αφού δεν μπορώ αλλιώς. Θα στοιβάξω τη μια πέτρα πάνω στην άλλη, τον ένα πολιτισμό πάνω στον άλλο, τον ένα άνθρωπο πάνω στον άλλο, αρκεί να βιώσω το σεισμογενές της καταβολής μου. Ξανά και ξανά. Σαν ηλίθια. Σαν άβουλο ρομπότ. Σαν δέντρο κομμένο σε κλαδιά για το τζάκι  που απλά επειδή το παράτησαν έξω στη βροχή έβγαλε βρύα και λειχήνες. Δε ζω. Φαντάζομαι τη ζωή προφανώς σαν ένα σπίτι ακατοίκητο με τα έπιπλα σκεπασμένα με σεντόνια. Θα διαλέξω την αθωότητα. Πρέπει να διαλέξω την αθώοτητα. Όμως αυτό το σκοτάδι με τραβά στα βάραθρα και ζαλίζομαι. Δεν του ξεφεύγω. Δεν το θέλω , δεν το ποθώ, δεν το έχω ανάγκη. Πάρτε το από πάνω μου αυτό το βρωμερό ζώο. Είναι πυκνό, είναι πίσσα, είναι ο έβενος, είναι όλα και τίποτα. Με τραβά σα μαγνήτης. Με υπνώνει, με αποχαυνώνει. Θέλω να βγω στους δρόμους να χορέψω, να μιλήσω, να πω παρλαπίπες, να βαδίσω καταμεσίς μιας λαικής αγοράς, να χαρώ που θα αγοράσω κολοκυθάκια. Θέλω να ακούσω τη φωνή ενός πραματευτή να ηχεί στα αυτιά μου σα βελούδο. Να ξυπνήσει το ναι. Δεν είμαι σε θέση να μένω αβίαστη. Δεν έχω τα κότσια. Φέρτε τσεκούρια, μπαλτάδες, γκλποπ, μαστίγια, και πόνο. Αλλιώς, πάω χαμένη. Βάλτε αυτό το ρολόι να χτυπάει συνεχώς να με ξεκουφαίνει. Στείλτε μαρμαρυγές να με τυφλώνουν και δέστε με σε ένα αλώνι να κάνω το διαβήτη. Δεν είμαι άξια. Είμαι το βόδι. Δεν είμαι για δώρα. Αγνώμων. Να πάλι τα ξέχασα όλα. Δεν μπορώ να επινοώ και να αλλάζω τις εποχές μου. Είμαι ένα αδηφάγο τέρας. Αν με αφήσετε έτσι χωρίς βαστάζο, τρώω τις σάρκες μου, κατασπαράζω τα σωθικά μου, γίνομαι ο γύπας του συκωτιού μου. Δεν είμαι άξια σας λέω. Στερήσετε μου την ελευθερία. Θέλω να έχω ένα άλλοθι να μυρηκάζω σαν οκνηρή αγελάδα. Να γκρινιάζω σα νιογέννητο μωρό στην κούνια του επειδή έχει τα εντερικά του. Δε μου ταιριάζουν άθλοι και αθλήματα. Είμαι αητός, είμαι μπούφος. Μπορεί και ποντίκι. Δώστε με μεζέ στα νύχια μιας κουκουβάγιας, κάντε με πειραματόζωο για αντιαλλεργικό σαμπουάν. Ποσώς με ενδιαφέρει. Χρησιμοποιήστε με κατά το κέφι σας. Μη με αφήνετε στο έλεος μου. Είμαι ένα κτήνος αδηφάγο και αδίστακτο. Κι έτσι λόγω κουλτούρας και πλύσης εγκεφάλου θέλω να με καταστρέψω. Έχω ροπή και μεγάλη βουλιμία. Απλά, το κάνω αργά. Όχι από δειλία μα από κακία σα στυγερός βασανιστής. Θέλω να μου ξεβράσω όλα τα σκουπίδια μου. Να μου αποσπάσω το μεγάλο μυστικό. Να με διαπομπεύσω στη μέση της πλατείας με κτήνη να φτύνουν στη μούρη μου ροχάλες βάζοντας στοιχήματα για το πόσο ακόμη θα αντέξω πριν τον τελευταίο ρόγχο. Αισθάνομαι μια κακία. Μια τρελή κακία που κάνει τα μηνίγγια μου να χτυπούν σα φτηνιάρα ντραμς. Νιώθω το αίμα μου να βράζει. Οι φλέβες μου οι όχεντρες Θα ούρλιαζα αν δεν είχα φωνή ερπετού. Θα κραύγαζα αν δεν ήμουν ένα βαρετό όρνιο πάνω από το κουφάρι μου. Η σιχασιά μου είναι απέραντη. Η υποκρισία μου με διαπερνά σα τα δόρατα όλων των πολέμων. Του Τρωικού, των Χριστιανοφονιάδων, των Ζουλού, των Σιού. Άτιμη, ψεύτρα. Δεν κάνω τίποτα άλλο από το να προσπαθώ να διατηρήσω με άλλα ψέματα όσα μέχρι τώρα ξεστόμησα. Είμαι το ψέμα. Εχω τη χρησιμότητα του χαρτιού με οδηγίες μέσα σε ένα κουτί με ασπιρίνες. Κάνω να φύγω και η ζακέτα μου γατζώνεται στη σκουριασμένη μπετούγια. Αυτή την πόρτα πόσες φορές την ανοιγόκλεισα από καταβολής κόσμου. Κάνω να φύγω και αδιαφορώ που πια δε θα ανοίγει. Κάνω να φύγω. Δε θα φύγω κιόλας.

Μην τρελαινόμαστε κιόλας. Στιγμή ήταν και πέρασε. Μια ελαφρά κρίση. Ελπίζω να μην επιστρέψει σήμερα. Αύριο πάλι. Είδα τη γάτα να λιάζεται στον καναπέ και μου έφυγε κάθε όρεξη για αιμοσταγείς και πολεμόχαρες χαρές. Βγήκε ο ήλιος. Έτσι είναι κάθε μέρα. Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Δεν είπα ότι κάποιος δεν παίζει μαζί μου. Είμαι ένα μικρό σουντόκου, ένας ανοχύρωτος πύργος, ένας τραυλός βάρδος, ένας μισότρελος, ένας φάντης μπαστούνης, ένας τζόκερ. Δεν υπάρχει αμφιβολία. Αυτή η λιακάδα όμως με καλεί να υποταχθώ. Ζεσταίνει το παγωμένο μου αίμα. Τήκει τη χολή μου. Οι φλέβες μου είναι πάλι αιμάτινοι δρόμοι κι όχι ποτάμια γεμάτα πτώματα. Κάθε μέρα γίνεται αυτό. Μετά συνηθίζω. Κάθε μέρα συνηθίζω. Μετά από λίγο συνηθίζω. Τι κι αν ακουστεί μια τουφεκιά; Τίποτα δεν είναι σαν τον πρώτο χτύπο. Σε αφήνει ανυποψίαστο. Είσαι ανυποψίαστος. Που να βάλεις με το νου σου ότι τη διαφορά μπορεί να την κάνει μια λιακάδα και μια γάτα. Ο πανικός είναι ένας πύργος που τον ροκανίζει ένα τοσοδούλι ποντικάκι; Τόσες χίμαιρες, τόσοι βοριάδες, τόσες πυρκαγιές και τραντάζεται συθέμελα μόνο από ένα τόσο δα τρωκτικό; Να βάλω τις φωνές, να γελάσω με υστερία ή να μειδιάσω σα Τζοκόντα; Πάει πέρασε. Μην το σκέφτεσαι. Μην το σκέφτεσαι…Αυτό δεν κάνω. Πάντα με προλαβαίνει το άλλο, εκείνο το επάρατο, το χάος. Κάθε πρωί γεννιέμαι ολοκαίνουργια κι ολοένα πιο ζηλιάρα. Σαν την Ήρα. Κι έτσι νομίζω η μνήμη μου γυαλίζει σαν αστραφτερό ποδήλατο. Κάτι με τυφλώνει λες κι είναι λάμψη. Εκεί έξω, έχει ήλιο, ο κόσμος περπατά, αναπνέει και χαίρεται. Εκεί έξω είναι νύχτα. Ο ουρανός σκοτεινιάζει από βόμβες, κάποιοι πεινούν, πεθαίνουν γιατί αφέθηκαν στο γενετήσιο ένστικτο, εκπορνεύονται. Τι μαλακίες μας τσαμπουνάς; Γιατί εσύ να αποφύγεις τον αγώνα; Ποιος είσαι εσύ που αψηφάς τους φυσικούς νόμους; Ποιος σου υποσχέθηκε ότι δε θα πονέσεις, ότι δε θα λυγίσεις, ότι δε σε χτυπούν με σιδερόβεργες, ότι δε θα μελανιάσεις από το κρύο, από τον πόνο από την αδικία, από το παράλογο; Βρωμερό σκουλήκι. Έχεις την πολυτέλεια. Την πολυτέλεια του δεύτερου ορόφου. Γιατί όταν πλημμυρίζει ο Θεός τον κόσμο πρώτα πνίγονται όσους μένουν στο υπόγειο. Έχεις την πολυτέλεια να παρακολουθείς το θάνατό σου σαν κυρία της τιμής που σείει τη βεντάλια της. Πήρες παράταση. Είχες βίσμα το στρατηγό. Βρωμοσκούληκο. Ετσι να σέρνεσαι δίχως λόγο. Να οσμιστείς από μακριά, από τον ουρανοξύστη σου τη σφαγή, έτσι έστω ξώφαλτσα. Ποιος σου χαρίζεται; Γιατί να σου χαριστεί; Αχάριστο μουλάρι! Ξέρω τι είναι όλα τούτα. Είναι η τύψη. Είναι ο σύνδεσμος με τους άλλους. Είσαι ένα σκουριασμένο κρικάκι ενός ναυαγίου. Ηλίθια. Πόσες φορές θα το ξαναπούμε; Γιατί επανέρχεσαι στο σημείο του φόνου; Τι αρρώστεια είναι αυτή; Κάποιος δε θέλει να ξεχάσω. Κάποιος θέλει να θυμάμαι τι είναι δυστυχία. 40 μαχαιριές από ένα μανιακό στα καλά καθούμενα είναι συμφορά. Δυστυχία είναι να αισθάνεσαι σύγκορμος τη σαπίλα χωρίς να μπορείς να κάνεις τίποτα. Μπορείς, μπορείς. Ποιος μίλησε; Ποια χαζορομαντική καταγωγή; Όχι δε διάβασα Αρλεκιν. Αφήστε με ήσυχη. Δεν ευθύνομαι ούτε καν για μένα. Είμαι ευθυνόφοβη σας λέω. Αν έπινες μια μπίρα με το δολοφόνο, αν τον έκανες να θυμώσει να σε βρίσει, να εκτονωθεί θα την είχες σφάξει σαν κουνέλι; Ναι, ναι, ναι. Θα είχε ίσως σφάξει κι εσένα. Αλαζονικό κάθαρμα. Ποια νομίζεις ότι είσαι; Παραδέξου μια και μόνη φορά ότι όλα κινούνται και θα κινούνται ερήμην σου χωρίς εσένα στους αιώνες των αιώνων. Για να ξυπνήσει ένα ζώο δε θα σου ζητήσει την άδεια. Για να βγει η γη από την τροχιά της δε θα την περάσεις από συνέντευξη. Τα χιτλερικά σου δοντάκια δεν μπορούν παρά να ροκανίσουν ένα μπριζολάκι. Βγάλε το κεφάλι σου απ’ το φούρνο. Δε θα πεθάνεις κι απόψε. Αν δεν υπάρχει Θεός η αυτοκτονία δεν έχει κανένα νόημα. Τι έχει νόημα; Βάλε στο φούρνο κανένα δεντρολιβανάτο κατσικάκι να το τσακίσεις μεταμεσονυκτίως την ύστατη ώρα. Κοίτα τα χάλια σου. Μα ποιος είμαι εγώ; Μήπως είναι ο άλλος; Μήπως είναι η μετενσάρκωσή μου τούτος ο φονιάς, ο ληστής, ο δολοφόνος;  Born to be alive, born to murder; Έτσι πάει τώρα; Αναζητώ μια στάλα λογικής. Η λογική και ο θεός επινοήθηκαν για τον ίδιο λόγο. Να έχεις κάπου να πατήσεις. Πόσο μετέωρος να μένεις. Δεν έχει πλάκα. Δεν αντέχονται οι κραδασμοί. Τα παπούτσια μου είναι γυάλινα. Το μάτι μου γυαλίζει κι αυτό. Είμαι ένα έκθεμα πολύχρωμων μουράνο. 

Σσσσσς. Μην κάνεις τόσο θόρυβο. Όταν κάνεις ησυχία νομίζει πως δεν είναι κανείς, χτυπά μια χτυπά δυο κι έπειτα φεύγει. Το πολύ πολύ να αφήσει στο ρόπτρο κανένα σημείωμα ή κανένα τσιγάρο για να δεις ότι πέρασε, ότι δε σε ξεχνά, για να θυμάσαι ότι θα ξαναπεράσει.

 

 

Τετάρτη, Ιουνίου 30, 2021

The 1821 η Επιθεώρηση - The MUST-GO-SHOW





Η Επιθεώρηση είναι ένα εξωτικό είδος για μένα. Μπορεί να έχω ερευνήσει λίγο το πεδίο στο παρελθόν ακαδημαϊκά και να ’γραψα κάνα άρθρο αλλά δεν είχα ποτέ βιωματική σχέση μαζί της, πράγμα απολύτως ξενέρωτο, όταν μιλάμε για ένα τέτοιο είδος. Γιατί η Επιθεώρηση είναι ένα είδος λαϊκό, του δρόμου που γεννήθηκε από την καθημερινή ανάγκη για αντοχή και μεγάλωσε στην ίδια αυλή με την κωμωδία, τη φάρσα, το κωμειδύλιο, το θέατρο σκιών που την τάιζαν το αβγό της, της έμαθαν τις πρώτες βρισιές και την έπλεναν στη σκάφη από τα λασπόνερα. Η Επιθεώρηση, για να παραφράσω τα λόγια του Φοίβου Δεληβοριά «ερχόταν ένας κωμικός να μας ξανακάνει αθώους κάφρους», μας απενοχοποιεί από την καφρίλα μας, μας μιλάει στη γλώσσα της πιάτσας, μας περιγράφει με την τσίμπλα μας, τη μύξα μας, αξύριστους, μας απελευθερώνει και μας εκπαιδεύει. Μας κάνει να γελάμε δυνατά, να κλαίμε, να μοιραζόμαστε την ντροπή μας, αυτή που αντέχουμε μόνοι για όσα γίνονται γύρω μας και μέσα μας, αυτή που μας κάνει να θέλουμε να ανοίξει η γη και να μας καταπιεί. Η καλή Επιθεώρηση.

Το The 1821 η Επιθεώρηση είναι όλα τα παραπάνω: είναι δηλαδή μια καλή Επιθεώρηση. Κι επειδή η Επιθεώρηση εκ φύσεως έχει χεσμένη τη διαχρονικότητα, τα νόμπελ και τα όσκαρ, τολμώ να πω ότι η συγκεκριμένη Επιθεώρηση είναι καταπληκτική!
Ο Φοίβος Δεληβοριάς είχε ήδη πάρει το βάπτισμα του πυρός στην Ταράτσα με το αναψυκτήριο όπου είχε δοκιμάσει τον παλμό του κόσμου σε μικροκλίμακα. Γιατί κακά τα ψέματα, όλα τα είδη τέχνης θέλουν τη μύησή τους. Ο κόσμος λάτρεψε το εγχείρημα. Και δικαίως γιατί είχε γίνει με μεράκι, πολλή δουλειά και πολύ ταλέντο. Δεν ξέρω αν αυτή η Επιθεώρηση ήταν ιδέα του Φοίβου ή ολόκληρης παρέας, γιατί προφανώς, μιλάμε για παρέα, από αυτές που φτιάχνουν Ιστορία. Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Καραντζάς εξαιρετικός, ανάμεσα στα άλλα η επιλογή των αρμάτων με κομβικά σατυρικά στιγμιότυπα της ελληνικής μεταπολιτευτικής ζωής πολύ πετυχημένη, η μουσική του Φοίβου και οι μουσικοί γενναιόδωροι χωρίς πρόθεση καπελώματος του κειμένου εννοώ, οι συγγραφείς των κειμένων απολαυστικοί, οι ηθοποιοί υπέροχοι. Ξεχώρισα τα κείμενα/νούμερα των Δεληβοριά/Μουλά, της Κιτσοπούλου (της έχω αδυναμία) και του Μανιάτη (καλά οι Σουλιώτες δεν παίζονται, όλο το θέατρο κυλιόταν κάτω από τα γέλια). Δεν σου μένει άντερο λέμε! Της Μπασδέκη δυνατό το τελευταίο κείμενο, ανατρίχιασα. Πολύ ενδιαφέρον και του Κωστάκου/Νιάρρου, και μολονότι μου φάνηκε αρκετά εγκεφαλικό, πιστεύω ότι αν είδαν την παράσταση Ελληναράδες θα χαλάστηκαν πολύ. Από ηθοποιούς, η εμπειρία της Ελένης Κοκκίδου κάνει μπαμ. Πολύ καλός κι ο Γάλλος που ομολογώ ότι δεν τον ήξερα από τις Άγριες Μέλισσες, ο Νίκος Καραθάνος και η Γαλήνη Χατζηπασχάλη, α, και ο Γιάννης Κλίνης ως Γιάννα. Μου άρεσε τρομερά που κάποιοι ηθοποιοί είχαν γράψει και τα κείμενα όπως ο Μουλάς και ο Νιάρρος. Μου άρεσε από την μια που συμμετείχε η Μίρκα Παπακωνσταντίνου αλλά από την άλλη τα σημάδια της πατίνας του χρόνου με μελαγχόλησαν.
Για να αναφέρω και επί προσωπικού τα χαΐρια μου, να πω ότι στο νούμερο ο Γεροδήμος πέθανε ένιωσα πολύ γριά, μαθουσάλας, που από τη νέα γενιά έχει μόνο προσδοκίες και στερεοτυπικές απαιτήσεις, ένιωσα Ελληνίδα μάνα στο μεδούλι μου με σκέψη γραμμική, που ενώ δεν έχει δώσει τίποτα σπουδαίο στην κοινωνία και που μεγαλώνει το παιδί της στου Κασίδη το κεφάλι έχει και πρόβλημα που δεν είναι καλό στην ορθογραφία και που δεν έχει βγει ανεξάρτητο.
Πολύ μίζερη και γριά ένιωσα επίσης και στο νούμερο Με το καλό όπου σατιρίζεται η εκπομπή του Σπύρου Παπαδόπουλου με όλα τα συμπαρομαρτούντα. Έδωσαν όλοι ρέστα πραγματικά! Βίωσα στο πετσί μου το It’s an end of an era και ευτυχώς αναθάρρησα γιατί η σκυτάλη πέρασε σε μια εκπομπή όπως αυτή της ΕΤ1, το Μουσικό Κουτί. Τα πράγματα αλλάζουν ευτυχώς!
Η χθεσινή Επιθεώρηση λέει τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη. Ιστορικά, ψυχολογικά, πολιτικά, κοινωνικά δεν χαϊδεύει αυτιά. Και όλα ήταν φρέσκα! Φρέσκα, ολοκαίνουργια και ανάλαφρα. Δεν φτάνει η Επιθεώρηση στο βάθος το απροσμέτρητο προφανώς αλλά αυτός ακριβώς είναι ο ρόλος της, να κάνει νύξεις. Ας μην ξεχνάμε ότι στην Επιθεώρηση το κοινό είναι πολύ διαφορετικό από αυτό της πρόζας και του μπουλβάρ. Χθες ήταν πολλές κυρίες π.χ. με τη σαγιονάρα, νεολαία που ανάθεμα κι αν έχει ξαναπάει στο θέατρο, μικροαστοί, κάποιοι λίγο περισσότερο ψαγμένοι, καλλιτέχνες και απλός λαϊκός κόσμος. Πόσο ωραία ήταν όμως και πόσο αναπτέρωσε το ηθικό μου το ότι όλα ήταν καινούργια και προοδευτικά! Ο λόγος, η μουσική, η προσέγγιση, η κατάρριψη των ταμπού, γιατί η Επιθεώρηση διαχρονικά είναι ένα είδος που έχουμε συνηθίσει σε αυτή τη χώρα να είναι λίγο πιο συντηρητική είτε είναι καλή είτε κακή. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως ήταν ακριβώς το αντίθετο. Τα έχωνε στην εξουσία και στο θεατή με ένα τρόπο προοδευτικό. Σατίριζε με ένα τρόπο προχωρημένο με βάση τα όσα έχουμε συνηθίσει. Δεν έχω δει ποτέ Σεφερλή αλλά καταλαβαίνετε τι σας λέω, αυτό το προηγούμενο δυστυχώς έχουμε τα τελευταία χρόνια από άποψη Επιθεώρησης.
Λαμβάνοντας υπόψη πολύ σοβαρά το νούμερο που με έφερε στα ίσα μου, «ο Γεροδήμος πέθανε», έχω να πω ότι το The 1821 η Επιθεώρηση είναι η ζώσα θεατρική ιστορία μας, δηλαδή γράφει Ιστορία ανάλογη με το Μεγάλο μας Τσίρκο του Καμπανέλλη, και όχι δεν είμαι βαρύγδουπη και υπερβολική γιατί βαρέθηκα συνέχεια να συγκρίνουμε όπως στο εν λόγω νούμερο τους παλιότερους ήρωες και τα παλιότερα ιερά τέρατα του θεάτρου και των τεχνών με τους σημερινούς αγωνιστές και καλλιτέχνες. Άλλο σύγκριση, άλλο αναγωγή. Βαρέθηκα. Ο καθένας μας κάνει Ιστορία στο εδώ και στο τώρα και επιτελεί το καλύτερο και υψηλότερο έργο που μπορεί εδώ που έτυχε να ζει και να δρα. Τέλος. Γιατί μόνο σκεπτόμενοι με αυτό τον φρέσκο τρόπο, χωρίς συγκρίσεις, που τελικά είναι άλλοθι, μπορούμε να ξεκουνήσουμε τον κώλο μας και να κάνουμε κάτι. Που κάποιες φορές, όπως στην περίπτωση της χθεσινής Επιθεώρησης βγαίνει τελικά και εξαιρετικό!

Επίκληση


 Η έμπνευση, αυτή η δαιμόνισσα και κατά τα άλλα υπέροχη κυρία της ζωής μας, έχει ένα μοναδικό τρόπο να μας επισκέπτεται. Αστραπιαία και ακαριαία σαν κομήτης. Προσκρούοντας με τη γη αφήνει καμένο ο,τιδήποτε πριν απ’ αυτή έμοιαζε σημαντικός λόγος δημιουργίας και ύπαρξης. Ο αγώνας με το εγώ και για το εγώ που μηρυκάζει τον εαυτό του ξαφνικά κονιορτοποιείται και η έμπνευση γίνεται η βασίλισσα με χιλιάδες υπηκόους όλες τις προηγούμενες επιδιώξεις μας. Μεμιάς μας καθηλώνει η ανάγκη να ασχοληθούμε με αυτή και μόνο με αυτή. Αυτή η θεσπέσια ντίβα στην ταινία της ζωής μας, αυτή που λαχταρούσαμε να έρθει να φωτίσει τα ζοφερά της πλάνα, βρίσκεται στα χέρια μας ανυπεράσπιστη σα μωρό νεογέννητο στις φασκιές του. Μέχρι τη δεδομένη στιγμή λες και δε ζούμε αλλά είμαστε σε ένα ύπνο βαθύ και αξημέρωτο.

Κι εκπληρώνοντας το γλαφυρό μας χρέος ας εξηγηθούμε στα σοβαρά. Το βασικό πρόβλημα με την έμπνευση προκύπτει από τη διάρκειά της και την ανάμνησή της που είναι αντιστρόφως ανάλογες με την ποιότητα και βαθύτητά των έργων της. Θυμίζει μια μικρούλα καρφίτσα που ακριβώς επειδή έχει συγκεντρώσει όλη την πίεση σε μια τόση δα απόληξη, γίνεται πιο διαπεραστική και τελικά ματώνεις. Είναι τόσο κοινότοπη η αίσθηση όταν  θυμάται κάποιος αχνά και αμυδρά κάτι μεγαλειώδες που προέρχεται από αλλού και που νιώθει ότι αν ερχόταν πιο δυνατά, με μεγαλύτερη παραστατικότητα και με μεγαλύτερη διάρκεια θα τον χτυπούσε τόσο δυνατά σα σιδερένια γροθιά και θα τον συνέθλιβε. Τα άνωθεν χτυπήματα ή όπως έχουμε συνηθίσει  να τα λέμε τα θεϊκά χτυπήματα, είτε είναι κεραυνοβόλος έρωτας είτε μεγάλη έμπνευση παρασύρουν και αλλάζουν ριζοσπαστικά ολόκληρη τη ζωή μας ή τουλάχιστον έτσι νομίζουμε. Για να τα πηγαίνουμε καλά μαζί της αφού χωρίς αυτή είμαστε ένα τίποτα,  επικαλούμαστε τη Μούσα και μάλιστα προσευχόμαστε σε αυτή ακολουθώντας τα προσωπικά μας τελετουργικά, τεχνικές που πολύ σοφά υιοθετούσαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι με περίτρανο παράδειγμα, τις κλητικές προσφωνήσεις των ομηρικών επών που απ’ όσο αποδεικνύεται ανά τους αιώνες μάλλον απέδωσαν καρπούς.

Τα φτηνά κόλπα φυσικά και οι τακτικές της πεντάρας όπως είθισται να χρησιμοποιεί στον αυτοσαρκασμό του όποιος δε νιώθει ευλογημένος από το θεό Απόλλωνα, δεν αποδίδουν ποτέ παρά μόνο για να ξεμυτίσει και να δημιουργηθεί κάτι μετριότατο που μοιάζει μάλλον με παραγωγή παρά με δημιουργία και προορίζεται ως επί το πλείστον για εσωτερική κατανάλωση. Οι υπόλοιποι πιστοί είμαστε οι καταραμένοι όρος βλάσφημος αν αναλογιστεί κανείς τέρατα της λογοτεχνίας που αυτοχαρακτηρίστηκαν ως τέτοιοι. Η επίκληση της έμπνευσης είναι τρόπος ζωής ομοιάζων αρκετά με το χιτλερικό uber alles. Στην ελληνική παροιμία, η έμπνευση αγιάζει τα μέσα. Γιατί η έμπνευση είναι ο σκοπός και συχνότερα ο αυτοσκοπός. Το τίμημα είναι βαρύτατο και απαιτεί επώδυνους τοκετούς τουλάχιστον για ένα κοινό θνητό. Είναι λογικό για κάποιον που πρέπει να βγάλει τα προς το ζην υποκύπτοντας στους όρους της επιβεβλημένης με την έννοια του επαγγέλματος δουλείας, να αυτοσυντηρείται με συγκεκριμένες δουλειές τέτοιες ώστε να μην προδίδει την τέχνη που τόσο αγαπά. Το θέμα είναι εκτός από το χρόνο που απομένει ελεύθερος (που μεταφράζεται στο χρόνο που νιώθουμε εμείς ελεύθεροι αφού ο χρόνος από όσο γνωρίζουμε δεν υποδουλώθηκε ποτέ), ότι δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια αποσυντονισμού και αποπροσανατολισμού από χθόνιες ανάγκες. Έχεις όλη την πολυτέλεια να σε κατακλύζουν όλες οι εμμονές και ονειροφαντασίες σου χωρίς έξωθεν επέμβαση και χωρίς να σε γειώνει κανείς. Άλλωστε όταν η έμπνευση σου χτυπά την πόρτα κανείς δεν μπορεί να σε γειώσει. Μέσα στην παγωνιά ολονυχτίς στεκόταν όρθιος και γυμνός ο Σωκράτης όταν στοχαζόταν κατά τη διάρκεια μιας μάχης που αυτή τη στιγμή μου διαφεύγει. Σε περίπτωση που κάποιος μελετά Πλάτωνα π.χ. και συγκλονίζεται, είναι λίγο δύσκολο βέβαια, παράλληλα να έχει το φαγητό στο φούρνο, να προσπαθεί να κόψει το κάπνισμα και να υφίσταται το διευθυντή του ενώ παράλληλα έχει στο νου του να πληρώσει τα κοινόχρηστα. Τα  εμπόδια που προκύπτουν από μια τέτοιου τύπου ζωή είναι συχνά ανυπέρβλητα εάν δεν πρόκειται για κάποιο συγκλονιστικό και μεγαλειώδες ταλέντο. Το πείσμα και η πειθαρχία που απαιτούνται όταν επιστρέφεις από το μεταφυσικό κόσμο της ποίησης πέφτοντας με  την πλάτη στο πάτωμα με σπασμένα φτερά και νεύρα, είναι πολύ χειρότερα από οποιοδήποτε άλλη προσπάθεια απαιτείται για να ορθοποδήσεις διανοητικά μετά από τις καθημερινές αγγαρείες και να επανέλθεις στο μαγικό κόσμο της συγγραφής.

Μια λευκή σελίδα είναι πάντοτε ένα βάραθρο. Με μια και μόνο βουτιά της πένας στο μελάνι, μπορεί να σου αποκαλυφθεί ένα ολόκληρο σύμπαν του οποίου είσαι εσύ ο ένας και μόνος κυρίαρχος. Ναι είναι αλαζονικό, μα νιώθεις σα Θεός. Η εκκίνηση είναι πάντα μυστηριώδης κι αναρωτιέσαι αν πρέπει να γαντζωθείς σε ένα τροπικό φοίνικα και να προσγειωθείς σε μια παραλία της Ιαπωνίας ή να βγάλεις από τη θήκη τα στιλέτα για να διαπράξεις τα πιο στυγερά εγκλήματα με μουσική υπόκρουση τζαζ της Νέας Ορλεάνης. Άλλοτε πάλι το να γίνεις ηδονοβλεψίας σε ένα ροζ μπουντουάρ ή να μεταδώσεις μια ατμόσφαιρα γεμάτη καπνό και δυνατό αψέντι σε φέρνει πίσω σε νοσταλγικές, ροκ και οικείες κραιπάλες με εξίσου πιθανό αποτέλεσμα τόσο να γράψεις θεσπέσιες αμαρτωλές ίντριγκες όσο και να παρατήσεις τη συγγραφή για να τις ζήσεις. Το μείζον ελάττωμα ενός εκκολαπτόμενου συγγραφέα είναι η συνεχής απουσία σε ο,τιδήποτε κάνει εκτός της κυριαρχίας στο προσωπικό του σύμπαν και δη του οποιουδήποτε γραπτού του. Η γενετήσια ανεπάρκεια που έχει στο να ζει τη στιγμή χωρίς να αφαιρείται. Του να αφήνεται στο παρόν χωρίς να φαντασιώνει πως θα το μετουσιώσει σε έργο αργότερα. Κάθε φορά που κάθεται σε κάποια καρέκλα –κατά προτίμηση- μη αναπαυτική για  να  μη χαλαρώνει, τον τσιμπούν τα οπίσθιά του να σηκωθεί να ζήσει όλα τούτα που έχει στον νου του. Ακόμη και να επιχειρήσει να τα ζήσει απογοητεύεται οικτρά καθώς η κοινή πραγματικότητα συνήθως μικρή σχέση έχει με την πραγματικότητα του καθενός που είναι μια πολύ προσωπική υπόθεση, και ως εκ τούτου καταλήγει πάλι στην άβολη καρέκλα του για να γράψει με μεγαλύτερο πάθος όλα όσα δεν μπόρεσε να ζήσει ή τουλάχιστον φοβήθηκε. Ακόμη πάλι και η τόλμη και η ποιητική νοημοσύνη να μην του λείπει για να αποκρυπτογραφήσει τα θαύματα της ζωής, συνεχώς γράφει για να τα υμνήσει και να τα μοιραστεί με κάποιον άλλο (έστω κι αν είναι το χαρτί) γιατί δεν αντέχει το βάρος τόσης ομορφιάς. Πράξη δραματικά ματαιόδοξη και παράλληλα αλτρουιστική. Αυτοί συνήθως είναι και οι πιο φωτεινοί συγγραφείς.

Η ημιτελής ζωή ενός συγγραφέα τον φέρνει στη δυσάρεστη θέση να αποκτήσει σχιζοειδή προσωπικότητα καθώς επιχειρεί εγκεφαλικά να ενσαρκώσει όλους τους ρόλους που δύναται να φανταστεί και κατ’ επέκταση να πλάσει. Ως εκ τούτου το ψυχόδραμα του Μορένο γίνεται δεύτερη φύση του κι ενδεχομένως η μοναδική του σωτηρία στην ανεπάρκειά του να ζήσει μια δομημένη και πλήρη ζωή. Το ψυχόδραμα του Μορένο εξαίρετη ψυχαναλυτική μέθοδος των αρχών του αιώνα προσάρμοζε ανάλογα με την ψύχωση του ασθενούς ένα ρόλο κατάλληλο για την εξισορρόπησή του. Επί παραδείγματι μια νυμφομανής ακολουθώντας μια αγωγή, επιβεβλημένα από τον ψυχίατρο που την κουράριζε έπρεπε να ζει μια έκλυτη ζωή που να συνάδει με την ψύχωσή της και παράλληλα λόγω ομοιοπαθητικής διαδικασίας προφανώς να τη λυτρώσει από το ρόλο που υιοθετούσε στην πραγματική ζωή και την καθιστούσε μη λειτουργική. Με τον καιρό και ως δια μαγείας η ασθενής αποκτούσε μια φυσιολογική και επαρκέστερη σεξουαλική ζωή. Όχι απαραίτητα ότι θα συμβούν όλα αυτά στο συγγραφέα αλλά αδυνατώ να συλλογιστώ τι θα είχε συμβεί στο Ντοστογιέφσκι αν με τα πάθη που είχε και τα ερέβη στα οποία βυθιζόταν δεν έγραφε.

Εξαίσια η τέχνη της ζωής κι ακόμη πιο εξαίσια της συγγραφής!

Κάθε στιγμιότυπο ζωής πιθανή φράση σε μυθιστόρημα. Κάθε σκεπτικό κι εκφραστικό πρόσωπο, εκκίνηση ενός απίθανου συχνά σεναρίου για τη ζωή, την καθημερινότητα, τα συναισθήματα ενός εν τη γενέσει του ακόμη ήρωα. Ωστόσο η ιστορία παραμένει ρεαλιστική σαν σενάριο από αυτά που διδάσκει η κοινή πραγματικότητα που ξεπερνά σε απιθανότητα ακόμη και την πιο τολμηρή ή νοσηρή φαντασία. Αρκεί όλα τα αποκυήματα φαντασίας να υπάγονται ταπεινά στους φυσικούς νόμους. Ποιος τα λέει όμως αυτά; Αυτό είναι ένα άλλο θέμα που κάθε σκεπτόμενος στοιχειωδώς εραστής της γλώσσας, αμφισβητεί αν μη τι άλλο στην εφηβεία του ως συγγραφέας. Όλοι οι φυσικοί μέχρι τώρα νόμοι βρίσκονται υπό εξέταση σε όλα τα επιστημονικά πεδία. Νέες ανακαλύψεις που διαρκώς προκύπτουν ανατρέπουν τον τρόπο σκέπτεσθαι και άρα της ίδιας μας της ζωής μας. Η ανακάλυψη της μαύρης τρύπας στο διάστημα ανατρέπει όλα τα μέχρι τώρα δεδομένα της θεωρίας και πεποίθησης περί βαρύτητας και χάους. Γιατί να αποτελέσουν εξαίρεση τα πεδία ανθρωπίνων δυναμικών και ψυχών, πεδία άκρως ανεξερεύνητα με εικασίες στα σπάργανα. Πόσοι νέοι νόμοι μετά – φυσικοί ως ιδεολογήματα και μόνο δεν μπορούν να προκύψουν από ένα φωτεινό συγγραφικό πνεύμα; Πόσα νέα κινήματα δεν είχαν ως επινοητή ένα συγγραφέα σε επίπεδο κοινωνιολογικό, ψυχολογικό, πολιτικό εκκινώντας μάλιστα σπουδαίες ιδεολογικές εποποιίες; Όχι όμως! Δε θα είναι η προκατάληψη, δεν θα είναι η έλλειψη στοχασμού και φαντασίας, δεν θα είναι ο φόβος για την απόρριψη του αναγνωστικού κοινού, ο εχθρός στην πρωτοπορία της σκέψης, παρά η αυτολογοκρισία. Τι εποχή! Άλλοτε ήταν η λογοκρισία. Η ανθρωπότητα με την εδραίωση της ελευθερίας έκφρασης λες κι έκανε ένα βήμα με την όπισθεν. Σε τι μεγαλείο έφτασε η λογοτεχνία ακριβώς λόγω της λογοκρισίας. Ευθύνεται γι’ αυτό η διεστραμμένη φύση του ανθρώπου; Μπορεί! Αλλά σαν απαγορευμένη σχέση που είναι πιο έντονη οι μεγάλοι στοχαστές εξοβέλισαν τα πιο πολύτιμα πετράδια τους προσπαθώντας να φτύσουν τη λογοκρισία στα μούτρα . Πολλοί συγγραφείς φοβούνται πραγματικά τον ίδιο τους τον εαυτό, την ίδια τους την έπαρση, τα ίδια τους τα όρια. Το να ξετυλίξει το κουβάρι της σκέψης και να ενδυναμώσει αυτή την έμπνευση ιδίως αν είναι παράτολμη και να την υποστηρίξει κάποιος συγγραφέας είναι από μόνο του τρομακτικό καθώς δεν ξέρει –το εξομολογούμαι με την πάσα ειλικρίνεια- που θα τον βγάλει. Καθώς ζει με όλο του το είναι το γραπτό του, μπορεί απλά να τον στείλει στην κόλαση απλά και μόνο αμφισβητώντας τις πάτριες σταθερές του. Ολόκληρους αιώνες οι κοινωνίες δομούνται πάνω σε σταθερές γιατί αλλιώς απειλούνται από την αυτοκαταστροφή τους. Αν πράξεις σα να μην υπάρχουν οι σταθερές αυτές ή αν μη τι άλλο σα να είναι αόρατες για σένα, οδηγείσαι σε αδιέξοδο. Έπειτα χτυπά την πόρτα η τρέλα! Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι όποιος κατάφερε συγγράφοντας να κλονίσει τις συνειδήσεις των αναγνωστών –με βάση το ποιοτικό μέγεθος και όχι το εμπορικό που σαφώς είναι πιο βραχύβιο-  κλόνισε πρώτα μέχρι εσχάτων το ίδιο του το είναι. Το τεμάχισε, το κατέστρεψε και διαμέλισε στα εξ ων συνετέθη για να το χτίσει από την αρχή. Ο φοίνικας αναγεννάται από τις στάχτες του. Οι αναφορές σε σύμβολα ολοκληρωτισμού ας μην εκληφθούν ως τυχαίες. Το καθεστώς της έμπνευσης και της ανάγκης για δημιουργία είναι ολοκληρωτικό. Ελάχιστες είναι οι εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα ότι ο άνθρωπος δεν είναι παντοδύναμο ον χωρίς να αυτοκαταστραφεί τελικά, εκτός από σπουδαίους νόες και ατόφια καθαρά πνεύματα με παράλληλη δύναμη θέλησης και πειθαρχίας. Αλλά σε ό,τι μας είναι εκ βαθέων ιερό τι πιο τρανή απόδειξη για την ιερότητα που του προσάπτουμε άλλη από την ανάγκη μας να ασελγήσουμε πάνω του; Δεν είναι δύσκολο να καείς σκεπτόμενος και ασελγώντας πάνω σε όλα όσα λατρεύεις. Βέβαια «αξίζει να ζήσεις για ένα όνειρο κι ας είναι η φωτιά του να σε κάψει» όπως άδει κι ένας λαϊκός βάρδος αλλά δεν είναι κρυφό ότι ακόμη κι αυτό για ένα σκεπτόμενο άνθρωπο τίθεται πάλι υπό αμφισβήτηση. Αξίζει; Και να τος πάλι ο φαύλος κύκλος. Τι συμβαίνει συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις; Για να πάρει θάρρος ένας μέτριος νους το μόνο που κάνει είναι να πιει δυο ποτηράκια παραπάνω οπότε τελικά δεν καίγεται για το υψηλό αλλά καταφέρνει να κάψει σίγουρα κάτι μια ώρα αρχύτερα. Τα εγκεφαλικά του κύτταρα. Μάρτυράς μου οι βιογραφίες των μεγάλων συγγραφέων, ελάχιστοι έγραψαν χωρίς καύσιμα. Αλκοόλ, καφέδες, ναρκωτικά, τσιγάρα. Άλλωστε ποιος μετά από δυο ποτηράκια δε μεταμορφώνεται σε ποιητή; Λίγο πολύ είμαστε οι περισσότεροι Μαρμελάντωφ! Αριστοτεχνικό ψυχογράφημα του μέσου ανθρώπου! Τα ανθρώπινα πάθη όταν εξωτερικεύονται είναι από μόνα τους ένα υπέροχο έργο έστω του παραλόγου! Ποιος δημιουργεί εν πλήρη νηφαλιότητα όμως; Ας εκφράσουμε μια αιρετική και αυθαίρετη άποψη μιας και η ιστορία άλλα θεωρείται πως έχει αποδείξει. Οι συνεσταλμένοι άνθρωποι σίγουρα δεν είναι γεννημένοι για συγγραφείς. Τα αυθεντικά διαμάντια πάντα θα κρύβονται επιτυχώς στα σκοτάδια τους με μόνη τολμηρή σωτηρία συχνά την αυτοχειρία. Οι μισοί από τους αυτόχειρες λογοτέχνες απόκτησαν τη φήμη τους λόγω της επιλογής τους να πεθάνουν και όχι τόσο από την καλλιτεχνική ή πνευματική αξία των έργων τους. Ας είναι! Η υστεροφημία τουλάχιστον επετεύχθη. Γιατί αν ένα έργο είναι το ελαιόλαδο, το κουκούτσι της ελιάς είναι η αθανασία! Συνειρμικό παιχνιδάκι με τον εξ αφορμής κότινο! Η αυτόματη γραφή λοιπόν ξεβράζει αποκυήματα γονιδιακής μνήμης! Να ένα σπουδαίο μυστικό που μας αποκάλυψαν οι σουρρεαλιστές! Το πιο σπουδαίο επίτευγμά τους στην επαναστατική τους προσπάθεια κατάργησης της φόρμας. Ε ναι λοιπόν! Αν έχεις επαναστατική διάθεση, κάτι θα πετύχεις μεγαλειώδες αργά ή γρήγορα έστω κι αν φαίνεται κάτι απλοϊκό και απειροελάχιστο, έστω κι αν το πετύχεις από τύχη σε άλλη κατεύθυνση από αυτή που στόχευες. Επιτυχέστατο παράδειγμα! Το πυθαγόρειο θεώρημα! Η απλότητά του ήταν τόσο απαστράπτουσα και ακαριαία που δεν βρήκε στο διάβα των αιώνων τίποτα να της αντιταχθεί. Παρά μόνο τους φανταστικούς αριθμούς! Η λογική μέχρι σήμερα όπως την ξέρουμε και τη διδασκόμαστε –που λέει ο λόγος γιατί η εκπαίδευσή μας το αποφεύγει συστηματικά- , είναι μεσήλικη. Το μόνο που μπορεί να της αντιπαραβληθεί με επιτυχία είναι η παραδοξότητα και το παράλογο που πάλι έχει τις ρίζες του στο απώτερο αρχέγονο παρελθόν μας για να μη νομίσει κανείς ότι πρωτοτυπεί ο ανθρώπινος νους σε βαθμό σοβαρό…

Η αυτοχειρία για να επανέλθουμε, είναι μια παράλογη πράξη και απόλυτα επαναστατική ή τουλάχιστον κατά κοινή παραδοχή λογίζεται ως τέτοια! Η επιλογή της σκηνοθεσίας της τελευταίας πράξης της ζωής μας αν μη τι άλλο εκτός από τολμηρή –με το δεδομένο ότι δεν είναι απονενοημένη, κάτι που ούτως ή άλλως κανείς δεν μπορεί να μάθει- είναι και καλαίσθητη. Όμως η αισθητική, ένα άλλο αγκάθι στη γραφή ενός λογοτέχνη, δεν μας απασχολεί μόνο στην τελευταία θεατρική σκηνή του βίου μας. Το προσωπικό ύφος! Τι μαρτύριο! Τι δουλειά προϋποθέτει το να αποφύγεις το μελό, τη φτηνή  συγκινησιολογία! Θέλει αρετή και τόλμη για να φτιάξεις κάτι που να μην μπάζει αισθητικά! Το μόνο άλλοθι που μπορεί να επινοήσει κάποιος για να καλύψει την αισθητική του ατέλεια είναι να επινοήσει ένα στυλ μοντέρνο ή έστω μεταμοντέρνο (κάτι καθόλου εύκολο αφού αυτό απαιτεί υψηλό επίπεδο αυτογνωσίας και εξαίρετη ευστροφία) Αν υποθέσουμε ότι μόνο και μόνο για να συνεχιστεί η επιχειρηματολογία δεχόμαστε ότι δεν υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη, τελικά δεν παίζει τόσο ρόλο τι θα πει κάποιος αλλά πως. Αριστουργηματικά πνεύματα τα έχουν πει όλα όσα χωράει κατά τη διάρκεια εκατό ανθρώπινων ζωών να επεξεργαστεί και να στοχαστεί ένας εύστροφος ανθρώπινος νους με κρίση, βαθύτητα και πρωτοτυπία. Τι καινούργιο να πεις; Η έστω για να μην είμαστε και απαισιόδοξοι και συντηρητικοί τι καλύτερο να πεις; Ποιος τολμά να ανταγωνιστεί τον Πλάτωνα, τον Ευριπίδη, το Ντοστογιέφσκι; Δεν είμαι καθόλου υπέρμαχος των αυθεντιών γιατί απλά στην ουσία δεν υπάρχουν αλλά στ’ αλήθεια τι πιθανότητες έχει ένας μέσος νους να εκφράσει κάτι παραπάνω εκτός από στοχαστικά και αμπελοφιλοσοφικά σοφίσματα; Είναι εξαίρετη η τέχνη της συγγραφής αλλά ακόμη πιο εξαίρετοι όσοι δε γράφουν όταν στα αλήθεια δεν έχουν κάτι να πουν! Η ανάγνωση και μελέτη των κορυφαίων είναι ο βατήρας για πετυχημένο μακροβούτι στο μελάνι, και ως τέτοιος και μόνο πρέπει να χρησιμεύει σε όποιον σέβεται τον εαυτό του και δεν επιθυμεί να επαναλαμβάνεται. Ίσως για αυτό το λόγο κάποιοι αργούν τόσο να καταπιαστούν με την αγαπημένη τους τέχνη. Αν δεν υπάρχουν αναγνωστικές καταβολές εξ απαλών ονύχων ώστε να προλάβεις έπειτα να ζήσεις και να κάνεις βίωμα τα σπουδαία, να τα κάνεις κτήμα σου και να δομήσεις τον καλλιτεχνικό εαυτό σου πάνω σε όσα αφομοίωσες, πόσες ελπίδες έχεις στα αλήθεια εκτός πάλι αν είσαι ένας λαϊκός θυμόσοφος βλέπε τον Αίσωπο ή το Χατζημιχαήλ στη ζωγραφική; Αριστουργήματα όμως δεν φτιάχτηκαν από θυμόσοφους ακόμη κι από τους πλέον χαρισματικούς. Ποιος φαντάζεται την Καπέλα Σιξτίνα να φιλοτεχνείται από ερασιτέχνη ζωγράφο; Τον Παρθενώνα; Σχεδόν αδύνατον! Το Ρεμπώ να γράφει τους οραματισμούς του χωρίς να έχει μελετήσει τους αρχαίους Έλληνες και Λατίνους ή έστω την Αγία Γραφή; Άλλωστε αν ξεκινήσεις να διαβάζεις Ελύτη πόσο καιρό θα σου πάρει να ξεμουδιάσεις από το θάμπος; Τι ποίηση θα γράψεις εκτός από σχεδιάσματα κι ασκήσεις πάνω ακριβώς στο ύφος αυτού του κάποιου άλλου του σπουδαίου, του θεού της Τέχνης που αφοσιώνεσαι; Σιχαίνομαι τους καλλιτέχνες που δεν ξέρουν τι θα πει αγρανάπαυση! Τι πιο περίτρανη απόδειξη στενομυαλιάς και εμμονικής αυταρέσκειας. Αν αλήθεια όμως δεν λατρέψεις από παιδί σαν  μυστήριο ιερό, σαν κώδικα που σου αποκαλύπτει τον κόσμο ολόκληρο αυτά τα μαύρα στίγματα από μελάνι, τα γράμματα και δεν πορωθείς με την ανάγνωση, πως είναι φυσικό να πορωθείς με τη γραφή; Πολύ λογική σκέψη θα πει κανείς για να είναι και ισχύουσα, αλλά αλήθεια, είναι και η μόνη που εμπεριέχει το πάθος! Άρα πρόκειται για ένα πλήρη έρωτα! Χωρίς αυτόν τον κεραυνοβόλο έρωτα, αυτή την εξαίσια αρρώστια που γεννά αυτομάτως και τη λύτρωσή της πως είναι δυνατό να γίνει συγγραφέας κανείς; Πως θα μάθει αν έχει ταλέντο αν δεν έχει την υπέροχη έλξη να ασχοληθεί με τη γλώσσα όπως και να 'χει;

Όμως ας μην προβληματιζόμαστε υπέρ του δέοντος. Ούτως ή άλλως, η παραδοχή της ήττας θα έρθει μόνο πολύ αργότερα όταν θα φτάσει κάποιος στην Ιθάκη του. Αν πάλι δεν την παραδεχτεί ποτέ, αυτή παραμένει και η πιο τρανή απόδειξη ότι άξιζε να γίνει συγγραφέας γιατί δεν υπήρχε καμιά άλλη ζωτική πλάνη που να τον πείθει περισσότερο από κάθε άλλη ότι αξίζει να ζει.