Τρίτη, Μαΐου 06, 2014

Το απολίθωμα

Κοιμάσαι και ξυπνάς κάθε μέρα με την ίδια μονοτονία. Δεν μπορείς και να τεντωθείς. Δεν έχεις χώρο να απλώσεις τα άκρα σου. Είσαι γέρος πολύ. Περνούν οι εποχές κι εσύ εκεί στην ίδια στάση. Είσαι εξαντλημένος από την ξεκούραση. Άπραγος τώρα πια, σα σαπιοκάραβο παρατημένο σε καρνάγιο, να βλέπεις τα άλλα πλοία στο λιμάνι να κάνουν ταξίδια και να σε κυριεύει η ζήλια. Μια ζήλια νοσηρή και τόσο έντονη που στο τέλος καταλήγει σε ηδονή. Την ηδονή του πόνου. Του πόνου του άλλου. Αφού βλέπεις μια μύγα, ας πούμε, να πιάνεται στον ιστό της αράχνης και αντί να τη συμπονέσεις, χαίρεσαι με την κατάντια της. «Τα ’φαγες κι εσύ τα ψωμιά σου», σκέφτεσαι.
 Ή πάλι αν κανένας γλάρος σπάσει τη φτερούγα του κι αρχίσει αυτό τον κυκλικό χορό λίγο πριν ξεψυχήσει, χορεύεις κι εσύ από τη χαρά σου. Είσαι χαιρέκακος και δεν ντρέπεσαι καθόλου γι’ αυτό. Αν είχες ζήσει όμως τόσο όσο εγώ, θα καταλάβαινες ότι η ηθική είναι ένα σάπιο κατασκεύασμα του ανθρώπου. Την κόβει και τη ράβει στα μέτρα του κατά πώς τον βολεύει. Όχι, δεν ήσουν πάντα έτσι. Όταν είσαι νέος, έχεις όλη τη ζωή μπροστά σου, θέλεις να ρουφήξεις όλο το νέκταρ του κόσμου. Ανοίγεις τα φτερά σου και ξανοίγεσαι σε χίλιους δυο κινδύνους, σε γαργαλάει μια γλυκιά αγωνία για το τι θα συναντήσεις εκεί έξω, ένας ανελέητος τρόμος μην σε κατασπαράξουν. Όσο να πεις, γεράκια και αετονύχηδες γέμισε ο τόπος. Κάνεις τα πρώτα σου βήματα εσύ ένα τόσο δα πλασματάκι σε ένα πελώριο σύμπαν που δονείται και βουίζει ακατάπαυστα και σε πιάνει μια αχόρταγη δίψα για ζωή. Θέλεις να γευτείς τους χυμούς της νιότης, να αγγίξεις όλα τα λουλούδια, να ξεδιψάσεις με τις δροσοσταλίδες, να νιώσεις ανατριχίλα με την πρωινή πάχνη, να παίξεις με τα χώματα, να τσαλαβουτήσεις στα ρυάκια που σχηματίζει η βροχή, να μυρίσεις το βρεγμένο χώμα, να αναμετρηθείς με το απέραντο. Όλα τα έβλεπες αλλιώς τότε. Ήσουν καλός, ευγενικός, συμπονούσες τα άλλα πλάσματα. Τόσος πόνος σου φαινόταν παράλογος. Ολοένα μεγάλωνες και μεγάλωνες. Όλοι οι δρόμοι ξανοίγονταν μπροστά σου να τους κατακτήσεις. Έπαψες πια να αισθάνεσαι πλάσμα ανυπεράσπιστο. Είχες πια κι εσύ κρυμμένο το κεντρί σου. Ήσουν ο κυρίαρχος του σύμπαντος. Πήρες μέρος σε πολέμους, σε επιδρομές από ξηράς και από αέρος, νίκησες, ηττήθηκες, επέζησες. Σκλήρυναν τα φτερά σου, τα μέλη σου, το μέσα σου. Μα να, κάπου-κάπου γλύκαινες λίγο, σα μέλι από πεύκο. Ιδίως, τα καλοκαίρια, τι ηδονή ήταν αυτή! Όλα τα θηλυκά πετάριζαν, ζουζούνιζαν τριγύρω μέσα στα χρώματα και τις ευωδιές. Υπήρξες άσωτος, παραδέξου το. Αχ, τα καλοκαίρια, όλο αγάπες και λουλούδια. Το χειμώνα πάλι, δεν τον συμπάθησες ποτέ. Όλο κάπου έπρεπε να στριμώχνεσαι για να μην ξεπαγιάζεις, για να βρεις φαί έπρεπε να κάνεις το ζητιάνο σε διάφορες σπηλιές. Όχι, εσένα δεν του ταίριαζε η ζωή σε χώρους κλειστούς. Σου ταίριαζε η ανοιχτοσύνη. Ήταν στη φύση σου. Αυτό όμως που δεν θα ξεχάσεις ποτέ και που θα σκότωνες για να το έχεις τώρα είναι η άπλα. Τα ανοιχτά λιβάδια, τα ψηλά βουνά, ο ήλιος ο λαμπρός με τις αχτίδες του τις πηχτές που λες και θα τις έκοβες με μαχαίρι σε ροδέλες. Αυτή ήταν ζωή! Κι όσο για εργασία; Ούτε αυτή σου ταίριαζε. Γι’ αυτό είχες διαχωρίσει τη θέση σου από τους άλλους στην κοινότητα. «Εγώ σκλάβος δεν γίνομαι. Εγώ είμαι πολεμιστής και άμα σας αρέσει» έλεγες και ξανάλεγες επαναστατικά. Και δεν τους άρεσε. Ούτε που γύρισαν να σε κοιτάξουν. Αντί να γίνεις ήρωας, έγινες και παρίας. Είχες πάρει τον δυσκολότερο δρόμο. Και σιγά μην καθόσουν να τους παρακαλέσεις. Εσύ, ο ξακουστός πολεμιστής, ο καρδιοκατακτητής, ο πιο ατίθασος από όλους, θα καθόσουν να παρακαλέσεις αυτούς τους άθλιους! Κάτι μίζερους συμβιβασμένους που η ζωή τους ολόκληρη δεν ήταν παρά δουλειά και σπίτι, σπίτι και δουλειά. Ποτέ σου δεν τους ζήλεψες. Κι ας σεργιάνιζες μόνος άσκοπα να κρυώνεις, να πεινάς. Την ελευθερία σου δεν την αντάλλαξες ποτέ με τίποτα. Μόνο αργότερα, εκείνη την αναθεματισμένη μέρα που σε βρήκε το κακό, τότε μόνο πέρασαν όλοι για να σε χλευάσουν. Τους πλημμύριζε η χαρά, βλέπεις, γιατί πάντα σε φθονούσαν. «Τώρα πια θα γίνεις αθάνατος». «Εσύ δάμασες ακόμη και τον πανδαμάτορα». Αυτά σου έλεγαν οι αλήτες, καγχάζοντας και γελώντας. Μόνο ένας στα είπε σταράτα, «τα ρούφηξες πια αυτά τα έρημα τα πεύκα, σε ρούφηξαν κι αυτά». Και σε ρούφηξαν κυριολεκτικά. Θα σου μείνει αλησμόνητο εκείνο το πρωινό. Λουζόσουν στον ήλιο που έσταζε από τις πευκοβελόνες. Είχαν χαράξει τα πεύκα για να βγάλουν ρετσίνι και παρά τις πληγές τους αυτά μοσχομύριζαν. Είχες μεθύσει λίγο από την ευωδιά λίγο από το φως και ένιωθες την υπέρτατη ευφορία. Ξαφνικά, αισθάνθηκες να σε τυλίγει μια ζεστή, υγρή αγκαλιά. Βούρκωσες από ευτυχία που σε αγκάλιαζαν ξανά μετά από τόση μοναξιά. Ακόμη το θυμάσαι και ανατριχιάζεις. Και δεν ξέρεις αν υπάρχει θεός κι αν είναι αρμόδιος για κάτι τέτοιο, αλλά δεν υπάρχει χειρότερο είδος κακίας, από το να προσφέρεις σε κάποιον συμπυκνωμένη όλη την ευτυχία του κόσμου για μερικά δευτερόλεπτα και αμέσως μετά να τον οδηγείς σε μια δυστυχία που θα διαρκέσει αιώνες. Έκανες να κουνηθείς, αλλά κολλούσες και βούλιαζες περισσότερο όπως σε κινούμενη άμμο. Σιγά-σιγά σε κατάπινε μια γλοιώδης μάζα με την πιο σαγηνευτική για σένα οσμή.

Δεν ωφελεί να τα θυμάσαι πια… Δεν έχεις όμως και πολλά να κάνεις πέρα από το να παρατηρείς τον κόσμο γύρω σου. Θλίψη και γκρίνια ως επί το πλείστον. Αλλά ακόμη κι όταν πέσει στην αντίληψή σου κάτι αληθινά όμορφο, ένα αθώο βλέμμα παιδιού ή μια εξαίσια μελωδία, μελαγχολείς ανυπόφορα. Το καλύτερο είναι να γεμίζεις δυο δάχτυλα σκόνη και να μη βλέπεις τίποτα εκεί έξω. Πάντως, δεν έχεις παράπονο. Σκύβουν πάνω από την προθήκη που σε έχουν τοποθετήσει και σε χαζεύουν για ώρα. Οι άνθρωποι σου συμπεριφέρονται λες κι είσαι πολύτιμος. Πολύτιμος εσύ, ένα απολίθωμα εντόμου σε κεχριμπάρι! 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου