Κυριακή, Μαΐου 04, 2014

Εν αναμονή

Όποτε περνούσα από εκεί τον έβλεπα γερμένο πάνω από το τραπέζι της αυλής κάτι να γράφει, να μουτζουρώνει, στην αρχή δεν καταλάβαινα καλά. Το σπίτι του ήταν κάτι σαν παράπηγμα, δίπλα στα υπόλοιπα προσφυγικά της γειτονιάς, πάντα καθαρό αλλά εξαιρετικά λιτό. Αυτό μου έκανε ανέκαθεν εντύπωση. Ένας μεσήλικας με ψαρά μαλλιά να κάθεται στη μοναδική καρέκλα της αδειανής αυλής ούτε γλάστρα ούτε τίποτα και σε ένα αδειανό τραπέζι κάτι να γράφει. Κάθε μέρα το ίδιο. Κάπου κάπου σήκωνε το χέρι σα να σκούπιζε τον ιδρώτα του και μετά σα να χάιδευε τα μαλλιά του με τον άξεστο τρόπο μεγάλων ανδρών που έχουν συνηθίσει σε μια ζωή δύσκολη και τραχιά. Στην αρχή νόμιζα ότι είναι άρρωστος ή συνταξιούχος.
Έπειτα με την κρίση πίστεψα ότι είναι άλλος ένας απελπισμένος άνεργος. Κάποια φεγγάρια έλεγα μήπως ήταν απλά ένας ιδιόρρυθμος καλλιτέχνης που για να γράψει, ποιος ξέρει τι; Ήθελε ο χώρος να είναι εντελώς άδειος για να συγκεντρώνεται καλύτερα. Από την άλλη, λίγο οι κινήσεις του, λίγο η φυσιογνωμία του δεν με πολυέπειθαν ότι πρόκειται για λογοτέχνη. Ο λιτός χώρος και η συχνή παρατήρηση με είχαν πλέον πείσει ότι ο άνθρωπος δεν είχε οικογένεια. Δεν υπήρχε τίποτα που να μαρτυρά ότι εκεί έμεναν και άλλοι άνθρωποι. Ποτέ δεν είχε απλωμένα ρούχα (ενώ δεν είχε πίσω αυλή το είχα ερευνήσει από περιέργεια), δεν είχε άμμο για γάτα, αν και μερικές φορές οι γάτες της γειτονιάς γουργούριζαν στα πόδια του χωρίς αυτός να φαίνεται να διαδρά, δεν είχε ούτε ποδηλατάκι παιδιού ή έστω ένα δεύτερο ποτήρι στο τραπέζι. Δεν υπήρχε καν ένα ποτήρι που να φαίνεται ότι ο άνθρωπος έπινε καφέ. Τι παράξενο σκεφτόμουν. Όπως όμως με θρέφει το μυστήριο επί τούτου δεν είχα ρωτήσει ποτέ να μάθω ποιος ήταν αυτός ο παράξενος άνθρωπος. Ήθελα να ξετυλίξω μόνη μου το νήμα. Μια – δυο φορές τόλμησα να ψελλίσω ένα καλημέρα κάνοντας ένα νεύμα του κεφαλιού όσο πιο προσεκτικά μπορούσα για να μην γίνω ενοχλητική. Δεν πήρα καμία απόκριση, μόνο μια φορά το γκρίζο κεφάλι στράφηκε προς το μέρος μου με ένα βλέμμα αλλόκοτο, παθιασμένο και αγριωπό τόσο που δεν ξανατόλμησα να καλημερίσω άλλη φορά. Είχα πια καταλήξει στο μελοδραματικό συμπέρασμα ότι κάποτε είχε οικογένεια και την έχασε. Σε δυστύχημα; Τον παράτησε η γυναίκα και τα παιδιά του; Για να ξεχάσει από τη βαθιά του θλίψη ξεφορτώθηκε ό,τι μπορούσε να του το θυμίζει; Έκαψε τα αντικείμενα της κοινής ζωής και χάρισε τα παιχνίδια; Πέταξε μέχρι και τους βασιλικούς ή τα γιασεμιά που φρόντιζε η γυναίκα του άλλοτε από ζήλια και λύπη; Ποιος ξέρει; Πάντως κάθε μέρα ό,τι ώρα και να περνούσα από εκεί καθόταν σταυροπόδι στην καρέκλα κάνοντας το ίδιο πράγμα. Κουνούσε ενίοτε νευρικά το πόδι του και σκούπιζε το δήθεν ιδρώτα του. Ο σωματότυπος του άνδρα δεν παρέπεμπε σε κάποιον οκνηρό που απολαμβάνει το ραχάτι. Είχε πολύ αδύνατη φιγούρα σχεδόν κοκαλιάρικη. Οι κινήσεις του πρόδιδαν έναν άνθρωπο αρκετά νευρώδη που ενδεχομένως να κατανάλωνε τροφή και να μην ασκείτο αλλά που έκαιγε τις θερμίδες από την εσωτερική του ένταση και μόνο. Έτσι θα ήταν το σκαρί του. Μια άλλη φορά που ατένιζε το κενό κάμποση ώρα μέχρι να στρίψω  στη γωνία, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι θα είναι άρρωστος είτε ψυχικά είτε σωματικά πάντως ανίατα. Είναι πολύ αστείο αλλά αν κάποιος, ο οποιοσδήποτε παρακολουθούσε αυτόν τον άνθρωπο κάθε μέρα τόσο καιρό δεν θα μπορούσε να διανοηθεί ότι υπάρχει κάποιος που τον παρατηρεί ανελλιπώς και με περισσό ενδιαφέρον. Σε οποιονδήποτε φυσιολογικό άνθρωπο θα φαινόταν τόσο βαρετό το θέαμα και η όλη διαδικασία να παρακολουθείς με τόση ζέση έναν άνθρωπο που σαν στατική και άψυχη εικόνα κάνει κάθε μέρα το ίδιο ακριβώς στην ίδια θέση χειμώνα καλοκαίρι σε ένα χώρο που δεν μαρτυρά την παραμικρή αλλαγή. Κι όμως. Το συγκεκριμένο άτομο αποτελούσε για μένα το δέλεαρ για ένα μικρό περίπατο στην περιοχή και συχνά με έκανε από περιέργεια να αλλάξω τη διαδρομή μου. Μου φαινόταν απίστευτο να ζει κάποιος έτσι. Ακόμη και τα βράδια αργά που τύχαινε να περάσω από εκεί, έβλεπα ένα αχνό φως στο παράθυρο σαν κάποιος να έχει ανοιχτή την τηλεόραση. Ποτέ παρά την κατασκοπεία μου δεν κατάφερα να δω τι παρακολουθούσε ο άνδρας. Πριν κάποιες μέρες πέρασα από το μικρό σπίτι. Κανείς στην αυλή. Η πρώτη μου αντίδραση ήταν να χαμογελάσω πιστεύοντας ότι ο άνθρωπος θα είχε βρει εκείνο το πρωινό κάποια ενασχόληση. Επιτέλους! Την επομένη πάλι κανείς. Την μεθεπομένη κανείς. Σκέφτηκα ότι μπορεί τελικά να βρήκε μια δουλειά και να εργάζεται τις ώρες που έτυχε να περάσω. Κάτι όμως απροσδιόριστο δεν με άφηνε στην ησυχία μου. Ξαναπέρναγα και ξαναπέρναγα από το σπίτι του και ώρες άσχετες. Κανείς. Απόλυτο σκοτάδι. Υπήρχε μόνο το τραπέζι και η καρέκλα τακτοποιημένα τα δυο τους σε μια αδειανή αυλή η οποία φαινόταν ότι έχει να σκουπιστεί καιρό. Δεν χρειάστηκε να το ερευνήσω το θέμα περισσότερο καιρό. «Τα μάθατε τα νέα; Πέθανε ο Ανδρέας». Ποιος Ανδρέας; Λέω εγώ που δεν γνωρίζω παρά ελάχιστους στη νέα μου γειτονιά. «Α το φουκαρά. Μεγάλος τζογαδόρος. Ξόδεψε μια ζωή στο τζόγο. Στη αρχή ήταν ο ιππόδρομος. Μόλις έφυγε ο ιππόδρομος από την περιοχή, κόντευε να πεθάνει. Μετά άρχισε να παίζει λόττο. Όλη μέρα κάθε μέρα. Περίμενε να πιάσει την καλή. Ούτε γυναίκα ούτε παιδιά ούτε οικογένεια. Του είχε αφήσει μια μικρή σύνταξη η μάνα του και με αυτή την έβγαζε. Κάποια στιγμή μεγάλος έπιασε το λόττο. Σου λέει κέρδισε εκατομμύρια. Όλοι λέγαμε τυχερός ο Αντρίκος επιτέλους τα κατάφερε, χαλάλι τόσα δελτία, τόσα χρόνια. Θα πάρει άλλο σπίτι, θα ανοίξει κανένα μαγαζί. Μπαα! Χάρισε τα λεφτά στους γειτόνους και σε ιδρύματα. Δεν κράτησε τίποτα για κείνον. Ούτε για τα γεράματά του ούτε τίποτα. Και άρχιζε πάλι να παίζει μανιωδώς. Δεν είχε άλλο νόημα η ζωή του του δόλιου. Μια ζωή αυτό έμαθε να κάνει, αυτό έκανε. Τώρα στα πίσω –πίσω θα άλλαζε; Ξόδεψε όλο του το βιος. Ξόδεψε τη ζωή του περιμένοντας την τύχη. Και όταν η τύχη του χτύπησε την πόρτα είχε ξεμάθει πια τι να την κάνει… Τον ρώταγες τι κάνεις Αντρέα; Την πουτάνα την τύχη ψάχνω, θα την πιάσω δεν θα την πιάσω. Κι όταν σου λέει είχε κερδίσει τα λεφτά είχε κάτσει ώρες μπροστά στο δελτίο και το κοίταγε ανέκφραστος. Τι να πεις; Άρρωστος άνθρωπος με τον τζόγο, μίζερος και μονόχνωτος μια ζωή. Τι να την κάνεις την τύχη όταν έχεις επιλέξει τη δυστυχία; Θεός σχωρέστον». Έμεινα στήλη άλατος. Ο άνθρωπος που παρακολουθούσα επί μακρόν και μου είχε κινήσει τόσο το ενδιαφέρον ήταν ένας τζογαδόρος. Δεν ήταν κοινός τζογαδόρος αυτό είναι βέβαιο. Μήπως όμως δεν ήταν παρά ο κοινός τζογαδόρος που ζει και αναπνέει μόνο για τη στιγμή μιας κλήρωσης ή της αδρεναλίνης που εκκρίνεται την ώρα του παιχνιδιού; Με τη δωρεά που έκανε βέβαια του έμεινε η ρετσινιά του φιλάνθρωπου αυτού που από όσα έμαθα δεν έλεγε ποτέ σε κανέναν ούτε καλημέρα. Εξακολουθώ να περνάω από το σπίτι του Ανδρέα. Τώρα μένει εκεί μια οικογένεια προσφύγων. Η αυλή είναι γεμάτη γλάστρες, παιδικά παιχνίδια και μαντίλες απλωμένες μαζί με πολύχρωμα καφτάνια. Η ζωή επέστρεψε σκέφτηκα και χαμογέλασα σε ένα παιδάκι που μόλις είδε ότι ήμουν φιλική μίλησε στην άγνωστη γλώσσα του κουνώντας τα βρώμικα χεράκια του. Πριν στρίψω στη γωνία όμως σα να πήρε το μάτι μου σε μια γωνιά της αυλής τον Αντρέα σκυμμένο στο τραπεζάκι του. Τώρα δεν έχει λόγο να περιμένει την τύχη αλλά ποιος ξέρει; Ίσως να περιμένει τη Δευτέρα Παρουσία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου