Παρασκευή, Νοεμβρίου 02, 2007

Τίποτα δεν πάει χαμένο

Νιώθω μια αληθινή λύπη για όλες τις διαψεύσεις και τις πλάνες των ανθρώπων.
Για τους μετανάστες που έχουν να δουν τα παιδιά τους πάνω από χρόνο.
Για όσους θυσιάστηκαν για μια ιδέα που ξεπουλήθηκε.
Για τους Αφρικανούς που τους πλασάρουν placebo έναντι πραγματικών φαρμάκων
Για τα σχολεία μας που μοιάζουν με αυτά των γκέτο σε αμερικανικές ταινίες
Για τα παιδιά που είναι ορφανά
Ή ακόμη χειρότερα, άρρωστα
Για τα βασανιστήρια ανθρώπων και ζώων από άρρωστους
Για τα καμένα δάση
Για τα καμένα μυαλά
Για τα κομμένα δάχτυλα ενός οργανοπαίκτη
Για τους γέρους που δεν τους νοιάζεται κανείς
Για όλους τους μόνους
Για όσους ψάχνουν τη λήθη στα βαρβιτουρικά
Για τους αναξιοπρεπείς
Για όσους δεν μπορούν να ευχαριστηθούν καμία καθημερινή χαρά
Για τους έρωτες που προδόθηκαν
Για τους έρωτες που δεν άντεξαν
Για τον οδοστρωτήρα της καθημερινότητας
Για τον αναπόφευκτο θάνατο

Νιώθω όμως μια παράξενη λύπη που λίγο μοιάζει με απελευθέρωση από το μίσος και τον θυμό
Για όσους δεν αξιώθηκαν κανένα φίλο γιατί δεν τον άξιζαν
Κι όπως λέει κι ο Λειβαδίτης
«κάνε λοιπόν Κύριε να 'χει κανείς ένα φίλο…
Δος του ένα σκυλί ή ένα φανάρι του δρόμου»

Μα πιο πολύ λυπάμαι όσους πουλάνε και την ίδια τους τη μάνα
Φίλους που τους εμπιστεύτηκαν κι άλλους που τους στήριξαν
Ανθρώπους με τους οποίους ήπιαν ένα κρασί
με αγνωμοσύνη, ματαιοδοξία, υποκρισία και μισανθρωπία
απλά λόγω δυστυχίας.

Και από την δυστυχία τους αυτή,
Φτάνει ο καιρός που απελευθερώνεσαι απ’ την πλάνη σου που απατήθηκες,
την οργή σου για την ασχήμια της
και τον ανταρτοπόλεμο που διάλεξες.
Όταν σέβεσαι το παρελθόν σου,
Κάποτε, έστω και αργά, μαθαίνεις να θάβεις τους ζωντανούς νεκρούς σου,
γιατί το μόνο που αρμόζει σε τέτοιους θανάτους είναι το κενό και η σιωπή
το μόνο που ταιριάζει στη δυστυχία τους είναι ο πιο βαθύς οίκτος
που με το πλήρωμα του χρόνου δεν γεννά παρά ένα ποίημα.

Τετάρτη, Οκτωβρίου 17, 2007

Φλερτάροντας με το ανέφικτο.

Να γράψω, να γράψω, να γράψω. Κάτι που να βγαίνει από την ψυχή, από τα κατάβαθα του είναι μου δυνατό σαν στρόβιλος να παρασύρει τη βρωμιά και να την βγάλει έξω. Αυτό όμως έχω ανάγκη; Δεν λέω, αυτό θα ήταν αληθινό, αυτό θα ήταν δύναμη ικανή να σπάσει το φράγμα του ήχου και να φτάσει κατευθείαν στην καρδιά, να δημιουργήσει έστω μια ανατριχίλα. Γιατί αυτό είναι το νόημα. Όπου αλλού φτάσει είναι περιττό.
ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΟΜΩΣ ΝΑ ΜΠΩ ΣΤΟ ΒΟΘΡΟ ΚΑΙ ΣΤΑ ΣΚΑΤΑ. ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΕΤΑΞΩ ΚΑΙ ΝΑ ΦΥΓΩ ΜΑΚΡΙΑ βγάζοντας τις λασπωμένες μου αρβύλες από τις βόλτες τον υπόνομο. Θέλω να επινοήσω ένα νέο σύμπαν. Να νιώθω άνετα σαν στο σπίτι μου, όπου η φαντασία θα παίζει τον πρώτο ρόλο. Θέλω να ισοπεδώσω κάθετί που μού θυμίζει όλα τα ήδη γνωστά. Αυτά που βιώνεις ως ήδη γνωστά στα οποία κυριαρχεί η λύπη, η συμπόνια και η μαύρη πελώρια θάλασσα των λυγμών. Θέλω να φτιάξω ένα νέο σύμπαν να μου είναι πειστικό. Κι εκεί, σε αυτό το θέλω, ξεμυτίζουν οι εχθροί μου. Ένας ένας αρχικά αναγνωριστικά. Μετά ολόκληρες ορδές. Επιστρατεύω τα τανκ μου, τους παρανοϊκούς γενναίους της πρώτης γραμμής, επιχειρώ ανταρτοπόλεμο. Κάποτε πετυχαίνει. Για λίγο. Μετά πάλι από την αρχή. Θέλω να γράφω και να νιώθω όμορφα. Θέλω να γράφω και να χαίρομαι, όχι να χαζοχαίρομαι όμως, ούτε να διακωμωδώ, ούτε να λυπάμαι. Δεν θέλω να γράφω και να με διαπερνούν ξυραφιές. Δεν θέλω να γράφω και να κλαίω. Το έχω χεσμένο το αληθινό, το πραγματικό, το βιωματικό, αν δεν με γαληνεύει. Θέλω μια φυγή, ένα διαστημόπλοιο ικανό να με χωρέσει. Να είναι όμως δικό μου. Βαρέθηκα να πίνω τσάι με το Φιοντόρ και να ροκανίζω βουτήματα με τον Μπέκετ. Θέλω να μου φτιάξω ένα σπίτι να πάψω να είμαι φιλοξενούμενη στην φαντασία των άλλων.
Κάποτε οι μνήμες πονούν πολύ. Το θρόισμα της εφημερίδας του πατέρα τα μεσημέρια. Ήταν νέος και επέστρεφε από τη δουλειά με ένα πάθος αλλόκοτο και μια παράξενη σκληρότητα από τον μόχθο της μέρας. Η σκηνή από την ταινία Άγγελος με τη μάνα του που τη βίαζε ο πατέρας του και που διέγειρε στη μνήμη του DNA μου ενδεχόμενους βιασμούς της γιαγιάς, της προγιαγιάς μου, και όλων των γυναικών της ιστορίας. Ο εμετός που σου έρχεται όταν παρακολουθείς Μπέργκμαν, ο φακός του παιδικού ματιού στο Φάννυ και Αλέξανδρος, οι δεσποινίδες της Αβινιόν του Πικάσο με τη χαοτική έλλειψη περιγράμματος, η χορευτική χάρη μιας τσιγγάνας και η οσμή του βρεγμένου προαύλιου κάποιου σχολείου που σου θυμίζει τον πρώτο σου έρωτα.
Θα μπορούσα να γυρίσω τα άντερά μου ανάποδα και να γράψω αν όχι με ταλέντο, με αλήθεια και απλότητα. Άλλωστε κανείς δεν μου ζητάει να γράψω ούτως ή άλλως.
Είμαι απολύτως ελεύθερη. Κακώς κάκιστα. Τα μεταξωτά βρακιά είναι για επιδέξιους κώλους.
Δεν πασχίζω βρε αδελφέ να θυμηθώ τίποτα. Τα θυμάμαι όλα συνέχεια. Θέλω να ξεχάσω. Να με χάσω και να με ξαναβρώ σε ένα νέο τόπο. Σέβομαι την κούραση της μνήμης μου και θα την προστατέψω όσο μπορώ από πόνο περιττό. Σέβομαι τα δάκρυα που τιθάσευσα με τόσο κόπο για να μην δημιουργώ πόνο σε άλλους. Θέλω να ξεχάσω. Θέλω η τέχνη μου να μπορεί να με κάνει να ξεχνώ χωρίς να ξεχνιέμαι. Θέλω να ξεχάσω τον παλιό τρόπο θέασης και συναίσθησης και να μάθω να κοιτάζω αλλιώς, να νιώθω αλλιώς, να μυρίζω αλλιώς…

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 27, 2007

Mad World II

«Κάνει λίγη ψύχρα;»
κάτι σαν μελαγχολία μουδιάζει τα μέλη
Γαργαλάει την περιοχή του στήθους, φτάνει στις μασχάλες
Μια λύπη μαλακτική
Μικρούλα σαν καραμέλα ευκαλύπτου που κυλά αργά στον οισοφάγο
«Ένα σκουπιδάκι στα μάτια», είπα
άντε να εξηγήσεις την απογοήτευση
«Ξεροκατάπιε γρήγορα!
Δεν είναι παρά μια καινούργια μέρα!»
Κι όμως,
Είμαι ένα κίτρινο κυκλικό μπαλάκι
Ολόιδιο με χθες
Σε πίστα πάκμαν
έχω στόμα που ανοιγοκλείνει διαρκώς
Συνήθως μάταια
Πολύς θόρυβος, άσχημη πόλη
Πειραιώς στο ύψος της Ομόνοιας
Παιδιά ενός κατώτερου θεού, πιο βρώμικου, πιο φτωχού
-«Κατώτερου; Αφού δεν υπάρχει ανώτερος».
-«Πού το ξέρεις;»
-«Έχω δει πολλά ντοκιμαντέρ για το ανθρώπινο είδος».
Πειραιώς στο ύψος της Ομόνοιας.
Είδα μια γυναίκα με ένα μωρό, χαλκομανία σε ένα τοίχο ξεφτισμένο
Ένα μετανάστη με ένα κλεμμένο ποδήλατο να εισχωρεί στο μπετόν
Για μια γάτα κανελί δεν είμαι σίγουρη.
Γλίστρησε στον υπόνομο;
Αφομοιώθηκε από το τοπίο;
Ένα λιπόσαρκο τοξικομανή με διακεκομμένη οδοντοστοιχία, λωρίδα στο οδόστρωμα
Ένα ζιγκολό ακέφαλο να κάθεται στην πλατεία και να στηρίζει την αξιοπρέπειά του ανάμεσα στους αγκώνες
Συνταξιούχους με τα ψώνια του DIA,
«Πόσο ακρίβυνε η ζωή»
Ένα παππού να παίζει κλαρίνο και να υμνεί τον Τίρναβο
Η γη στο σημείο ασκεί τη μέγιστη βαρυτική της δύναμη
Να μην τους απορροφήσει ο εμβρυουλκός του περιβάλλοντος
και γίνουν γκράφιτι
ή εξαμβλώματα του σύμπαντος.
Πέρασε ένα ασθενοφόρο
«Η ζωή είναι θέμα πιθανοτήτων», ούρλιαξε.
«Η ζωή είναι απίθανη», άκουσα…

Ο ήχος της πληκτρολόγησης
Λυτρωτικός σαν βροχή
«Που ξέπλυνε θαρρείς, τα κρίματα του κόσμου»…

Mad World (Tears for Fears, REM)

All around me are familiar faces
Worn out places, worn out faces

Bright and early for their daily races
Going nowhere, going nowhere

And their tears are filling up their glasses
No expression, no expression

Hide my head I want to drown my sorrow
No tomorrow, no tomorrow

And I find it kind of funny
I find it kind of sad
The dreams in which I'm dying
Are the best I've ever had
I find it hard to tell you
'Cos I find it hard to take
When people run in circles

It's a very, very
Mad World

Children waiting for the day they feel good
Happy Birthday, Happy Birthday

Made to feel the way that every child should
Sit and listen, sit and listen

Went to school and I was very nervous
No one knew me, no one knew me

Hello teacher tell me what's my lesson
Look right through me, look right through me

And I find it kind of funny
I find it kind of sad
The dreams in which I'm dying
Are the best I've ever had
I find it hard to tell you
'Cos I find it hard to take
When people run in circles

It's a very, very
Mad World

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 05, 2007

Λέξεις, λέξεις, λέξεις...

Πού να σταθείς ανάμεσα σε τόσες λέξεις. Αλήτισσες, γητεύτρες, σε μαγνητίζουν, κι εσύ που άλλο δεν αναζήτησες περισσότερο από τον αρνητικό σου πόλο, άγεσαι και φέρεσαι. Άλλες πάλι ευτραφείς, πληθωρικές σαν Σιτσιλιάνες μανάδες σε καθίζουν στο σκαμνί και σου εξαπολύουν ένα βορβορώδες κατηγορώ που δεν έσκυψες ποτέ να τις μυρίσεις. Άλλες, σαν χίμαιρες μπαινοβγαίνουν σαν απόμακρη μουσική στο νου σου, παίζουν με τη λήθη και στριμώχνονται σε κάποια γωνιά του ονείρου σου, σε αυτά που γράφεις ολόκληρα ποιήματα, και ξυπνάς περήφανος νομίζοντας ότι θα τα θυμηθείς κιόλας να τα καταγράψεις. Άλλες εφιαλτικές, ούτε τις συλλαβές τους δεν αντέχεις, πόσο μάλλον το νόημά τους, άλλες με μια τάση να συνθλίβουν, μολυβένιες με νύχια κοφτερά και υπόκωφα πένθιμα μουρμουρητά. Άλλες πάλι ευωδιάζουν και γεμίζουν τον τόπο Άνοιξη και πορτοκαλεώνες, γιασεμί και σπιτικό γλυκό, παιδικές πολύτιμες μνήμες, με παιδικά ξεφωνητά στην αυλή της θείας Ελένης. Μερικές σου ξερνούν τον ζόφο τους, σε βουλιάζουν σε γλοιώδη έλη, σου προκαλούν έμετο, κοπετό, αναφυλαξία, γρονθοκοπούν πρόστυχα, επιτάσσοντας την αντίδραση και το έλκος σου για να ζήσουν σαν παράσιτα, τρέφονται από τη μέλαινα χολή σου. Άλλες πάλι ζέχνουν κουφάρια πλοίων, οστά νεκρών και μια αποφορά πολέμου, που πήζει το αίμα σου και τήκει τα κόκαλά σου. Άλλες πάλι εξωτικές λάγνες χορεύτριες σε περιτριγυρίζουν και σε παρασύρουν με μουσικές που ποτέ δεν ξανάκουσες μα που όλα θα τα ρίσκαρες για να τις απολαύσεις μέχρι τέλους. Άλλοτε πάλι ξεπηδούν μερικές πίσω από τους θυσάνους των μαλλιών σου, νεαρές δορκάδες τρυπώνουν μέσα σου με τον πιο φυσικό τρόπο. Έρωτες σφοδροί, σε κατοικούν για πάντα. Λέξεις λέξεις λέξεις. Κι εσύ στη μέση συντετριμμένος που όλα πόθησες να τα πεις σε όλες τις γλώσσες κι απέμεινες ηττημένος να υποτονθορίζεις μόνο κανά δυο νέα ευρήματα. Έωλος, κοπανέλι, ερεισίνωτο, οκτάντας.

Παρασκευή, Αυγούστου 31, 2007

Decadence

Για τους μεταμφιεσμένους αλήτες σε ψιττακούς δεν αξίζει ούτε ένα quark σάλιου
Η οιαδήποτε επαφή τους με οιοδήποτε φορέα στοιχειώδους νοημοσύνης επιφέρει τα ίδια αποτελέσματα με τρόφιμο κονσέρβας όταν έρχεται σε επαφή με τον αέρα
Μούχλα και δυσωδία
Για τα πάνελ τα ομοιάζοντα με επιδείξεις τάπερ επίσης
Γύρω στα σαράντα οι επίδοξοι ωστόσο ατάλαντοι καλλιτέχνες, μοντέλα, γλεντηστάδες τι να πω, παραμένουν άνεργοι
Να αρκεστούν στο επίδομα ανεργίας;
(Ένας επιπλέον λόγος να αυξηθεί
δεν αντέχω άλλους άνεργους και άεργους να μετοικούν στην πολιτική)
όλα έχουν ειπωθεί,
Θριάμβευσε ξανά η βλακεία και το ψέμα
όταν δε εκστομίζεται από βλάκες χάνει και τις ιδιότητές του
η οργή με αφήνει ξέπνοη
έχω εξοντωθεί από την κούραση
κι ας μην ξαπόστασα μόνο ένα τρίωρο σε 4 εικοσιτετράωρα δίπλα στο φρεσκοκαμένο μου χωράφι
ας μην έστησα καραούλι για τις φλόγες
ας μην έπαιξα διελκυστίνδα με τους πυροσβέστες για μια μάνικα
ας μην αντίκρισα από κοντά το καπνισμένο Κρόνιο
ας μην ανάσανα καθαρό μαζούτ
ας μην στάθηκα στην ουρά σα ζητιάνος για προεκλογικά ψηφοθηρικά ευρώπουλα
-σε κοντέινερ θα τη βγάλετε παιδιά, όπως κι οι άλλοι, μέχρι τις 16 ό,τι εξαγοράσουν-
ας μην καταδέχτηκα συσσίτιο γουρουνοπούλας από τους φαταούλες της μητρόπολης
ας μην αντάλλαξα χειραψία με τον πρώην εκ Λονδίνου
ας μην βρέθηκα άμεσα στην ανάγκη τους για να σώσω τα παιδιά μου
-μόνο το τομάρι μου, καθώς πριν 3 χρόνια κάηκε το σπίτι μου και πήδηξα στη στέγη!-
και βέβαια ας μην ψήφισα ποτέ τους επαγγελματίες καρεκλοκένταυρους
πανηγύρι οι εταιρείες δημοσκοπήσεων (όχι ότι τους έχω εμπιστοσύνη αλλά κάπου εκεί κυμαίνονται τα ποσοστά ούτως ή άλλως)
οι υπάλληλοι σηκώνουν τα χέρια ψηλά
τέτοια βλακεία δεν έχει παγκόσμιο προηγούμενο
η φαντασία μου πάλι ακάματη
πριν καιρό το υβριστικό σχολιάκι ήταν να αποκαλέσεις τους κυβερνήτες διαχειριστές
τώρα το λιγότερο θα ήταν να τους φανταστείς ως ζογκλέρ, διασκεδαστές γ’ διαλογής σε μια σάλα γεμάτη διεφθαρμένους και άβουλους να απλώνουν τα ξύγκια τους σε ανάκλιντρα κραδαίνοντας βεντάλια αντί τηλεκοντρόλ
(είμαι περίεργη για τους πατσοκοιλιάδες που μόνο ξέρουν να ψηφίζουν και να ψηφίζονται -δεν με ενοχλούν οι χοντροί όταν δεν είναι χοντρόπετσοι-, σεξ πώς κάνουν; Με τηλεκοντρόλ κι αυτό;)
πόσο να τεμπελιάσει ρε παιδιά κανείς;
Πόσο και πόσα να φάει;
Πόσο ρεμάλι μπορεί να καταντήσει;
Είπαμε είμαστε τεμπέλικος λαός. Τόσο πολύ όμως;
Κοντεύουμε να φτάσουμε τα όρια ακινησίας των γιόγκι!
Μόνο που αυτοί δεν κινούν ούτε τις μασέλες τους!
Μόνο τσιπούρες κι αστακούς ξέρουμε να τρώμε αγόρια και κορίτσια μου;
Μόνο να νοικιάζουμε limo με το χρήμα φορολογούμενων και να προξενούμε λίμο (λιμός= και σιτοδεία)
το αστειάκι είναι πασσέ παιδιάάάάάάάά
πόσο ταιριάζει το καζαντζίδιο Αχ σε αυτό το λαό το ζούμε όλοι
έχουμε ταλέντο στην κακομοιριά, στη ραγιάδικη σκολίωση
δεν περιμένω τίποτα από ρεζίληδες είναι σαφές
θεωρώ δεδομένη -κι αυτό είναι ελάττωμά μου- την ολοσχερή καταστροφή που προξενεί βαθμηδόν η ενασχόληση νηπίων και μωρών με τα κοινά
ποιοι ψηφίζουν τα μωρά τα γαλάζια και τα πράσινα δεν ξέρω αν και φαντάζομαι ότι είναι πολλοί από αυτούς που είδαν τα σπίτια τους να καίγονται που δεν είχαν συνειδητοποιήσει ότι καίγεται ο κώλος τους
αυτοί που ψηφίζουν και τα άλλα μωρά στα fame story φαντάζομαι
μ’ αρέσει που σχολιάστηκε περιγελαστικά το γεγονός ότι πολιτεύτηκε η Σαρρή
αυτή μας εκφράζει παιδιάάάάάάά
αυτή θα μας εκπροσωπήσει με ειλικρίνεια
ας αυτοκαταστραφούμε τουλάχιστον με τσίπα
σου χαλάει τη μόστρα;
δεν είναι και για σοκ
παρεμπιπτόντως μου άρεσε πολύ όπως τα είπε ο Στάθης στην εκπομπή του Ιωάννου
γιατί δεν προσκαλούν 10 Στάθηδες (σε οξυδέρκεια και ήθος, δεν εννοώ την ιδιότητα αν και φρονώ ότι πλέον τον πρώτο λόγο για να μην σαλτάρουμε πρέπει να έχουν οι γελοιογράφοι) στα πάνελ και προτιμούν τις θείτσες ΑΡΑΓΕ, τα ευτραφή πανφάγα και τις σιλικονάτες άσχετες;
ο χείμαρρος ενός νοήμονος όντος, ενός από τους τελευταίους των μοϊκανών, που παρατηρεί το είδος του να εκλείπει
που όμως δεν αρκεί για να σβήσει τόσα πυρπολημένα μυαλά ούτε να αναζωογονήσει άλλα τόσα καμένα
Mad Max (θυμάσαι την ταινία; Χάος, Εξαθλίωση, «Γλοιώδικα Χέλια» και Χόλιγουντ).
Όχι δεν είμαι καλύτερη από πολλούς.
Δεν θα πολιτευτώ όμως κιόλας γαμούν τη ζωή μας (η βρισιά υπέστη διόρθωση).
(Τς τς τς – τι επίπεδο!)

Παρασκευή, Αυγούστου 03, 2007

Μια και το 'φερε η κουβέντα...

Θα έρθει μια μέρα που θα πρέπει να γράψω για τα παράπονα όλων. Κύματα φουσκωμένα που δεν βρήκαν το δρόμο προς την ακτή. Ανομολόγητες πίκρες εκ πρώτης όψεως ήσσονος σημασίας σαν τα δίχτυα των ψαράδων που είναι άδεια από ψάρια μα γραπώνονται σε μια πέτρα του βυθού και γίνονται βαριά, μολύβια. Θα γράψω και για τις χαρές τους. Αυτό είναι πολύ δυσκολότερο. Τις μικρές στιγμές, τις καθημερινές χοντρές σόλες που αντέχουν σε κακοτράχαλες διαδρομές, το ποτήρι με το νερό που ξεδιψά τον πεζοπόρο. Θα τις ξετρυπώσω σαν νεαρά χταπόδια από τις τρύπες του βράχου. Πώς ένα πρόσωπο μουντό ροδοκοκκινίζει και πώς ένα ανάποδο χαμόγελο φοριέται από την καλή; Πώς η ψυχή φωλιάζει πάνω από το διάφραγμα και πώς ανεβαίνει κάποτε στο στόμα; Αληθεύει ότι χρειάζεται διαχωρισμό το πώς από το γιατί. Από τη φυσικότητα του πώς να περάσεις στο νυστέρι του γιατί είναι καμιά τριανταριά και κάτι αιώνες που οφείλεις να συμπτύξεις σε τριάντα και κάτι χρόνια. Θέλω να κάνω ένα δώρο σε προγονικά, φίλους, γνωστούς, αγνώστους έστω και εκπρόθεσμα. Κι εν πάση περιπτώσει μην το πάμε μόνο στη γραφή. Θέλω να κλάψω, να γελάσω, να χορέψω, να τραγουδήσω, να καβγαδίσω, να κάνω όσα και όπως δεν έκαναν αυτοί. Όχι ότι όλα θα ήταν καλύτερα. Για την ακρίβεια, τίποτα δεν είναι χειρότερο ή καλύτερο απ’ αυτό που μπορούσε να είναι. Βέβαια θα είχε ενδιαφέρον η απουσία παραθετικών. Μα αυτό δεν μπορεί να γίνει. Κάτι περιγράφεται και χαρακτηρίζεται και άρα και η σκέψη που απορρέει από αυτό σε σχέση και σε σύγκριση με κάτι άλλο. Ας μην αρχίσουμε την κουβέντα για τα νήματα της μαριονέτας, δεν μίλησε κανείς για μοιρολάτρες. Ίσως πάλι -εάν και εφόσον το κατάφερνε κάποιος ειδικός-, θα μπορούσε να γίνει κουβέντα περί δυναμικής. Το αστειάκι περί ανεξάντλητου το έχουμε εξαντλήσει. Τα αποθέματα και τα όρια είναι εξαιρετικά συγκεκριμένα. Γι’ αυτό ίσως διαιωνίζεται το ανθρώπινο είδος. Αίτιο η ανάγκη λύτρωσης. Λίγο απασχολεί το υποκείμενο. Όπως στη μεταμοντέρνα λογοτεχνία. Μας ενδιαφέρει ότι κάποιος σκέφτεται και δρα. Το αίτιο και το αιτιατό. Το ποιος δεν μας αφορά. Λες να αλλάξει κάποια στιγμή και το συντακτικό της γλώσσας;
Ας αφεθούμε νωχελικά σε ένα αυθαίρετο παράδειγμα. Μπορεί π.χ. το βάρος ενός ανθρώπου, βάρος που κουβαλάει χρόνια να έχει να κάνει με μια σκουριασμένη υδρορροή. Μπορεί ας πούμε κάποιος επί έτη πολλά έξω από το παράθυρο να έχει πάντα την ίδια εικόνα. Μια σκουριασμένη υδρορροή ανάμεσα σε άλλα. Όχι ότι απαραίτητα εστιάζει συνέχεια σε αυτή. Η επαναλαμβανόμενη άσχημη εικόνα ενός αντικειμένου έχει τη λειτουργία μιας φάλτσας νότας. Σου εντυπώνεται στο πίσω μέρος του εγκεφάλου και την αναπαράγεις χωρίς να ξέρεις καθόλου το γιατί. Μπορεί να στάζει στον νου σου σταγόνα σταγόνα σκουριασμένο νερό. Να ξεπηδά ένας υδάτινος πίδακας σκουρόχρωμος σε κάθε πιθανή κι απίθανη ευκαιρία και να μην ξέρεις την πηγή του. Και φτάνει ο καιρός που κάποιος άλλος, άγνωστος εστιάζει ακριβώς σε αυτήν τη σκουριασμένη υδρορροή που έχει σμιλέψει το είναι σου ή ένα κομμάτι του. Έπειτα υφίστασαι πολλές βδομάδες εμμονών. Αν τις ξεπεράσεις ανατέλλει μια νέα μέρα με καθαρό πόσιμο νερό. Ακούγεται εξαιρετικά απλό. Όχι; Κι όμως για να ΔΕΙΣ αυτή και μόνο την υδρορροή στη σκηνοθεσία της ζωής σου και να την αφήσεις πίσω μαζί με όλα ουσιώδη που κάποτε αφόδευσες, όλα αυτά δηλαδή που έχουν λεκέδες από το ξεραμένο σου αίμα, τα κλειδωμένα σε ένα παλιό μπαούλο, σαν το παλιό σου ημερολόγιο με στιγμές που κάποτε σε τσάκισαν μα που ούτε θυμάσαι πια, ούτε πια σε επηρεάζουν, χρειάζεται περισσότερος χρόνος κι από την ίδια σου τη ζωή. Το κορυφαίο και πιο μακροχρόνιο είναι να ΔΕΙΣ μικρά φάλτσα που μπερδεύονται στην ενορχήστρωση της ζωής σου και έχουν κάνει άλλοι πολύ πριν γεννηθείς εσύ. Άντε εσύ να έχεις παρατηρήσει μόνο μια μικρούλα κορυφή πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας σε κάποια γκριμάτσα, σε κάποια φράση. Αν κάνεις μια βουτιά όμως underneath θα διαπιστώσεις ότι καταλήγει σε ένα τεράστιο παγόβουνο που άπαξ και το είδες δεν μπορείς παρά να το εξερευνήσεις. Αν κάνεις ότι δεν το είδες, θα υποστείς το δριμύ του ψύχος που θα παγώσει το αίμα σου. Θυμάστε ένα παιχνίδι που παίζαμε παιδιά; Κάποιος έκρυβε ένα αντικείμενο κι εσύ έψαχνες να το βρεις. Όσο πλησίαζες στην κρυψώνα ο άλλος σου έλεγε «ζεστό», κι όσο απομακρυνόσουν σου φώναζε «κρύο».
Ηθικό δίδαγμα: οι ακραίες θερμοκρασίες οδηγούν σε ανακαλύψεις.

Έχω ένα καφενέ...

Το παλιό καφενείο ανακαινίστηκε. Κόκκινοι τοίχοι, μεταλλικές καρέκλες, καθρέφτες στους τοίχους. Ο παππούς στη γωνία κοίταξε μια το δρόμο, μια το είδωλό του. Κουνούσε μηχανικά το πόδι του. Ψάρι έξω απ’ το νερό. Τι άβολες αυτές οι μοντέρνες καρέκλες. Δεν έχεις που να ακουμπήσεις τα πόδια. Άλλαξαν μέχρι και τα τραπουλόχαρτα. Έφεραν πλαστικά. Του τα έδειξε μια κοπέλα λιγνή. Η νέα γκαρσόνα. «Τι στο διάτανο, γέρασα ξαφνικά;». Το παλιό καφενείο του Μανόλη, το ανέλαβε ο γιος του. Μοντέρνος, κοσμογυρισμενος με επιχείρηση στη Μύκονο. Το χειμώνα θα λειτουργεί το καφενείο. Το καλοκαίρι δεν έχει αποφασίσει ακόμη. Ούτως ή άλλως το Κουκάκι δεν μαζεύει κόσμο με τη ζέστη. Ο γέρος ένιωσε να τον λούζει κρύος ιδρώτας. Εκεί μέσα ένιωθε πολύ γέρος. Το καλοκαίρι τι θα απογίνει; Που θα πίνει τις λεμονάδες και τα ουζάκια του; Και σήμερα; Τρίτη πρωί και ήταν μόνος μες το μαγαζί. Πού πήγαν οι άλλοι; Έλειψε βέβαια καμιά βδομάδα τότε που έκανε εγχείρηση χολής στον Ευαγγελισμό. Στο θάλαμο δεν τον επισκέφτηκε παρά μόνο ο Βαγγέλης με μια χαρτοσακούλα αχλάδια. Τόσες αλλαγές σε μια βδομάδα. Τον έπιασε ξανά το τρέμουλο. Έβγαλε τα γυαλιά του και τα σκούπισε με τη χρωματιστή χαρτοπετσέτα που του έφερε η σερβιτόρα. Ψαχούλεψε τις τσέπες του κι έκανε ένα γύρο με το κεφάλι του να δει μπας και μπήκε κανένας γνωστός. Μια περιστροφή σαν τη γη γύρω από τον ήλιο. Κανείς… Άφησε δυο κέρματα στο τραπέζι. Ρούφηξε φιλήδονα και αργά το κατακάθι του καφέ. «Δεύτε τελευταίον ασπασμό». Όσο για τους άλλους αν θέλουν να του πουν για το νέο τους στέκι ξέρουν που θα τον βρουν. Είκοσι χρόνια το ίδιο τηλέφωνο, οι ίδιοι συμπαίκτες στο τάβλι. Το ίδιο καφενείο. Ξεφύσηξε δυνατά. Από αύριο θα πηγαίνει στην αγορά της Καλλιθέας να βλέπει τον Αργύρη. Τι κι αν μυρίζει ψαρίλα; Ο Αργύρης είναι καλό φιλαράκι και φτιάχνει και καλό γαύρο παστό. Άφησε να του ξεφύγει ένα στραβό χαμόγελο. Σκούπισε με τη χαρτοπετσέτα τα χείλη του. Έκοψε ένα γαρύφαλλο από το βαζάκι και το έβαλε στο πέτο. Βγήκε στον πολύβουο δρόμο. Στερέωσε την τραγιάσκα στο κεφάλι του και την κρατούσε πολλή ώρα σαν πυξίδα περιμένοντας να σταθεροποιηθεί ο δείκτης της για να βρει τον προσανατολισμό του. Χαιρέτησε την κυρία Μαρίκα που πέρασε το δρόμο. Εδώ λίγο πολύ τους ήξερε όλους. Έστριψε δεξιά. Το καφενείο έμεινε πάλι μόνο…

Τετάρτη, Ιουλίου 18, 2007

Συνειρμικά

Σικέ, σικ και σικύες.
εξουσία και ουσία
Συμπτώσεις μεταπτώσεις επιπτώσεις εκπτώσεις και πτώσεις
ένας αχταρμάς (by the way, σημαίνει σφουγγαράδικο πλοίο της Καλύμνου)
τα νηπενθή υπό μάλης μαζί με δυο καρπούζια
(μην συγχέουμε τις μεγάλες μασχάλες με τους επιδέξιους κώλους)
τα πιράνχας εκτός νερού και ελέγχου
δεν ξέρω αν «οι smiths είναι η ταμπέλα που σου δείχνει πόσα χιλιόμετρα απέχεις από την απελπισία»
σίγουρα όμως ο καθένας ξέρει ποιο είναι το γάλα και το μέλι του
γιατί αλλιώς «στο ψωμί του βούτυρο»
τι σχέση έχει η πικροδάφνη με το nino rota θα μου πεις…
για να δούμε...
νοθογενείς καταστάσεις
με τόσες διαδρομές όλο και κάτι νοσφίζεσαι αν δεν είσαι ανάλγητος
και ξαφνικά βρίσκεσαι στο κέντρο της σκηνής
ανάβουν τα φώτα της ράμπας
le rideau se leve
και λογής λογής θεατράνθρωποι, φρικιά, κλόουν, μουσικάντηδες και χορεύτριες ξεπηδάμε από κάθε γωνιά να κυνηγήσουμε το άπιαστο…
Ευγενείς αξιώσεις…
θνησιγενείς στιγμές
και περήφανες
βλέπεις, η στιγμή δεν φυλακίζεται σαν την πεταλούδα
να τώρα ας πούμε μυρίζει σάλτσα με βασιλικό από κάποιο διπλανό διαμέρισμα
εργένης μαγειρεύει στο νέο του φλερτ;
αναμαλλιασμένη εργαζόμενη μητέρα ρίχνει μια πρέζα βασιλικό σε πουμαρό;
κάποιος επίδοξος καλλιτέχνης επιδίδεται σε νυχτερινά πειράματα;
κι έτσι όπως οσφραίνομαι, μεταφέρομαι σε καλοκαιρινές παρέες, πλάι στο κύμα, γρήγορες μακαρονάδες και πεινασμένους κολυμβητές
η επαφή τους με το φυσικό υδάτινο στοιχείο, τον ήλιο και τον αέρα εκκρίνει γαστρικά υγρά που αποσαφηνίζουν το μήνυμα της συντήρησης της ζωής
ζωής που έχει αξία να συντηρείται γιατί βιώνεται ως μέρος του όλου
κι όχι ως ξεφτίδι του αστικού σκυροδέματος.
Η στιγμή, ένας κόκκος άμμου σε μια κλεψύδρα που αρχίζει να μετρά
Δεν έχει νόημα να παραμένεις άχρονος
είναι θλιβερό
η χειρότερη προσβολή που μπορείς να ακούσεις άραγε δεν είναι ότι είσαι απροσδιορίστου ηλικίας;
Ο Ιούλιος στην Αθήνα είναι τόσο παράταιρος που σου επιτρέπει να βρεθείς λίγο μόνος με την πόλη σου -αν είναι πόλη σου-
να αναμετρηθείς μαζί της
να δεις ποιος είσαι, ποιος δεν είσαι και ποιος δεν έγινες από απλή ιδιορρυθμία
ιδιορρυθμίες είναι η κοινωνικότητα και η φιλία και η αμπελοφιλοσοφία το 2007 π.Χ.
γιατί αν δεν ήταν δεν θα είχαν τόση δουλειά οι ψυχαναλυτές, οι έμποροι ναρκωτικών, οι αυτόχειρες…
Άκουσες τίποτα;
Είναι η μοναξιά που θερίζει εκεί έξω.
Είναι ο αντίλαλος του εκεί μέσα.
Απλό φυσικό φαινόμενο.
Πολύπλοκη παρά φύσιν συνήθεια.
«τα έθη μας είναι ένα κανατάκι που πρέπει να σπάσουμε»
ΟΚ έθη έχεις.
Άντερα;

Τρίτη, Ιουλίου 17, 2007

And the winner is….

«Ένα μεγάλο βόδι μου πατάει τη γλώσσα, ψυχή μου κλώσα»
ξεστομίζει ο Αισχύλος δια στόματος Αλκίνοου
και πόσες μέρες να κρατήσει κάποιος άγραφος
όχι όπως λέμε tabula rasa αλλά όπως λέμε άκαπνος
το μελάνι και ο καπνός είναι άραγε ενδεικτικά της διύλισης και της πρέσας
μολυβένιας και καυτής σαν μεσημέρι Ιουλίου στο κέντρο της Αθήνας;
Δεν επιθυμώ να γίνω σιδερότυπο
στην μπλούζα κανενός
και φθονώ μια ατάραχη ρέμβη καταμεσής του Εθνικού κήπου
σε ένα δοκιμαστήριο ακριβών φορεμάτων στην Πανεπιστημίου ανάμεσα σε οσμή noxema και καπιτονέ οπίσθια,
χαζοσυζητήσεις με φίλες γήινες σαν τυφλοπόντικες, σαν τον υπαρκτό σοσιαλισμό.
Αναπολώ μεσημέρια μετά από άτσαλο ύπνο
την επομένη μιας παράστασης
κάπου στην ακτή της Επιδαύρου με πρόσωπα γνώριμα μέσα κι έξω
και έφηβους ταβλαδόρους που βγάζουν τη γλώσσα στη ζωή
ξεμπερδεύοντας με ένα «μαλάκα»
σαν τις αλλοτινές γιαγιάδες που ήξεραν να χειρίζονται τον κόμπο στο μαλλί,
στο χτένι,
στο μαντίλι που έδεναν για να βρουν κάτι χαμένο,
στον λαιμό του παππού όταν γύριζε το βράδυ…
Τα καλοκαίρια στένεψαν σαν να μπήκαν στο πλύσιμο
με τόσα κλάματα και μύξες που να το πάρεις χαμπάρι
δεν υπάρχει χειρότερο από το να μη σε χωράει πια κάτι αγαπημένο
(σύμφωνα με τους φυσικούς κι ουχί τους φυσιοκράτες υπάρχει και η λύση της μαύρης τρύπας)
Ω, οι ωραίες μέρες του Αυγούστου καταναλώνονται σαν τους κόκκους καφέ που αναμασάμε
μόνο και μόνο για να κρατηθούμε ξύπνιοι
λέω να παραγγείλω
ένα δεκάλεπτο ανεμελιάς -μη διακεκομμένο αν έχετε την καλοσύνη- με μια φέτα πορτοκάλι
αν δεν το έχει ο κατάλογος θα αρκεστώ σε ένα φιλέτο μαδέρα medium rare
ή ακόμη και στις σάρκες μου
εντολείς κι εντολοδόχοι στη σειρά
σαν τα play-mobile που στήναμε μικροί
δίχως εντολή ούτε τότε γινόταν παιχνίδι
ούτε καν για τους ζαβολιάρηδες
και ειλικρινά δεν καταλαβαίνω προς τι όλη αυτή η αναμονή
«ο godot έστειλε sms παιδιά, δεν θα έρθει λέει ούτε απόψε»
κι εγώ λυπάμαι που δεν μπορώ να κάνω τίποτα
μόνο να θλίβομαι και να τεμπελιάζω που και που
επιστρέφοντας στα εξ ων συνετέθην
ύλη βασική, ευφυολογήματα, κι ένα κομματάκι ψυχής ανταλλάξιμο με μια παιδική χειρονομία
και την τέχνη του oublier et pas s’oublier
με διάθεση ξοδέματος από το περίσσευμα
-αυτό δεν είναι ροκ-
οδομαχίες και θεομαχίες
ισοδυναμία;
απλή συνεπαγωγή;
δυσκολότερα λύνονται τα προβλήματα με 4 πράξεις παρά με μονόπρακτα
«εγώ παλιά ήμουν ροκάς», «εγώ φλώρος» , «εγώ σκυλάς»
τώρα τι είσαι;
υποτροπές, ανατροπές κι εκτροπές
η διαχείριση του έσω σύμπαντος απαιτεί κινητά
του έξω ακίνητα
Στο κάτω κάτω, το μέσα και το έξω απροσδιόριστα παραμένουν ακίνδυνα επιρρήματα.
Στο πάνω πάνω, μόνο όταν προσδιοριστούν γίνονται τρόπος ζωής.
Όσο για το σύμπαν γενικά χρειάζεται σταθερές
απλά γιατί δεν τις έχει.
Αυτό που έχει όμως είναι
πιστωτικές κάρτες,
παραμύθια σαν «τα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα»,
γηράσκω αεί καλλωπιζόμενος
να μην αναφερθώ σε εξωραϊσμούς και ξεστρατίσω πάλι
δεν θέλει και πολλά ο δρόμος για να με φτύσει σαν κουκούτσι που του στάθηκε στο λάρυγγα
λοιπόν συνεχίζουμε,
δίσκοι και βιβλία και ό,τι καταναλώσιμο
προς αποφυγήν του πανικού
και του μποτιλιαρίσματος
για το νευρικό σύστημα, το όμοιο με εθνικό οδικό δίκτυο
γεμάτο νταλίκες, αγροτικά ντάτσουν, μηχανές, καμπριολέ πόρσε κι ασθενοφόρα
ουρλιάζουν όλα μαζί τρέχοντας με ιλιγγιώδεις ταχύτητες, προσκρούοντας το ένα στο άλλο,
ρίχνουν νόμισμα σε σταθμούς διοδίων
όπως οι νεκροί εξαγοράζουν τον βαρκάρη για να διασχίσουν την Αχερουσία
“don’ t pay the ferryman” βρε αδελφέ!
βγάλτον σε διαθεσιμότητα
Α, όλα κι όλα!
έρχεται η εποχή που πρέπει να δώσεις ό,τι πήρες
να πληρώσεις για όσα ξόδεψες
έρχεται κι η εποχή που πρέπει να κλέψεις
η ρομαντική έννοια της νομοτέλειας είναι χαριέστατη
μα καθόλου πειστική
όλα θα συντελεστούν ακόμη και ακούσια
κι επειδή το πιο σοφό του κάθε μικρούτσικου είναι να κάνει την αδυναμία του ιδεολογία
κερδίζει όποιος μας πει τι είναι βαρύτητα.
«Βαρύτητα είναι να ξεχνιέσαι ενώ δεν ξεχνάς και να θυμίζεις ενώ δεν θυμάσαι».
«σπασικλάκι, πόσες φορές θα σου πω να πάψεις;»
η διαφορά είναι πως
κανένα παιχνίδι δεν ελέγχεται από μακριά
«όπως από ψηλά δεν ζωγραφίζονται τα όνειρα»
η έλλειψη τηλεχειριστηρίων δυσχεραίνει το κοινό
αίσθημα, τον κοινό νου, το κοινό συμφέρον,
η λεωφόρος γαμεί κι οι ποιητές αγαπούν (γεια σου Ορφέα)
Ηλίου φαεινότερον!
Κοίτα να σου πω…
Αληθεύει ότι το επάγγελμα του ζογκλέρ διέρχεται κρίση
κι εγώ φοβάμαι πως είμαι κουρασμένος και δεν μπορώ να σας διασκεδάσω με καμιά άλλη βεβαιότητα.

Παρασκευή, Ιανουαρίου 19, 2007

Αθησαύριστα

Ξενιστής μιας θάλασσας μαραζιάρας
Πότε ανταριάζει πότε αποτραβιέται
Σα σκυλί που τ’ αγγρίζουν
Γλύφει όσα δεν λιώνει
Παρά ο πανδαμάτωρ
Η αγυιά μου στα σπουδαία
σχοινί τεντωμένο
η φασολιά του Τζακ υλοτομήθηκε
παριστάνω τα ρογκαστάρια
Πάνω σε καραβοκούφαρα
σχίζες μαγδαλένιες
οξειδωμένες γοργόνες
κρανία σφηνωμένα σε περικεφαλαίες
Με τέτοια μαλάγρα αλιεύεις κήτη αβυσσαλέα
Κι όσο να πεις δεν μου λείπει ούτε αχίλλειος πτέρνα ούτε παλάμη
Μια πεταλούδα αγλαΐζει την τύχη μου
ένας σκώληκας ρουφάει το μυελό μου
Γέρασε κι ο Ηρόστρατος
Τι άλλο να σκαρφιστείς για να αποφύγεις το γήρας
Με θρυμματισμένες υποσχέσεις
Αμμοσκεπάζονται οι βυθοί
Κι έπειτα από τόσες ορκωμοσίες
ξυπνώ με πάχος απροσμέτρητο
κρεμασμένα μάγουλα
πρησμένο υπογάστριο
τσιτωμένες από το λίπος μετωπιαίες αυλακιές
χωρίς χάρτη πώς να βρω τον κρυμμένο θησαυρό
ανασχηματίζομαι σε φάλαινα
μου πέφτουν τα δόντια
βγάζω μπαλένα
Αρκούμαι σε πλαγκτόν κι αναρροφήσεις
Τέρμα στο μονόζυγο στις τεθλασμένες γραμμές της Κασσιόπης
Αποχαιρετισμός στη συμμετρία των μαιάνδρων
Αναπτύσσω τάση πτωτική
δίχως πάταγο
Λες κι η πτώση μου δεν υπήρξε ποτέ
Κάποτε μ’ έλεγαν Ήβη
Τώρα μοιράζω μακαριά σε νεκρόδειπνα
Και ραίνω μανουσάκια
Να μη μυρίζω τη μούχλα
Δεν εικάζω καμία κατάληξη
άλλωστε ποιο μάκτρο να σαρώσει τόσα θραύσματα
ως και η Ρέα άσπρισε
στου Κρόνου τ’ αποφάγια
η Μαγεδδώ εάλω
κι η κόρη της Ζαχά δεν γνώρισε άλλη Χαλιμά
πέρα από τη σφεντόνα της.

Παραμένουν αθησαύριστα:
Η τσίπα των αγχέμαχων
Η οσμή παίκτη ρώσικης ρουλέτας
Το απλανές βλέμμα του στυλίτη
Τα σφιγμένα σαγόνια του εχέμυθου
η ελπίδα μιας Αιθιόπισσας την ώρα που κόβει με τα δόντια το λώρο της.