Σάββατο, Ιουλίου 29, 2006

Σάββατο

Περήφανο Σάββατο. Σαν κοκόρι, σαν αρσενικό άλογο που χρεμετίζει μονάχο σε κάμπο μετά από μάχη. Σάββατο σα χέρι τρεμάμενο. Μελωδός από ασήμι, σε τεντωμένο σχοινί που ξέρει να αντιδρά στη μέσα μου κίνηση. Σε κάθε αναστεναγμό κελαηδά σαν κλάμα ξωτικού, σα φθινοπωρινή μπόρα.

Η γάτα με κοιτά με βλέμμα ανήξερο Σαββάτου. Δεν την αφορά σε τίποτα το υπόλοιπο της διαίρεσης της βδομάδας. Γουργουρίζει αδιάφορη. Μήπως έτσι δεν επιβιώσαν αναλλοίωτα ανά τους αιώνες τα λιθάρια; Αδιαφορία της αδιαφορίας! Τη φθονώ; Δεν τη φθονώ; Κάποτε πάντως τη μιμούμαι σε γλυκείς ρεμβασμούς αμνησίας, σε αλκοολούχες μανίες. Και τότε ξυπνά το θηρίο. Με κοιτά κατάματα, συνομωτικά, το αναγνωρίζω και απαιτώ. Δεν απαιτώ ποτέ τη ζωή σε κάτι ξένο. Τι κλεψιά! Με τάσεις κανθαριδίνης εκτοξεύομαι έξω απ’ το χρόνο. Πόσο μου αρέσει!

Και τότε μου αφηγούνται τις πιο παράφορες ιστορίες! Θυμάμαι τους Χιλιανούς πολεμιστάδες στο Μόρρο δε Αρίκα πως σκαρφάλωσαν στα απάτητα βράχια με δόσεις αγουαρδιέντε και μπαρούτι, το «μαύρο σκυλί» που δάγκωσε τον Κέρβερο. Βαρυποινίτες στη Νότιο Αμερική να φτάνουνε στην τρέλα με το «πράσινο πουλί» από αλκόολ και διαλυτικό βαφής. Στη Σιβηρία να καταπίνουν με χοντρές γουλιές οδοντόπαστα με κολόνια. Κάποτε έδωσα τον ώμο μου στο χωλό Λωτρέκ για να ξεράσει κι άλλοτε φίλησα τα μάτια του Ρεμπώ τα γυαλισμένα από το αψέντι…

Με επιστρέφουν δυο νότες και μια οικεία φωνή. Η τέχνη της γείωσης… Της πτώσης… Της σύγκρουσης… Της τριβής… σκοτώνει τους γύπες στην αρένα της αδράνειας.

Άλλωστε, το Σάββατο δεν είναι παρά μια απόφαση…

1 σχόλιο: