Δευτέρα, Αυγούστου 21, 2006

Σάουνας ανάγνωσμα

Η άσφαλτος αχνίζει.
Το αίμα κοχλάζει.
Περισσεύουν τα ερυθρά.
Πολλαπλασιάζονται σαν ιός κυβερνοχώρου.

Η πόλη εξατμίζεται κι αυτή η εξαΰλωση, μάρτυράς μου ο Μαρξ, της χρειαζόταν.
Η ύλη ύπουλο πράγμα.
Σάμπως δεν είναι η ίλη;
Ο ήλος;
Ο Ηλί σαβαχθανί;
Δεν έχει λαμά!
Γιατί έτσι!
The fate of reason is to be deleted!
Επιστροφή στο χιμπατζάτο!
Οι άδειοι δρόμοι, απομεινάρια μπίτνικ ασωτιών του χειμώνα στενάζουν από στέρηση. Έπειτα είναι και η σύγχυση.
Τα αγκομαχητά είναι από ζέστη;
Από απόγνωση;
Από ηδονή;
Από τον έσω ή έξωθεν καύσωνα;
Σε ακραίες θερμοκρασίες η ψυχή ακολουθεί το ένστικτο.
Το ένστικτο που όλα τα τήκει.
Η ψυχή θέλει το κλίμα εύκρατο.
Εξου κι η αλλοτρίωση.
Προσοχή! Στο λεξικό μπαμπουίνου σημαίνει: ο ένας τρώει τον άλλο!
Ακουμπώ στη λιγδιασμένη μπάρα ενός χαμαιτυπείου με την αίσθηση Δον Χουάν ακουμπισμένου σε κάκτο, φακίρη σε προκοκρέβατο (οποιαδήποτε ομοιότητα με την προκοπή είναι τυχαία).
Δεν είμαι η Μαρία Νεφέλη αλλά όταν ο Κέλσιος κελεύει άνω των 40, δηλώνω απροετοίμαστη.
Ανάγκα και Μαρμελάντωφ πείθονται!
Η μεταστροφή της επίπλαστης ποίησης σε αληθινή.
Η μεταστροφή της Ράις, του Ολμέρτ, του Μπους, των ψηφοφόρων…
Όνειρα θερινής νυκτός.
Ο Γουίλιαμ μου κλείνει το μάτι αμέριμνος, τυλιγμένος στη λευκή κελεμπία του που όλα τα γλιτώνει.
Πλην σκωλήκων.
Όνειρα παγωμένης λεμονάδας.
Κι έπειτα σκέφτομαι πόσο πολυτελής είναι τελικά μια παγωμένη λεμονάδα.
Ένα αγόρι με φλογέρα-καλαμάκι ψάχνει ημιτόνιο-ημιτόνιο το «Γιάννη μου το μαντήλι σου».
Ένα κορίτσι ψάχνει ως άλλος Διογένης ερωτευμένους να πουλήσει τις γαρδένιες της. Το βλέμμα της έχει κάτι από τη μυρωδιά τους.
Τη λιγωμένη Άνοιξης.
Δε θέλω άλλη σφαγή ούτε στον ξύπνιο μου ούτε στον ύπνο μου.
Καταχωνιάζεται όμως θες δε θες η αλήθεια στον κεκρύφαλο και μηρυκάζει ο νους ο αδηφάγος τον πόνο σαν « τη χλόη που σκεπάζει ερειπιώνες».
Όχι, πρέπει να κάνω αποτοξίνωση.
Δε θέλω να βλέπω στον ύπνο μου τον ήδη κεκαυμένο τη σφαγή.
Αρνούμαι.
Και φυσικά δεν εισακούομαι.

Τα κυνικά καύματα –φράση εύστοχη, πρόσφατα αλιευθείσα συνώνυμη με τις μεγάλες ζέστες του καλοκαιριού- με λικνίζουν, με ξεμυαλίζουν και με καθοδηγούν περιπατητικά.
Τα κυνικά καύματα, σαν την έμμηνο ρύση προοικονομούν εκρήξεις και λάβες αίματος.
Βαδίζω σα νήπιο στην αχλή της πόλης στράτα-στρατούλα, στράτα-στρατούλα.
Με τραβά απ’ το χέρι μια νοσηρή περιέργεια. Μια διογένεια ανάγκη.
Κι εγώ σαν το γυφτάκι, το μεταναστάκι, το μπαρουτιασμένο από τη ζέστη, τα θραύσματα, το υβρεολόγιο ανοήτων, το εμπάργκο ψυχικά νοσούντων και αναπήρων απανταχού ταγών και ουραγών, τη βλακεία.
Τη δική μου πάνω απ’ όλα.
Θα βαφτιστώ νιτσεϊκή.
Φοβάμαι ότι έχω ήδη αργήσει.
Βαδίζω σοκάκι σοκάκι την πόλη.
Να δω ξανά πώς φλέγεται. Να την ξανά πιστέψω.
Στράτα-στρατούλα.
Με πείσμα ρακοσυλλέκτη.
Με δρύινη αμφίεση κιβωτού.
Το πείσμα μου είναι ο επόμενος στόχος τους.
Κι ας μην έχει πετρέλαιο…

4 σχόλια:

  1. έτσι-πείσμα και τσαμπουκά,να τη σπάσουμε στους βλάκες γενικώς.
    Κι εδώ που είναι νησί,φυσάει αέρας καυτός και σωτηρία καμιά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. λέω όταν γυρίσω να πάμε σε κανα χαμάμ να στρώσουμε.και βουτιά σε πισίνα με παγωμένο νερό στο καπάκι!
    ε;ε;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ανταποδίδω αβίαστα το κομπλιμέντο.

    Σε φιλώ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Καλωσήρθες φρεσκοπενίτισσα!
    (Μου επιτρέπεις φαντάζομαι το χειροποίητο χαρακτηρισμό το δηλωτικό φρέσκιας πένας!)

    ΑπάντησηΔιαγραφή