Κυριακή, Ιουλίου 30, 2006

Εν Κανά...

Σήκωσε τα γερακίσια μάτια του πάνω απ΄το μεγάλο κέδρο και βρυχήθηκε, σύνθημα να πλησιάσει ο λακές. Εκείνος έβαλε το αυτί του στο στόμα που διέταζε. Μαύρο, χαώδες, σαν άνοιγμα σπηλιάς. Βρωμοκοπούσε μούχλα, ψοφίμι κι αλκόολ όπως ο πατέρας όταν έδερνε τη μάνα του.
Τον έπιασε τρέμουλο. Απ’ το φόβο; Απ’ το κρύο; Το θηριώδες στόμα εκσφενδόνιζε σάλια. Απ’ το ψύχος της ανάσας ένας σταλακτίτης σμιλεύτηκε στο λοβό του.
Οι εντολές στριμώχτηκαν στο γλοιώδικο στόμα του, έχιδνες που μύρισαν το γάλα..
"Ξαμολήστε τα τσακάλια στο πιο φτωχό χωριό. Σε όσους δεν κατάφεραν να φύγουν. Σε όσους τους πήγε κόντρα η σοδειά, ο αέρας, το χαλάζι, το λιοπύρι, σε όσους σταφίδιασαν να θρέψουν πέντε και δέκα στόματα. Σε όσους δεν έχουν αμάξι, κάρο, μηχανές και άλογα. Σε όσους δεν είχαν που να πάνε. Θέλω να ρέει κόκκινο το αίμα τους σαν κρασί γαμήλιο. Να μπήξουν τα δόντια στις σάρκες τις καρβουνιασμένες σα σε ψωμί σταρένιο. Να σπαρταρίσουν τα κορμιά τους σαν ολόφρεσκες πέστροφες. Να παίζουν τα πολυβόλα χωρίς παύση σαν μπάντα σε πανήγυρη. Να τους αποσβολώσουν οι κάνες σα μάννα εξ ουρανού σβώλο το σβώλο. Κυρίως όμως τα νήπια που καταχώνιασαν στα υπόγεια καμίνια…να τα σφάξουν όλα σαν αρνιά σε Ανάσταση. Όσα και να ’ναι. Σαράντα, πενήντα, εκατό…".

Είπε και το γέλιο του αντήχησε παντού σα σήμαντρο μητρόπολης. Αίφνης, εγένετο φως. Λες και πυροτεχνήματα γέμισαν τον ουρανό ντάλα μεσημέρι και βεγγαλικά στραφτάλιζαν πάνω απ’ το χωριό σα δρέπανα θεριστάδων. Ρουκέτες σούριζαν κι ερπύστριες γλεντοκοπούσαν σαν όρνια που βρήκαν κατακόμβη.

Και σφαγή εγένετο εν Κανά…Και μόνο ένα κοριτσάκι απέμεινε. Το ψάχνουν ακόμη...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου