Κυριακή, Μαΐου 04, 2014

Η νίκη ενός δειλού

Υπήρξε όλη του τη ζωή δειλός. Ήταν ένα χαρακτηριστικό που κραύγαζε πάνω του από τη θαμπάδα που απέπνεε, από το διόλου προικισμένο σουλούπι του, από τη χαμηλόφωνη ομιλία του, πάντα λες και φοβόταν μην τον ακούσουν, από το χαμηλωμένο του βλέμμα κι αν τον γνώριζες καλύτερα κι από το χαμηλό του ανάστημα που δεν όρθωνε ποτέ, ούτε στους γονείς του ούτε στη γυναίκα του ούτε στα παιδιά του ούτε στη δουλειά του ούτε σε μια απλή διαφωνία μεταξύ φίλων. Το μόνο που είχε στητό ήταν τα αυτιά του σαν λαγωνικό που προσπαθεί να ακούσει πού θα πέσει το θήραμα για να πάει να το φέρει. Ένιωθε λες και διαρκώς κινδύνευε μην τον καταδώσουν. Το μόνο ποιητικό που είχε πάνω του, τρόπον τινά, ήταν οι γυρτοί του ώμοι και κυρίως ο αριστερός που ο πολύς ο κόσμος απέδιδε σε φυσικό ελάττωμα. Όχι όμως δεν ήταν αυτό. Ο άνδρας είχε γεννηθεί τα χρόνια της Κατοχής σε ορεινό χωριό και είχε δει με τα φιλύποπτα μάτια του όλες τις μελανές σελίδες της ελληνικής Ιστορίας. Ήταν ο μικρότερος και τελικά μοναδικός επιζών από μια πολυπληθή οικογένεια. Η μάνα του κι ο πατέρας του έχοντας χάσει πολλά παιδιά προφύλασσαν τον γιο τους ως κόρη οφθαλμού. Τι τον έκρυβαν μέσα στα άχυρα για να μην τον βρουν οι αντάρτες, τι τον φυγάδευαν σε διπλανά χωριά, τι τον έκρυβαν σε πηγάδια μέσα στο σκοτάδι χωρίς κερί, ώσπου στο τέλος τον έδιωξαν στην Αθήνα για να σπουδάσει αντί να μείνει και να ασχοληθεί με τις αγροτικές δουλειές όπως θα συνέβαινε κανονικά. Ποιος μπορεί να ξέρει άραγε τι διεργασίες συντελέστηκαν στην ψυχή του αγοριού σε ώρες τρόμου; Πώς η ρόδινη πρώτη ύλη της ψυχής του αναμίχθηκε με τόσες ακαθαρσίες κι έβγαλε μια πλαστελίνη γκρι; Τι μάχες αδυσώπητες έδωσε τότε εκεί κάτω στα σκοτεινά πηγάδια, πώς τις έχασε και πότε ο φόβος τον κατάπιε εντέλει ολόκληρο; Αδιευκρίνιστα όλα. Μόνο οι γυρτοί του ώμοι απέμειναν να δείχνουν τους ελιγμούς που έκανε σε τόσες κακοτοπιές σα μελλοθάνατος που επιδίδεται σε χορευτικές κινήσεις για να αποφύγει τη λάμα που θα τον αποτελειώσει.
Παντρεύτηκε από χρέος. Μεγάλωσε τα παιδιά του ομοίως. Δούλεψε σαν το σκυλί χωρίς ποτέ να αναζητήσει μια καλύτερη τύχη. Σε μια δουλειά μπήκε στα δεκαοκτώ, από την ίδια συνταξιοδοτήθηκε. Δούλευε σε κατάστημα με ρούχα. Από εκεί γνώρισε κι ένα σωρό ράφτες όπου έραβε τις καλές εποχές όλα του τα κουστούμια έτσι ώστε να καλύπτουν το ελάττωμα των ώμων του. Το βλέμμα του, όμως, φοβισμένου πουλιού δεν κατάφερε να το κρύψει ποτέ. Όπως όμως συμβαίνει ακόμη και στις πιο γκρίζες ζωές, κάποια στιγμή, όταν ήταν ακόμη νέος, συνέβη το μοιραίο. Ερωτεύθηκε. Ερωτεύθηκε ένα λουλουδάτο φλύαρο κορίτσι, σαν την Άνοιξη τότε, μια συνεπιβάτισσά του καθημερινά στο λεωφορείο από και προς τη δουλειά. Το κορίτσι το γνώρισε έγκυο και παντρεμένο με κάποιον από έρωτα. Ήταν η μόνη φορά που τόλμησε κάτι. Τόλμησε να μπει σε αυτό το πάθος και να δείξει τα συναισθήματά του με την ανάλογη ήττα που συνήθως συνοδεύει τις γκρίζες υπάρξεις. Το κορίτσι τον απέρριψε ως εραστή αλλά τον εμπιστεύθηκε ως φίλο. Χρόνια ολόκληρα. Εκείνος που φοβόταν τη σκιά του, έγινε η σκιά της, ο φύλακας άγγελός της. Συχνά σε βαθμό τρομακτικό. Την παρακολουθούσε από μακριά και από κοντά, δροσιζόταν από τις σταγόνες του δηλητηρίου που έσταζε στην ψυχή του η ευτυχία της ή καιγόταν από τη θέρμη των δακρύων της σε καιρούς δυστυχίας της. Εκείνη μια φορά πάντως ήταν ο διαβήτης που χάραζε τους κύκλους της ζωής του. Δεν ήταν τόσο ότι την είχε αγαπήσει όσο ότι η κοπέλα ήταν ο μοναδικός του σύνδεσμος με αυτό που αποκαλούμε ζωή.
Τα χρόνια πέρασαν, το κορίτσι είχε γεννήσει μια κόρη, είχε ατυχήσει στο γάμο της, χώρισε. Εκείνου η γυναίκα πέθανε και τα παιδιά του τον είχαν ξεγράψει. Έπειτα από μισό αιώνα, τα έφερε έτσι η ζωή και ο γκρίζος άνδρας πήγε να συζήσει με την μοναδική του αγάπη. Για εκείνον ήταν όνειρο ζωής. Για εκείνη λύση ανάγκης. Η γυναίκα ήταν επιβαρυμένη πια με την ευθύνη της γιαγιάς που φροντίζει την εγγονή της, ένα παιδάκι όπως όλα που η αθώα του ομορφιά ξυπνάει την ψυχή από ύπνο βαθύ με τον πιο γλυκό και οξύ πόνο. Ο άνδρας είχε μπει πια στο ρόλο του παππού με τέτοια ζέση και αφοσίωση που κανείς από όσους τον γνώριζαν δεν πίστευε στην μεταστροφή του. Δεν θα ήταν υπερβολή αν σκεφτόταν κανείς ότι το μωρό αυτό ήταν το μόνο πλάσμα που ποτέ του αγάπησε άδολα. Και το είχε αγαπήσει ακριβώς ίσως γι’ αυτό. Γιατί αγάπησε σε αυτό την τελική πτώση, την παταγώδη ήττα της καχυποψίας του. Ήταν το μοναδικό πλάσμα που ακριβώς επειδή ήταν μωρό και ακριβώς επειδή εκείνος ήταν πια χαλαρός από υποχρεώσεις του είχε δώσει πίσω τη χαμένη του πίστη. Κι ήταν κάτι μέρες που το φως παίζει με τη θνητότητά μας και μας γλυκαίνει την ύπαρξη που ο ηλικιωμένος άνδρας παρατηρώντας το παιδί να παίζει με τη γιαγιά του φαντασίωνε πως ήταν πάλι νέος και πως είχε παντρευτεί εκείνη τη λουλουδάτη κοπέλα και πως αυτό ήταν το παιδί του έρωτά τους. Φαντασίωνε πως ο Θεός του είχε χαρίσει την ευτυχία όλη, όση ευτυχία δεν αξίζει ίσως σε ένα πλάσμα σαν τον άνθρωπο και του ανέβαιναν από την ψυχή τώρα πια τη ζώσα δάκρυα χαράς και μιας αγάπης τόσο βαθιάς για τα πάντα γύρω του.
Ίσως μια από αυτές τις στιγμές και να συνέβη το κακό. Ίσως ο άνδρας να ήταν σε μια παρόμοια ρέμβη βυθισμένος και να ένιωθε ότι για μια τέτοια ευτυχία αξίζει κανείς να θυσιαστεί. Το ζωηρό παιδί ξέφυγε από την εποπτεία της γιαγιάς και βγήκε στο δρόμο την ώρα ακριβώς που περνούσε μια νταλίκα γεμάτη αμνοερίφια. Η ζωή βλέπεις, συχνά υπερβαίνει και τον πιο λεπτολόγο σκηνοθέτη. Ο άνδρας που έπασχε πια από αστάθεια και οι κινήσεις του ήταν περιορισμένες και επώδυνες από το γήρας και την ασθένεια, επανήλθε στην πραγματικότητα από το θόρυβο των φρένων του οχήματος. Δίνοντας ένα σάλτο υπεράνθρωπο και αντλώντας ποιος ξέρει από ποιες άγνωστες δεξαμενές του είναι του όσο κουράγιο δεν είχε δείξει μια ολόκληρη ζωή, βρέθηκε μπροστά στις ρόδες του φορτηγού σπρώχνοντας το παιδί εκτός της πορείας της νταλίκας. Ακαριαία από τη σύγκρουση ο άνδρας εκτός από την τελευταία του πνοή άφησε και ένα χαμόγελο ευτυχίας που τον συνόδεψε μέχρι την τελευταία του κατοικία. Ο δειλός άντρας είχε χάσει όλες τις μάχες με το φόβο στη ζωή του για να κερδίσει τον πόλεμο στο θάνατό του.      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου