Σάββατο, Ιουνίου 05, 2021

Ο Μπουρμπουληθροθώρητος και η Μολυβένια

 

Φσίου φσίου κρατς μπαααααμ! Ένας άνεμος γρήγορος και δυνατός φυσούσε στην πόλη και παρέσυρε στο διάβα του ό,τι έβρισκε σαν αφηνιασμένο άλογο: Τενεκέδες που έσκαγαν με πάταγο λίγα μέτρα πιο κει, τα κοντάρια από τις σκούπες των οδοκαθαριστών που έτσι όπως έπεφταν λες και ξιφομαχούσαν, σκόρπιζε τα άνθη από τις γλάστρες στα μπαλκόνια που έραιναν τους περαστικούς λες κι ήταν νεόνυμφοι, έδινε το παράγγελμα για τον χορό των μπουγάδων, στροβίλιζε τα σκουπίδια στις άκρες του δρόμου έτσι που οι δίνες τους να μοιάζουν με πολύχρωμες σβούρες, σήκωνε τις φούστες των μαμάδων, έπαιρνε τα καπέλα από τους διαβάτες, έκανε τις σημαίες να πλαταγίζουν, μπέρδευε τα λυτά μαλλιά των κοριτσιών. Η πόλη ολόκληρη με τέτοιο άνεμο ήταν σε επιφυλακή. Πιο πολύ απ’ όλους όμως ο Μπουρμπουληθροθώρητος. Φτιαγμένος από μπουρμπουλήθρες καθώς ήταν, σκόρπιζε στον άνεμο. Απεχθανόταν ιδιαίτερα τους δυνατούς ανέμους γιατί φυσούσαν τις νεροφουσκάλες του και τον άφηναν τελείως γυμνό. Τα παιδιά βέβαια όποτε συνέβαινε αυτό διασκέδαζαν αφάνταστα γιατί λάτρευαν τα παιχνίδια με το σαπουνόνερο που φυσώντας το μέσα από καλαμάκι σχημάτιζε φούσκες με όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου που αιωρούνταν στον αέρα και πιτσίλιζαν όποιον τις έσπαγε. Μαζί με τον Μπουρμπουληθροθώρητο σχεδόν πάντα, βρισκόταν ευτυχώς και η φίλη του η Μολυβένια, σκούρα και κυβική και το βασικότερο βαριά κι ασήκωτη, ό,τι πρέπει να συγκρατεί και τους δυο τους μέσα σε ένα τόσο μανιασμένο άνεμο.

«Μολυβένια Μολυβένια

Με καρδούλα χρυσαφένια

Η αγάπη σου μελένια

Κι εγώ πάντα σ’ έχω έννοια»

Της τραγουδούσε διαρκώς ο Μπουρμπουληθροθώρητος για να της φτιάχνει το κέφι! Και είναι αλήθεια ότι αυτό χρειαζόταν συχνά γιατί η Μολυβένια είχε πάντα τις πιο πολλές ευθύνες γιατί ήταν πιο επιμελής και πιο σοβαρή από τον Μπουρμπουληθροθώρητο που ναι μεν την αγαπούσε πολύ αλλά σκάρωνε διαρκώς παιδιάστικες σκανταλιές που την έκαναν μονίμως να τρέχει για να διορθώσει τις επιπολαιότητές του!

Αυτό βέβαια έκανε τη Μολυβένια να είναι πιο κατσούφα και πιο σκεπτική.

Γλου γλου γλου γλου έκαναν τα περιστέρια που λόγω του ότι δεν μπορούσαν να πετάξουν είχαν μαζευτεί όλα μαζί στα σύρματα της ΔΕΗ για την πρωινή τους συνέλευση κι έτσι όπως είχαν στηθεί έμοιαζαν όπως προεξείχαν τα φτεράκια τους με νότες τετάρτου πάνω σε ένα πελώριο πεντάγραμμο. Κι έτσι όπως φύσηξε για μια στιγμή, μια κουτσουλιά παρασύρθηκε από τον άνεμο και έπεσε σπλατς κατακίτρινη πάνω στη Μολυβένια. «Αυτό μου έλειπε» γκρίνιαξε παραπονιάρικα και πήρε το μπουρμπουληθρένιο χέρι του φίλου της για να ξεπλύνει την κουτσουλιά από πάνω της ενώ εκείνος φώναζε «γούρι-γούρι γούρι-γούρι να σου κουτσουλούν τη μούρη» χαχανίζοντας. Εκείνο το πρωινό οι δυο φίλοι βιάζονταν πολύ γιατί είχαν να ασχοληθούν με μια πολύ σπουδαία υπόθεση. Είχαν βάλει σκοπό να απελευθερώσουν το καναρίνι από το κλουβί του για να πάει να βρει τη μαμά του που επιτέλους τα είχε καταφέρει να το σκάσει από το δικό της κλουβί και το είχε ακολουθήσει στο νέο του σπίτι. Το είχε αγοράσει ένα κοριτσάκι από ένα κατάστημα με κατοικίδια ζώα με τα λεφτά από τα κάλαντα. Το πουλί όμως, αν και το τάιζαν και του είχαν ένα όμορφο σπίτι με θέα στον ροδώνα, δεν κελαηδούσε, δεν χαιρόταν, ένιωθε φυλακισμένο και ήθελε τη μαμά του. Εκείνο το πρωί ήταν κατάλληλο για την επιχείρηση απόδρασης γιατί το κοριτσάκι θα έλειπε στο σχολείο και οι δυο φίλοι άδραξαν την ευκαιρία να βοηθήσουν το καημένο το πτηνό. Κάποτε παρά την αργοπορία τους λόγω του ανέμου, έφτασαν. Έξω από το σπίτι βρισκόταν μια πελώρια κίτρινη μπουλντόζα που έκανε πολύ θόρυβο και είχε νευριάσει το σκύλο του σπιτιού ο οποίος ήταν σε εγρήγορση και γαύγιζε δυνατά. «Ωχ! Τώρα πως θα μπούμε μέσα; Ο σκύλος θα μας μυριστεί αμέσως πόσο μάλλον τώρα που είναι και ανήσυχος. Εμένα δεν μπορεί να μου κάνει τίποτα αλλά εσένα μπορεί να σε κάνει μια χαψιά είπε η Μολυβένια στο Μπουρμπουληθροθώρητο». «Μην ανησυχείς καθόλου. Θα περιμένουμε να ηρεμήσει ο σκύλος κι εγώ, θα γίνω νερό και θα κυλήσω μέσα στο σπίτι από τη χαραμάδα της πόρτας». «Πρέπει να αφήσεις όμως έξω την καρδιά σου». «Χα χα χα χα χα! Θα την αφήσω σε καλά χέρια, δηλαδή σε σένα!» είπε ο Μπουρμπουληθροθώρητος. Ο φίλος μας επειδή ήταν από μπουρμπουλήθρες η καρδιά του που ήταν πολύτιμη βρισκόταν στο εσωτερικό του σώματός του –αν μπορεί να το πει κανείς σώμα- μέσα σε ένα ξύλινο κουτάκι για να προστατεύεται. Όποτε γδυνόταν για να κάνει μπάνιο στη μπανιέρα ή στη θάλασσα, ή για κάποιον άλλο λόγο όπως τώρα που έπρεπε να γίνει ρευστός για να χωρέσει μέσα από τη χαραμάδα, το έβγαζε και το έδινε στη Μολυβένια που ήταν πάντα η πιστή του σύντροφος. Έτσι και τώρα αυτό έκανε. Η Μολυβένια, πήρε το κουτάκι στα χέρια της και του έδωσε ένα τρυφερό φιλί στον αέρα αφού όποτε τον ακουμπούσε έσπαζε και μια μπουρμπουλήθρα και την πιτσίλιζε. Ο φίλος της άρχισε να στάζει ώσπου σχηματίστηκε μια λιμνούλα έξω από την εξώπορτα του σπιτιού. Σιγά σιγά άρχιζε να κυλάει μέσα στο σπίτι. Η Μολυβένια είχε μείνει απέξω και φυλούσε τσίλιες μην τυχόν και επέστρεφαν οι ιδιοκτήτες και τους έβρισκε μπελάς. Ο σκύλος ήταν στον κήπο απασχολημένος με τη μπουλντόζα ακόμη. Έτσι, ο Μπουρμπουληθροθώρητος γλίστρησε αθόρυβα, άνοιξε το πορτάκι του κλουβιού και ελευθέρωσε το μικρό πουλί, σφυρίζοντας παράλληλα στη μαμά του που περίμενε ανυπόμονα για να έρθει να το πάρει. Και αφού έφερε εις πέρας την αποστολή του, ξανάγινε ρευστός και κύλησε ξανά κάτω από την πόρτα. Στο μεταξύ όμως όση ώρα περίμενε η Μολυβένια απέξω ο σκύλος την είχε μυριστεί και διαρκώς την τριγύριζε με εχθρικά γρυλίσματα. Στην αρχή εκείνη δεν μετακινήθηκε από τη θέση της. Αργότερα όμως που ο σκύλος είχε βάλει στο μάτι το κουτάκι που κρατούσε γιατί το θεώρησε ενδιαφέρον παιχνίδι, εκείνη άρχισε να τρέχει –αν μπορεί να πει κανείς τρέξιμο το αργόσυρτο βάδισμα της Μολυβένιας- και πάνω στη βιασύνη της σκόνταψε στο σκαλοπάτι και της έπεσε το κουτάκι με την καρδιά του Μπουρμπουληθροθώρητου.

Ο σκύλος τότε το άρπαξε γρήγορα γρήγορα και έτρεξε μακριά τόσο ώστε η  Μολυβένια τον έχασε από τα μάτια της. Μην ξέροντας τι να κάνει, κάθισε στα σκαλιά κι άρχισε να κλαίει και τα δάκρυά της ενώθηκαν με τον Μπουρμπουληθροθώρητο που εκείνη την ώρα κυλούσε κάτω από τη χαραμάδα. «Όλα εντάξει. Τα κατάφερα! Τι κάνεις κλαις;» τη ρώτησε. «Συνέβη κάτι τρομερό!» του είπε εκείνη αναλυόμενη σε λυγμούς. Ο Μπουρμπουληθροθώρητος που άρχισε να παίρνει την κανονική του μορφή της είπε: «δώσε μου το κουτάκι με την καρδιά μου και μου τα λες μετά» και μόνο τότε από την έκφραση της Μολυβένιας κατάλαβε ότι το κουτάκι είχε χαθεί. «Τι το έκανες το κουτάκι; Μια στιγμή μόνο έλειψα!» «Μου το πήρε ο σκύλος κι έφυγε μακριά!» «Ε, βέβαια, έτσι χοντρή που είσαι που να τον προλάβεις» ξεστόμισε ο Μπουρμπουληθροθώρητος κι αυτή του η φράση ήταν χειρότερο σοκ για τη φίλη του από το προηγούμενο. Ο Μπουρμπουληθροθώρητος ήταν πάντα γλυκομίλητος ακόμη κι όταν είχε τα νεύρα του και ποτέ μα ποτέ δεν είχε μιλήσει άσχημα σε κανένα πόσο μάλλον σε εκείνη. Εκτός από αυτό, εκείνη την ώρα νευριασμένος καθώς ήταν άρπαξε δυο σύκα από το δέντρο της αυλής και τα έκανε μια χαψιά χωρίς να προσφέρει ούτε ένα στη Μολυβένια ενώ γνώριζε ότι τα σύκα ήταν η αδυναμία της. Και σα να μην έφτανε αυτό, εκείνη τη στιγμή μια γάτα κανελί που τους άκουγε όλη την ώρα με το ίδιο με περισκόπιο υποβρυχίου αυτί της, ανασηκώθηκε και πήγε προς το μέρος τους μυρίζοντας τους επισκέπτες. Ο Μπουρμπουληθροθώρητος τότε, έκανε κάτι πραγματικά κακό. Την άρπαξε από την ουρά, την έφερε δυο σβούρες όπως ο κάου-μπόυ το λάσο του και πέταξε μακριά το δύστυχο ζώο που παραλίγο να χτυπήσει θανάσιμα στον τοίχο της αυλής. Η Μολυβένια τρόμαξε ή μάλλον πανικοβλήθηκε. Ποτέ μα ποτέ δεν είχε ξαναδεί το φίλο της να κάνει κάτι τόσο χυδαίο όσο εκνευρισμένος κι αν ήταν. Επειδή όμως τον γνώριζε καλά και ήταν και πολύ έξυπνη, βρήκε αμέσως το αίτιο του κακού: το κουτάκι με την καρδιά του! Του έλειπε το κουτάκι και τώρα που είχε ξανασχηματιστεί το σώμα του και δεν το είχε ήταν άκαρδος και γι’ αυτό επικίνδυνος. Του είπε αμέσως: «Μπουρμπουληθροθώρητε, επειδή είσαι λίγο άρρωστος, πάμε στο σπίτι να ξαπλώσεις κι εγώ θα ψάξω αμέσως να σου βρω την καρδιά σου. Δεν πρέπει επ’ ουδενί να είσαι εκτός σπιτιού, μπορεί να πάθεις μεγάλο κακό!» «Κι όμως νιώθω περίφημα! Ίσα-ίσα μου ήρθαν κάποιες ιδέες τώρα δα για να περάσω υπέροχα. Όσο για την καρδιά μου χάρισμά σου όταν τη βρεις. Δεν την έχω καμία ανάγκη» είπε και το ύφος του απείχε πολύ από το κανονικό ύφος του φίλου της το καλοκάγαθο και το γελαστό. Τώρα είχε σμίξει τα φρύδια του και είχε παραμορφωθεί σε ένα στριμμένο και άσχημο ον που όσο το παρατηρούσε τόσο παραπάνω την τρόμαζε. Η Μολυβένια είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό να τον κοιτάζει και ξαφνικά ξύπνησε και συνειδητοποίησε πως ό,τι ήταν να κάνει με το κουτάκι έπρεπε να το κάνει σύντομα για να προλάβει να μην καταστραφεί το κουτάκι και κατά συνέπεια η καρδιά του φίλου της. Σκέφτηκε, σκέφτηκε και τελικά αποφάσισε να ζητήσει τη βοήθεια άλλων για να τα καταφέρει γρηγορότερα. Κι έτσι ξεκίνησε αργά και βαριά να πάει προς το σπίτι γιατί την περίμενε πολλή δουλειά. Όσο απομακρύνονταν, ο Μπουρμπουληθροθώρητος, είχε φτιάξει μια αυτοσχέδια σφεντόνα και σημάδευε τα περιστέρια που στέκονταν στα σύρματα και μάλιστα ένα το πέτυχε και έπεσε τραυματισμένο στο έδαφος. Η Μολυβένια δεν έπρεπε να χάσει ούτε λεπτό. Ειδοποίησε τον Καπελάτο τον φίλο τους να πάει να περιθάλψει το πουλί και μετά να πάει να τη βρει στο σπίτι της. Έτσι κι έγινε. Λίγο αργότερα, η Μολυβένια είχε ετοιμάσει ένα πάκο χαρτιά που περιέγραφαν την κατάσταση του Μπουρμπουληθροθώρητου και ο Καπελάτος τα μοίραζε σε όλους στην μικρή πόλη, ακόμη και σε όσους δεν ήξεραν να διαβάζουν, το διάβαζε δυνατά:

«Φίλοι μου, ο Μπουρμπουληθροθώρητος διατρέχει σοβαρό κίνδυνο. Ένας ασπρόμαυρος σκύλος πήρε το κουτάκι με την καρδιά του και τώρα ο φίλος μας είναι άκαρδος. Προσοχή προσοχή, επειδή δεν έχει καρδιά μπορεί να προξενήσει ζημιές μεγάλες και να ενοχλήσει πολλούς από σας και να πάθετε κακό. Όμως, μην τον βλάψετε. Είναι άρρωστος. Όταν τον βλέπετε, απλά, να κρύβεστε! Όποιος βρει το κουτάκι να το φέρει στη Μολυβένια! Το απόγευμα συνέλευση στη μεγάλη πλατεία για να κανονιστεί το σχέδιο δράσης μας και να συντονίσουμε το πώς θα βρούμε το κουτάκι με την καρδιά του το γρηγορότερο. Όλοι μπορείτε να βοηθήσετε. Σας περιμένουμε».

Αυτό ήταν το μήνυμα και λίγο-πολύ μέχρι την ώρα της συνέλευσης το είχαν μάθει όλοι. Το απόγευμα στις 5 ακριβώς η πλατεία είχε γεμίσει ασφυκτικά από κόσμο που ήρθε να βοηθήσει. Τη βασική ευθύνη να ερευνήσουν, την ανέλαβαν τα περιστέρια και τα σπουργίτια. Πετώντας από δω κι από κει θα μάθαιναν που μπορεί να βρίσκεται το κουτάκι. Ο Καπελάτος θα έπιανε κουβέντα με τις γάτες της αυλής για να αντλήσει καμιά παραπάνω πληροφορία, ενώ τα αδέσποτα σκυλιά θα πλησίαζαν τον ασπρόμαυρο σκύλο με ένα κουτί κόκκαλα για να τον καλοπιάσουν και να μάθουν τι απέγινε το κουτάκι. Όταν έβρισκαν που είναι τότε, θα ειδοποιούσαν τη Μολυβένια για να πάει να το πάρει.

Έτσι κι έγινε. Φρου φρου φρου φρου φρου φρου φρου φρου, τα πουλιά φτερούγιζαν χαμηλά σε όλη την πόλη τόσο που οι κάτοικοι νόμιζαν ότι προμηνύεται βροχή. Τα σπουργίτια, έτσι μικρούλικα όπως ήταν έκαναν καλή δουλειά γιατί ήταν εύκολο να κρυφακούνε και κυρίως η μαμά καναρινίνα που της είχαν απελευθερώσει το μικρό. Όλων οι πληροφορίες, έλεγαν πως ο σκύλος επιχείρησε να ανοίξει το κουτάκι με χίλιους δυο τρόπους. Το πέταξε από μια μάντρα κάτω, το πάτησε, το δάγκωσε μα τίποτα. Δεν τα κατάφερε να το ανοίξει. Όλοι έλεγαν ότι μετά το βαρέθηκε και το παράτησε κάπου στο πάρκο. Ναι αλλά πού; Κι αν το βρήκε κανένα παιδάκι και το πήρε μαζί του; Σε λίγο θα άρχιζε να νυχτώνει και δεν θα έβρισκαν τίποτα. Οι σκύλοι πάλι, είχαν μάθει από τον ασπρόμαυρο σκύλο που του άρεσε να κοκορεύεται ότι ναι, είχε βρει ένα κουτάκι, έπαιξε μαζί του αλλά ήταν τόσο βαρετό που μετά το ξέχασε κι αυτός δεν θυμόταν πού. Έτσι, όλοι εκείνο το βράδυ πήγαν στα σπίτια τους και αποφάσισαν να συνεχίσουν την έρευνα την επόμενη μέρα που θα έβγαινε ο ήλιος. Όσο για τη Μολυβένια, δεν κοιμήθηκε καθόλου. Ο Μπουρμπουληθροθώρητος της εκσφενδόνιζε τόσο άσχημα λόγια κι έκανε τόσες σκανταλιές μες το σπίτι που δεν την άφησε να κοιμηθεί καθόλου. Ντιν νταν ντον κοπανούσε τις κατσαρόλες, χρατς χρουτς έσκιζε τα βιβλία και με τις σελίδες της πέταγε σαίτες που παρά λίγο να της βγάλουν κανένα μάτι, γκλον γκλιν γκλον βαρούσε με δύναμη το πιάνο ίσα ίσα για να ενοχλεί τους γείτονες, χραπ έκοβε τα άνθη από τις γλάστρες και τα μαδούσε χωρίς λόγο και έπιανε από την ουρά σαμιαμίδια και τα βασάνιζε. Κι όταν πήγαινε η Μολυβένια να τα ελευθερώσει την έλεγε χοντρή, άσχημη και ζηλιάρα που το μόνο που ήθελε ήταν να του χαλάσει το παιχνίδι!

Δεν είχε ξημερώσει καλά καλά όταν μια αντιπροσωπεία ήρθε να ξυπνήσει τη Μολυβένια και να της πει ότι ο βάτραχος είχε στείλει μήνυμα ότι το κουτάκι βρίσκεται στον πάτο της λίμνης αλλά ότι δεν μπορεί να βοηθήσει γιατί φεύγει εκτός πόλης για δουλειές. Της Μολυβένιας, παρά τη χαρά της, της ήρθε ο ουρανός σφοντύλι. Ποιος θα έμπαινε στη λίμνη τώρα που έφυγε ο βάτραχος και που η ίδια δεν ήξερε καν κολύμπι; Μπρρρρ ανατρίχιασε αλλά παρά την απέχθειά της στο νερό έπρεπε να δράσει γρήγορα. Πήρε τους φίλους της, τον Καπελάτο, τα σπουργίτια και δυο τρεις αδέσποτους σκύλους και μια και δυο κατευθύνθηκαν για τη λιμνούλα του πάρκου που ήταν βαθιά και γεμάτη νούφαρα. Όσο κι αν προσπάθησαν με καλάμια του ψαρέματος δεν κατάφεραν να βρουν το κουτάκι γιατί τα καλάμια δεν έφταναν στο βυθό της λίμνης. Ποιος τολμούσε να πέσει μέσα; Ο Καπελάτος δεν υπήρχε περίπτωση, τα σκυλιά κολυμπούσαν και πλατσούριζαν στα νερά αλλά φοβόντουσταν τα νερόφιδα και δεν το αποφάσιζαν. Όσο για τα πουλιά, εκτός από τις πάπιες, τα άλλα δεν το συζητούσαν. Οι πάπιες ήταν μέσα έξω στο νερό και είχαν εντοπίσει που ακριβώς βρισκόταν το κουτάκι αλλά δεν κατάφερναν να το πιάσουν. Η Μολυβένια έπαιρνε βαθιές ανάσες. Έπρεπε να βουτήξει μέσα. «Εσύ; Της φώναξαν όλοι! Και πως θα σε βγάλουμε μετά; Ζυγίζεις όσο όλοι μαζί. Δεν θα τα καταφέρουμε. Μπορούμε να ζητήσουμε τη βοήθεια ενός δύτη». «Θα αργήσουμε για όλ’ αυτά. Αν δεν πέσω στη λίμνη, όσα λεπτά περνούν τόσο πιο άκαρδος γίνεται ο Μπουρμπουληθροθώρητος κι αυτό δεν το αντέχω!» είπε η Μολυβένια και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, βούτηξε στα βαθιά κρύα νερά της λίμνης σηκώνοντας ένα τεράστιο σιντριβάνι νερού από το υπερβολικό της βάρος και πετώντας εκτός λίμνης ένα σωρό χρυσόψαρα που ίδρωσαν να μαζέψουν οι άλλοι και να τα ξαναπετάξουν μέσα για να μην πεθάνουν. Η Μολυβένια βούλιαζε και βούλιαζε. Από τη φούρια της δεν είχε προνοήσει να πάρει ένα καλάμι για να αναπνέει. Το κουτάκι έτσι όπως η φίλη μας έπεσε σα βαρίδι αμέσως στον πάτο, το βρήκε εύκολα και το εκσφενδόνισε έξω από το νερό. Εκτός όμως από αυτό, δεν μπορούσε να κουνηθεί καθόλου. Της ήταν αδύνατον να επιπλεύσει και όσοι ήταν απέξω από τη λίμνη όσο κι αν είχαν σχηματίσει αλυσίδα για να την τραβήξουν έξω, ήταν αδύνατον. Τότε ο Καπελάτος τόλμησε να πάρει την τελική απόφαση. «Θα πάω να βρω τον Μπουρμπουληθροθώρητο. Είναι ο μόνος που μπορεί να βοηθήσει. Στο μεταξύ πετάξτε της αυτό το καλάμι να αναπνέει γιατί θα πνιγεί έτσι όπως πάει». Τακ τακ τακ ακούστηκε το χτύπημα στην πόρτα και ο Μπουρμπουληθροθώρητος σηκώθηκε βρίζοντας αγουροξυπνημένος να ανοίξει. «Ποιος ηλίθιος χαλάει την ησυχία μου νωρίς νωρίς;» «Έφερα το κουτάκι με την καρδιά σου» απάντησε ο Καπελάτος. «Και τι μ’αυτό; Στη ζήτησα; Δεν στη ζήτησα. Είμαι μια χαρά και χωρίς αυτή. Το διασκεδάζω αφάνταστα. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δεν έκανα αυτά τα τόσο έξυπνα παιχνίδια και πριν». «Μην χάνουμε χρόνο. Η Μολυβένια κινδυνεύει. Έπεσε στον πάτο της λίμνης μόνο και μόνο για σένα και τώρα μπορεί να πνιγεί. Πάρε την καρδιά σου και έλα!» «Ποσώς με ενδιαφέρει η Μολυβένια. Ποιος της είπε να κάνει τον ήρωα της παλιοχοντρής;» Ο Καπελάτος είδε ότι δεν θα έβγαζε άκρη και αναγκάστηκε να πει ένα ψέμα. «Είναι και κάτι άλλο. Συμβουλευτήκαμε τον γιατρό και είπε ότι αν μέσα σε ένα λεπτό δεν πάρεις πίσω την καρδιά σου μπορεί να αρρωστήσεις βαριά και τότε να μην μπορείς να παίζεις καθόλου». Ο Μπουρμπουληθροθώρητος κατσούφιασε περισσότερο. Έμεινε σιωπηλός για λίγο και μετά νευριασμένος άρπαξε το κουτάκι από τον Καπελάτο και τον έσπρωξε έξω από την πόρτα με μια κλωτσιά. Στο μεταξύ η Μολυβένια είχε λιποθυμήσει και έκανε μπουρμπουλήθρες. Η ζωή της κρεμόταν από μια κλωστή. Ένας σκύλος είχε ήδη πάει να φέρει τη μπουλντόζα για να την τραβήξουν έξω με μια σιδερένια αλυσίδα. Ξαφνικά, εκεί που ο Καπελάτος ξεσκόνιζε το καπέλο του που είχε στραπατσαριστεί από την τούμπα που είχε πάρει έτσι όπως τον έσπρωξε ο Μπουρμπουληθροθώρητος, ακούει το χαρακτηριστικό τρίξιμο της πόρτας νιαρ νιααααρ. Ο Μπουρμπουληθροθώρητος σαν να είχε ξυπνήσει από ύπνο βαθύ, λίγο αποχαυνωμένος, είδε τον Καπελάτο και πήγε να τον βοηθήσει. «Τι έγινε; Χτύπησες; Κάτσε να σε βοηθήσω. Μήπως ξέρεις που πήγε η Μολυβένια; Ποτέ δεν σηκώνεται τόσο πρωί» είπε με ύφος ανήξερο. «Μα τι στο καλό; Την καρδιά του έχασε όχι τη μνήμη του» σκέφτηκε ο Καπελάτος και αμέσως δίχως να χάσει χρόνο έτρεξε μπροστά κάνοντας νόημα στον Μπουρμπουληθροθώρητο να τον ακολουθήσει. «Πού είναι η Μολυβένια; Κινδυνεύει;» ούρλιαξε ο φίλος μας και ήταν αστείος έτσι όπως έτρεχε σα βολίδα γιατί άφηνε πίσω του ένα σωρό μπουρμπουλήθρες όπως αφήνουν τα ψάρια όταν κολυμπούν. Φτάνοντας στη λίμνη, όλοι ήταν σιωπηλοί γιατί είχαν πιστέψει ότι η Μολυβένια πνίγηκε. Η μπουλντόζα με την αλυσίδα, στεκόταν κι αυτή ακίνητη λες κι ήταν λυπημένη.

«Πόύ είναι η Μολυβένια μου;» έκλαιγε ο Μπουρμπουληθροθώρητος και γονατίζοντας άρχισε να τραγουδάει το τραγούδι που της έλεγε συνήθως:

«Μολυβένια Μολυβένια

Με καρδούλα χρυσαφένια

Η αγάπη σου μελένια

Κι εγώ πάντα σ’ έχω έννοια»

Κι έτσι όπως ήταν όλοι σιωπηλοί ακούστηκε ένας παφλασμός στη λίμνη σαν κάποιος από κάτω να ανακινούσε το νερό.

«Η Μολυβένια! Ζει!» φώναξαν όλοι και αμέσως κινητοποιήθηκε η μπουλντόζα και άρχισε να την ανεβάζει αργά και βασανιστικά αγκομαχώντας από το πολύ το βάρος.

Σε λίγο η Μολυβένια στέγνωνε φαρδιά πλατιά κάτω από τον ήλιο, ενώ ο Μπουρμπουληθροθώρητος της σκούπιζε τα νερά με μια πετσέτα σαν προπονητής σε αθλητή που μόλις κατάφερε μια μεγάλη και κοπιαστική νίκη.

«Μολυβένια μου, σε τι κίνδυνο μπήκες για χάρη μου;» της είπε τρυφερά.

«Είπα κι εγώ να κάνω μια φορά πιο πολλές μπουρμπουλήθρες από σένα» απάντησε εκείνη και όλοι έσκασαν στα γέλια.

Εκείνο το βράδυ διοργανώθηκε ένα πάρτι τρικούβερτο με λογής λογής παγωτά, σοκολάτες, χορό, τραγούδι και πολλές πολλές μπουρμπουλήθρες!  

   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου