Τετάρτη, Ιουνίου 30, 2021

Πούλια από κεχριμπάρι


 

Το σπίτι του παππού του ήταν κάπου στους Αμπελόκηπους. Σε μια γειτονιά πάνω στα Τουρκοβούνια. Στο πατρικό του πατέρα του είχε να πάει από τότε που ήταν παιδί. Είχε ξεμείνει εκεί μια μονοκατοικία κόντρα στην ανοικοδόμηση της περιοχής, σα γέρος πεισματάρης που αρνείται να χρησιμοποιήσει το διαδίκτυο. Ένα σπίτι από μια εποχή νοσταλγική σαν αγκάθι σε πατούσα θηρίου. Το φρόντιζε ενίοτε ο πατέρας του που τώρα θα ήταν περίπου στην ηλικία που θυμόταν τον παππού. Γιατί άραγε πήγαινε εκεί; Του ήρθε σήμερα μια τέτοια παρόρμηση που στάθηκε αδύνατο να αντιπαλέψει. Κι όμως αφορμή δεν ήταν κάποιο θανατικό. Ο παππούς είχε πεθάνει εδώ και δεκαετίες. Ο πατέρας έστεκε ακόμη μια χαρά στα πόδια του. Πρακτικός λόγος δεν υπήρχε. Το σπίτι δεν ήταν ούτε προς πώληση ούτε προς ενοικίαση. Μήπως ήταν η γέννηση του γιου του, αναρωτήθηκε καθώς βαριανάσαινε στον δρόμο προς το σπίτι. Θυμήθηκε τη μάνα του κοπέλα να γκρινιάζει κάθε φορά που επισκέπτονταν τα πεθερικά της με τα ψηλοτάκουνα στην ανηφοριά, ιδίως τα καλοκαίρια που της χάλαγε και το μαλλί κομμωτηρίου από τον ιδρώτα. Κοντοστάθηκε να ανασάνει. Συλλογίστηκε για άλλη μια φορά ότι έπρεπε να κόψει το κάπνισμα. Ξαφνικά, αισθάνθηκε σαν πρωτόγονος που ανεβαίνει το βουνό για να βρει τη σπηλιά του γηραιότερου αρσενικού της φυλής και να τον φωτίσει με τη σιωπηρή σοφία του. Σοφία ακριβώς γιατί ήταν σιωπηρή. Γι’ αυτό δεν επισκεπτόταν τον πατέρα του. Δεν του είχε συγχωρήσει πολλές από τις επιλογές του. Από τότε δε που είχε χωρίσει με τη μάνα του διαρκώς τον απέφευγε. Θα μάλωναν πάλι για τα παλιά, θα άρχιζαν τις κόντρες για τις ασωτίες του, για τα πολιτικά, για το ποδόσφαιρο. Ο πατέρας, βλέπεις, ήταν ακόμη ζωντανός. Η ζωή έχει πάντα πολύ θόρυβο. Του ήρθε στο νου ότι θα έχανε κι αυτός κάποτε τον πατέρα του. Ένιωσε πρόκες να κατεβαίνουν στον οισοφάγο του και να του γδέρνουν το στομάχι. Η ζωή έχει θόρυβο και ο θάνατος πόνο. Όσο μεγάλωνε, ηδονή έβρισκε πια μόνο στη ρέμβη. Απέναντι στα γεγονότα της ζωής και του θανάτου ήταν ανεπαρκής, λιπόψυχος, μονίμως απροετοίμαστος. Κι όμως ενστικτωδώς προτίμησε την κατάφαση στη ζωή. Επέλεξε να γίνει κι αυτός πατέρας.

 Έφτασε στο κατώφλι. Άκουσε τους μεντεσέδες της πόρτας να τρίζουν και το σουγιά του χρόνου να συρίζει προς το μέρος του. Βρήκε το στόχο του. Αναδιπλώθηκε σε βαθύ κάθισμα και άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Τα πένθη όταν ξυπνούν, δημιουργούν τσουνάμι. Σκουπίστηκε με το μανίκι του σακακιού του. Εδώ κανείς δεν θα τον έκρινε που το λέρωσε. Εδώ ήταν ασφαλής. Μπορούσε ανενόχλητος να είναι ο εαυτός του. Ο παππούς, μεγαλόσωμος γίγαντας, σκληρότητα είχε μόνο στις παλάμες. Η καρδιά του ήταν από «βούτυρο και μέλι» όπως έλεγε η γιαγιά. Είδε το είδωλό του στον καθρέφτη της εισόδου. Ρυτίδες στο μέτωπο, τα μάτια, πάνω από τα χείλη, αραιά ψαρά μαλλιά και μάτια θολά σα νεκρού ψαριού μα με μια αμυδρή χαραγματιά - υπόσχεση ζωής. Προχώρησε παραμέσα. Το παρελθόν τρύπωσε από τα ρουθούνια του σαν ύπουλο φίδι και ενεργοποίησε το κουμπί εκκίνησης για το ταξίδι στο χρόνο. Μούχλα, λιβάνι και κολόνια λεμόνι, η αγαπημένη της γιαγιάς.

Σα να άκουσε ψαλμωδίες. Η κυριακάτικη λειτουργία από το ραδιόφωνο. Ο παππούς την άκουγε ανελλιπώς και σχολίαζε τους ψαλτάδες της μητρόπολης. Αν τους ξέφευγε μια πα, βου, γα, δω, νη, συγχυζόταν πιο πολύ κι από όταν έχανε η ΑΕΚ. Για τον παππού η ΑΕΚ ήταν ιερή σαν τον Απόστολο. Διαπασών ο αγώνας της Κυριακής στο ραδιόφωνο διακοπτόταν μόνο από το τάβλι που έπαιζε ο παππούς με τον πατέρα πίνοντας ούζο και μασουλώντας κολοκυθοκεφτέδες. Το θρυλικό τάβλι του παππού... Φτιαγμένο με μαλάματα, σαν κόσμημα. Τα πούλια από κεχριμπάρι τα έπαιρνε πάντα εκείνος. Ήταν το γούρι του. Έφτυνε τις χούφτες του πριν ρίξει τα φιλντισένια ζάρια για να του κάνουν τη χάρη και να ρίξουν ντόρτια. Όταν μάλιστα κέρδιζε, το κέρασμα ήταν εξασφαλισμένο από το μαγαζάκι της γωνίας. Που γκρίνια τότε για την ανηφόρα. Η ανηφόρα γινόταν πια μια δρασκελιά και τα παιδικά πρόσωπα παλέτα από τους σοκολατί λεκέδες. Έπειτα, πήγαιναν να επιστρέψουν τα ρέστα στα χέρια του παππού. Αυτά τα ροζιασμένα χέρια που είχαν σηκώσει τόνους στο λιμάνι, που έσπαγαν τα καρύδια χωρίς καρυοθραύστη, άνοιγαν τάχα πως περίμεναν τα ρέστα αλλά πάντα αυτά κατέληγαν στις τσέπες των εγγονών. Ο παππούς τότε χάιδευε τους βασιλικούς για να καθαρίσει τα χέρια του από τα λεφτά τα «αναθεματισμένα». Και μοσχομύριζε το σαλόνι, χαίρονταν και τα καναρίνια κι άρχιζαν να τιτιβίζουν. Ήταν η ώρα της νηνεμίας πριν τη σφοδρή ανεμοθύελλα. Έκλεινε το ραδιόφωνο. Κόπαζαν οι φωνές

των παιδιών με τα μπουκωμένα στόματα από τις λιχουδιές, ξεκουράζονταν οι άνδρες από την ένταση του παιχνιδιού, οι γυναίκες αποσύρονταν στην κουζίνα για να ετοιμάσουν το τραπέζι. Έμενε μόνο το θρόισμα των εφημερίδων. Διάβαζαν οι μεγάλοι τις ειδήσεις και τις ξεφούρνιζαν αργότερα την ώρα του γεύματος. Λες και το έκαναν επίτηδες. Ο τσακωμός δέσποζε παραδοσιακά στο κυριακάτικο τραπέζι όπως το ψητό κατσικάκι. Για τα εγγόνια όμως αυτή ήταν η ώρα του μαθήματος πολιτικής ιστορίας. Για τις γυναίκες πάλι ήταν το βασικό αίτιο της βραδινής κρεβατομουρμούρας. Στο τέλος του γεύματος, έπιναν καφέ ελληνικό. Πλησίαζε η ώρα του αποχωρισμού και «άρχιζαν να πέφτουν οι πλερέζες», όπως έλεγε ο παππούς κανακεύοντας τα παιδιά ένα-ένα στα γόνατά του. «Του παιδιού μου το παιδί είναι δυο φορές παιδί μωρέ» έλεγε και ξανάλεγε κι αυτή η φράση σα μονότονο μάντρα ήταν που έκανε τα εγγόνια να γαληνεύουν και να αποδέχονται τη λήξη του παιχνιδιού και το βραδινό μπάνιο.

Όσο αναπολούσε, έπινε τον καφέ που είχε φτιάξει στο καμινέτο του σπιτιού. Καφέ ελληνικό που δεν πίνει ποτέ στη ζωή του. Ρούφηξε την τελευταία γουλιά από το πορσελάνινο φλιτζανάκι και σηκώθηκε ακουμπώντας τα χέρια στα γόνατα όπως πριν από κάθε μεγάλη απόφαση. Έριξε μια ματιά ξανά στα άδεια κλουβιά. Το γλυκό πουλί της νιότης του είχε πετάξει ανεπιστρεπτί. Του ξέφυγε ένα δάκρυ σα σταγόνα που πέφτει τελευταία όταν κλείνουμε μια βρύση. Κλείδωσε πάλι τη σαραβαλιασμένη εξώπορτα προσεκτικά σα σεντούκι με θησαυρό. Βγαίνοντας, κάθισε στο κεφαλόσκαλο κι έβγαλε το κινητό. «Έλα, μπαμπά. Ναι, όλοι καλά. Θα είσαι εκεί να περάσω αργότερα με το μικρό;»               

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου